Σχόλια
Εξαώροφα: Νέα δεδομένα απαιτούν επανεκτίμηση της κατάστασης
17/4/2024

Η "ΝΕΑ" δημοτική αρχή να προασπίσει το δημόσιο συμφέρον με περισσότερο ζήλο και μαχητικότητα από εκείνη του ιδιώτη, προς όφελος των συντριπτικά περισσότερων ψηφοφόρων που την ψήφισαν!

Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Όχι και εξαώροφα στα Βριλήσσια!
4/4/2024

Εύστοχο σχόλιο!

admin
Όχι και εξαώροφα στα Βριλήσσια!
1/4/2024

Είναι όντως μεγάλο το πρόβλημα. Θα έχετε παρατηρήσεις ότι πέρα από το θέμα του ύψους, στις καινούργιες πολυκατοικίες δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου κήπος ή πράσινος περίβολος, ενώ για την εποχή μας αυτό θ

Χαρά Ροβίθη
Γεράσιμος Κακλαμάνης (1940 – 2003): Διαφωτιστικές αχτίδες φωτός στο προπαγανδιστικό σκότος
3/3/2024

Εξαιρετικό...

Εύα Χατζάκη
Αναφορά στο έργο του Γεράσιμου Κακλαμάνη (1940 – 2003)
2/1/2024

Σίγουρα έχουμε υποχρέωση να προωθούμε κείμενα ικανά να αφυπνίζουν τίς συνειδήσεις ατόμων μίας κοινωνίας, η οποία ζεί μέσα στό ψέμμα. Εάν μπορώ να βοηθήσω σε μία τέτοια προσπάθεια, θα το κάνω μετά χαρ

Ζέρβας Δημήτρης

Ανδρέας Καρίτζης: Η έμφαση είναι στο πώς πετυχαίνω κάτι

Ολόκληρη η εισήγηση για τα "κοινά" από τη συζήτηση στον κήπο της «Δράσης»

Το πολυσέλιδο κείμενο που ακολουθεί, στην πραγματικότητα δεν είναι ένα κείμενο. Είναι απομαγνητοφωνημένη η εισήγηση του Ανδρέα Καρίτζη από τη συζήτηση που έγινε την Τρίτη το βράδυ της 4ης Ιουλίου στον κήπο της «Δράσης», με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του David Bollier «Κοινά, μια σύντομη εισαγωγή», των εκδόσεων Angelus Novus. Στο βιβλίο, (που εμπεριέχει ένα επίμετρο για την ελληνική έκδοση που επιμελήθηκε ο ίδιος ο εισηγητής), ο συγγραφέας «επιδιώκει να μυήσει τον αναγνώστη στον συχνά αόρατο αλλά ταυτόχρονα εκπληκτικά οικείο κόσμο των κοινών, παραθέτοντας πληθώρα σύγχρονων παραδειγμάτων του κοινωνείν, δηλαδή των ανθρώπινων πρακτικών και των μορφών συνεργασίας που (ανα)παράγουν τα κοινά». Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το θέμα, ιδίως για μια αυθεντική τοπική Κίνηση όπως η «Δράση», είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η συζήτηση συμπεριέλαβε και πολλά άλλα ζητήματα, χωρίς πάντως να χάσει τη σύνδεσή της με το αρχικό θέμα. Προτιμήσαμε λοιπόν να αφήσουμε το μέρος της εισήγησης που απομαγνητοφωνήθηκε ανεπεξέργαστο, γιατί ο προφορικός λόγος έχει τη δική του μαγεία, παρ' όλες τις δυσκολίες να μεταφερθεί στο χαρτί, εν προκειμένω στην οθόνη σας. Πρόθεσή μας είναι να αναπαράγουμε και τις τέσσερις συζητήσεις που διοργανώθηκαν στη Δράση τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2017, γιατί αυτές καλό είναι να μην μένουν μόνο μεταξύ των φυσικών τους ακροατών αλλά να διαχέονται σε περισσότερο κόσμο. Ελπίζουμε στην ανοχή και την κατανόησή σας για τις αναπόφευκτες ατέλειες ή ασάφειες από τη μεταφορά του προφορικού λόγου και στην αντιμετώπιση του άρθρου ως μια μικρή συμβολή στην ανάγκη για πολλαπλές αναζητήσεις που μας υποχρεώνει η περίοδος που ζούμε. Κίνηση Δημοτών Βριλησσίων «Δράση για μια Άλλη Πόλη» Ανδρέας Καρίτζης: Η έμφαση είναι στο πώς πετυχαίνω κάτι Η έννοια «κοινά» στην ελληνική γλώσσα σημαίνει διαφορετικό πράγμα από ότι στα αγγλικά. «Κοινά» στην Ελλάδα σημαίνει δημόσιες υποθέσεις, έτσι τα χρησιμοποιούμε, συμμετέχω ή δρω, ασχολούμαι με τα κοινά. Η έννοια των «κοινών» που συζητάμε εδώ είναι διαφορετική, είναι οι κοινοί πόροι, ευρέος φάσματος, από τους φυσικούς πόρους, τους δημόσιους χώρους, αν μιλάμε για το αστικό περιβάλλον, μέχρι την πληροφορία, την γνώση, τέτοιου επιπέδου πόροι, που μπορούμε πούμε ότι έχουν μια κοινή χρήση, αποφεύγοντας τον όρο ιδιοκτησία. Αυτό που αναπτύσσεται διεθνώς είναι μια επιστροφή και μια επανεξέταση -με πιο θετική ματιά- των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι για εκατοντάδες χρόνια, σε διάφορα πλάτη και μήκη του κόσμου, είχαν την ικανότητα να διαχειρίζονται με βιωσιμότητα, με αποτελεσματικότητα και με μια στιβαρότητα και σταθερότητα στο χρόνο, πόρους που δεν ανήκαν σε κανέναν και ανήκαν σε όλους ταυτόχρονα. Άρα αυτό που λέμε «κοινά» είναι η συλλογική διαχείριση των κοινών πόρων και όχι οι κοινές υποθέσεις που λέμε στην Ελλάδα. Η δική μου ενασχόληση με τα κοινά άρχισε όταν άρχισαν να με ζώνουν διάφορα φίδια για το γεγονός ότι ένα ολόκληρο κοινωνικό κίνημα, ένα ολόκληρο πολιτικό και κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων, βρισκόταν στα πρόθυρα μιας πολιτικής ανατροπής, ενώ την ίδια ώρα δεν διέθετε απάντηση στο πώς μετασχηματίζεις και εφαρμόζεις μια διαφορετική πολιτική. Στο ερώτημα δηλαδή, όχι τι πρέπει να γίνει, αλλά πώς διατάσσεις τις δυνάμεις σου, τι μεθοδολογίες ακολουθείς και τι οδικούς χάρτες και σχέδια φτιάχνεις, για να μπορέσεις να κάνεις αυτό που θέλεις. Σ’ αυτό το ερώτημα, η ικανότητα αυτού του κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ ήταν πάρα πολύ χαμηλή. Εξηγείται αυτό, θα μπορούσε κάποιος να πει, διότι είχαμε μάθει να κάνουμε πολιτική σ’ ένα περιβάλλον πιο δημοκρατικό, στο οποίο το σύνολο της δραστηριότητάς μας διακυβεύονταν στο να συγκροτήσουμε εκφραστικά τις ανάγκες των ανθρώπων και να πιέσουμε την εξουσία να ικανοποιήσει ένα μέρος αυτών, καθώς μέχρι κάποια στιγμή, η στρατηγική των οικονομικά ισχυρών ήταν συμπεριληπτική. Ήταν υποχρεωμένοι να αναπαράγουν την εξουσία τους παίρνοντας τα μηνύματα από την κοινωνία, ενσωματώνοντας κάποια από αυτά, σε κάποιο βαθμό, ικανοποιώντας μέρος από τα αιτήματα και τις ανάγκες του πληθυσμού. Γι’ αυτό και η αριστερά -και όχι μόνον η αριστερά- είχε προσανατολιστεί προς εκείνες τις ικανότητες, εκείνες τις ποιότητες, που την βοηθούσαν να αναπτύσσει κινήματα είτε αντίστασης, είτε διεκδίκησης, με κοινό αποδέκτη την εξουσία. Όταν αντιστέκεσαι, αντιστέκεσαι απέναντι σε κάποιον και όταν διεκδικείς, διεκδικείς από κάποιον. Εάν το κίνημα είναι αρκετά ισχυρό και αντέχει, πολλές φορές κέρδιζες πράγματα. Για να έχουμε μια εικόνα, τελευταίο γεγονός ήταν η μη αναθεώρηση του άρθρου 16, μετά από μια παρατεταμένη κινηματική δραστηριότητα μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών, καθώς τότε υπήρχε ακόμη η έννοια της συμπερίληψης, υπήρχε δηλ. χώρος άσκησης πολιτικής, μπορούσες άλλοτε να κερδίζεις, άλλοτε όχι, να κάνεις βήματα, να πάνε τα πράγματα προς την κατεύθυνση που θέλεις κτλ. Το δεύτερο εργαλείο που είχαμε ήταν η εκλογική διαδικασία, μέσα από την οποία αλλάζοντας τους συσχετισμούς στα σημεία που παίρνονται οι αποφάσεις, έλπιζες ότι διαμορφώνεις μια πίεση, προς κάποια κατεύθυνση, την οποία συμπεριλαμβάνει η κάθε κρατική εξουσία. Ξέρουμε όμως ότι από το 2010 και μετά, η βασική δομική αλλαγή που επιφέρουν τα μνημόνια, είναι ότι επιχειρούν να καταργήσουν αυτούς τους βαθμούς ελευθερίας και αυτές τις δυνατότητες παρέμβασης από τη μεριά των ανθρώπων, δηλαδή να στερηθεί η δυνατότητα των ανθρώπων μέσα από αυτά τα δυο εργαλεία, την κινηματική και την εκλογική δραστηριότητα, να επιτυγχάνουν πράγματα, να επηρεάζουν τις κρίσιμες αποφάσεις και την πορεία της κοινωνίας τους. Αυτό είναι -κατά τη γνώμη μου- και ο βασικός τρόπος που σχεδιάστηκε η ευρωζώνη, η Ε.Ε., μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν είναι τυχαίο, όταν δεν έχω πλέον κανέναν αντίπαλο παγκοσμίως, τότε αρχίζω να φτιάχνω αρχιτεκτονικές που θα τελειώνουν με την ικανότητα των πολιτών να επηρεάζουν τις κρίσιμες αποφάσεις. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε καταλαβαίνουμε ότι το να κάνουμε πολιτική σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον είναι πιο απαιτητικό και το ερώτημα του πώς καταφέρνεις να προχωρήσεις τη δική σου πολιτική, είναι πάρα πολύ κρίσιμο. Το πώς, δεν σχετίζεται με το τι θα κάνεις αν βρεθείς στην εξουσία, γιατί για να ξέρεις τι θα κάνεις τότε, πρέπει να ξέρεις πώς γίνονται αυτά τα πράγματα και σε πιο μικρές κλίμακες. Υπό μια έννοια, στην Ελλάδα, κι’ εγώ εκπαιδεύτηκα σε μια αριστερά της περιόδου που σας περιγράφω, κι’ εγώ αυτά ήξερα να κάνω, έβλεπα ότι δεν φτάνουν και άρχισα να ψάχνω τι γίνεται και τι λένε άλλοι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν για άλλους λόγους, με διαφορετική ιστορία και κατεύθυνση, πώς αλλιώς μπορούν να γίνουν τα πράγματα. Έτσι κάπως άρχισα να μπλέκω με την έννοια των «κοινών». Είπαμε ότι τα κοινά είναι πόροι που τους διαχειρίζεται συλλογικά μια κοινότητα ανθρώπων, φυσικοί πόροι, τεχνολογικοί πόροι και γνωσιακοί πόροι. Οτιδήποτε μπορούμε να ορίσουμε ως πόρο, στον οποίο μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων έχει πρόσβαση και ρυθμίζει τις σχέσεις της με κριτήρια που σχετίζονται είτε με τη διατήρησή του, εάν πρόκειται για έναν πόρο ο οποίος εξαντλείται, είτε με άλλα κριτήρια, αν είναι ένας πόρος που δεν εξαντλείται. Για παράδειγμα η γνώση είναι ένας πόρος που όχι μόνο δεν εξαντλείται αλλά όσο χρησιμοποιείται πολλαπλασιάζεται, ισχυροποιείται. Υπάρχει βέβαια εδώ το ερώτημα, πώς διαχειρίζεσαι έναν τέτοιο πόρο ώστε αυτός να είναι λειτουργικός, αποτελεσματικός και όπως καταλαβαίνετε, αυτό απαντά και σε διάφορα ερωτήματα που μας έχουν απασχολήσει, όπως, πώς μια συλλογικότητα μπορεί να είναι λειτουργική, οι άνθρωποι να μη σκοτώνονται, να παίρνουν δημοκρατικά και αποκεντρωμένα αποφάσεις, να υπάρχει αρτιότητα ως προς την επιχειρησιακή λειτουργία της συλλογικότητας. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι οι συλλογικότητες από τις οποίες έχουμε περάσει είχαν σοβαρότατα προβλήματα, και συνέχειας στο χρόνο, και να μην αναπτυχθούν δυναμικές ανάμεσα στα μέλη τους που να οδηγούν σε οξύνσεις ή και σε διάλυση, και μια σειρά άλλα ζητήματα. Συνεπώς, η επίγνωση ότι αυτά είναι κρίσιμα ερωτήματα, πώς κάνεις πολιτική σήμερα και πώς λύνεις τέτοιου τύπου προβλήματα, προσωπικά με οδήγησε, ανάμεσα σε άλλα, και στα «κοινά», γιατί υπάρχει ένας πλούτος εμπειριών και μεθοδολογιών που αναπτύσσεται σε διάφορα σημεία του πλανήτη και στην Ελλάδα, επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει αυτά τα ερωτήματα, που τα θεωρώ κρίσιμα. Η συζήτηση για τα κοινά πάει πάρα πολύ πίσω. Έχουμε όλοι εμπειρίες από τέτοιες πρακτικές, απλώς δεν τις έχουμε ποτέ εντοπίσει και ονοματίσει, από τα χωριά μας, τις γειτονιές μας, και όσο πάμε πιο πίσω, τόσο περισσότερο υπήρχε η κοινή συλλογική διαχείριση διαφόρων πραγμάτων. Άρα δεν είναι κάτι καινούργιο, άλλωστε οι πρώτοι που άρχισαν να ασχολούνται τη δεκαετία του ’80 και του ’90 πιο συστηματικά με αυτά, ήταν κοινότητες που προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς γίνεται για αιώνες να διατηρείται ένας ποταμός, η ποσότητα ψαριών του, ικανοποιώντας τις ανάγκες των ανθρώπων που ζούσαν εκεί, να υπάρχει μια αρμονία ανάμεσα στον πόρο και τον πληθυσμό που τον χρησιμοποιεί, κάτι που βλέπουμε να μην μπορεί να πετύχει πάντα η αγορά και το κράτος, για διάφορους λόγους, που έχουν άλλα κριτήρια και άλλους στόχους σε σχέση με την κοινότητα που ζει από τον πόρο και ξέρει ότι είναι βασική της αρμοδιότητα να τον διατηρήσει. Όταν επιχειρήθηκε να αναβιώσουν τα κοινά κάποια στιγμή στα μέσα του 20ου αιώνα, αναπτύχθηκε ένα επιχείρημα που υποτίθεται ότι τα έβγαζε από την πολιτική, (θα διαβάσετε το σχετικό άρθρο στο βιβλίο). Ένας συγγραφέας φιλελεύθερος, ας πούμε συστημικός, υποστηρίζει ότι π.χ. αν αφήσουμε ένα βοσκοτόπι ελεύθερο, θα πάει εκεί όποιος θέλει, θα κάνει ότι θέλει, σε κάποιο χρονικό διάστημα αυτό δεν θα υπάρχει διότι θα το έχουν άναρχα εκμεταλλευθεί, οπότε είτε θα έπρεπε να πάει το κράτος να οργανώσει τη δραστηριότητα, είτε η αγορά, να «σπάσουμε» το βοσκοτόπι σε ιδιοκτησίες και ο καθένας θα φροντίσει την ιδιοκτησία του, τεκμηριώνοντας την άποψη ότι αυτά τα προνεωτερικά, οι συλλογικές διαχειρίσεις πόρων από κοινότητες, δεν λειτουργούν, διότι δεν μπορείς να αποτρέψεις κάποιον από το να σπαταλήσει τον πόρο χωρίς να ενδιαφέρεται για τους υπόλοιπους. Αυτά τα αναφέρω, διότι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να καθυστερήσει η συνειδητοποίηση της οικονομικής σημασίας τέτοιου τύπου συστημάτων διαχείρισης, τα οποία δεν πρόκειται απλώς για κάτι ένα φολκλόρ. Αυτή που ξεκίνησε μια αντεπίθεση στην επιχειρηματολογία της συστημικής προσέγγισης, είναι και η μοναδική γυναίκα που έχει πάρει Νόμπελ Οικονομίας, αν θυμάμαι καλά, το 2008, ασχολούμενη με συστήματα διαχείρισης τέτοιου τύπου, δείχνοντας τα πλεονεκτήματά τους σε σχέση με άλλα συστήματα διαχείρισης. Αυτό το αναφέρω για να μην έχουμε την αίσθηση ότι όταν συζητάμε για τα κοινά, πρόκειται για κάτι που δεν αξιώνει μεγαλύτερη σοβαρότητα, αυτή η προσπάθεια εξελίσσεται το τελευταίο διάστημα. Να οικοδομηθούν πάνω σ’ αυτού του τύπου τις εμπειρίες και τα αποτελέσματα, που τα βλέπουμε σε μικροκλίμακα, μεγαλύτερης κλίμακας συστήματα επιτέλεσης βασικών λειτουργιών που εμπεριέχουν και το στοιχείο της βιωσιμότητας, και της σταθερότητας, και της εναρμόνισης με το περιβάλλον, και τη συμμετοχή των πολιτών. Μιλάμε δηλαδή κατά κάποιο τρόπο εδώ, για αξίες, για τις οποίες υποτίθεται παλεύει και η αριστερά και άλλοι χώροι, που συγκεντρώνονται σε κάτι πάρα πολύ παλιό, φιλοδοξώντας να δημιουργήσουν συστήματα και θεσμίσεις πιο ολοκληρωμένα και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αυτά όλα βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν είναι μια διαδικασία ακαδημαϊκή αλλά και πρακτική. Σε όλη την Ευρώπη αυτή την περίοδο διαμορφώνονται τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες και δικτυώσεις για την προώθηση των κοινών, πάνε μάλιστα «πακέτο» -και αυτό δεν είναι τυχαίο- με μια αντίστοιχη πανευρωπαϊκή διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη, για την ανάπτυξη πολιτικών πλατφορμών για τις πόλεις. Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε ότι η δική μας εμπειρία από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ήμασταν ανέτοιμοι να αντιπαρατεθούμε με το νέο πολιτικό περιβάλλον, που βασίζεται με ακραίο τρόπο στον αποκλεισμό και όχι στην συμπερίληψη, όπως έλεγα πριν, γι’ αυτό δεν λειτουργούν τα εργαλεία που ξέρουμε. Υπάρχει λοιπόν σήμερα μια κινητικότητα ακτιβιστών, πολιτικών οργανισμών, συλλογικοτήτων και ανθρώπων που ανησυχούν για το πού πάνε οι κοινωνίες τους, για την ανάπτυξη πολιτικών πλατφορμών για τις πόλεις τους. Με αφορμή την Βαρκελώνη και την Μαδρίτη, αναπτύσσεται μια πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την παρέμβαση των πολιτών στην πόλη, (η Ισπανία έχει πολύ διαφορετική ιστορία από εμάς), με στόχο μια πολιτική πλατφόρμα που θα ενσωματώνει στοιχεία που σχετίζονται με το πώς, δεν περιμένουμε, δοκιμάζουμε στις γειτονιές μας πλατφόρμες που ξεκινάνε από τη συμμετοχή των πολιτών στη μικροκλίμακα, για να μπορέσουμε να φτιάξουμε σχήματα και μεθοδολογίες για μια παρέμβαση σε μεγαλύτερη κλίμακα. Άρα «κοινά» και «παρέμβαση στην πόλη» είναι σήμερα στην Ευρώπη δύο από τις προσπάθειες απάντησης για το πέρασμα από μια στρατηγική συμπερίληψης και δημοκρατίας, σε μια στρατηγική αποκλεισμού και σκληρής εφαρμογής μια οικονομικής πολιτικής που δεν παίρνει υπ’ όψη της τις ανάγκες της πλειοψηφίας των πολιτών. Ας τα θέσουμε τώρα αυτά στην ευρύτερη συγκυρία που βρισκόμαστε, έχει ενδιαφέρον να δούμε γιατί τα κοινά ενώ είναι μια τόσο παλιά υπόθεση, φαίνεται να αναβιώνει και να γίνεται, ας πούμε, μόδα. Υπάρχει καταρχήν η ειδική συνθήκη της Ελλάδας, που είναι μια σκληρή εφαρμογή μιας πολιτικής που αναδιαρθρώνει σε βάθος και τα μυαλά των ανθρώπων και τους θεσμούς της χώρας και την καθημερινότητά τους, μια πολύ επαναστατική αναδιάρθρωση που προχωράει με πολύ γοργούς ρυθμούς και επειδή γίνεται με πολύ σκληρό τρόπο δημιουργεί προβλήματα ευστάθειας και άρα κινδύνους. Αν τα αφήσουμε αυτά στην άκρη, παρ’ όλο που είναι πολύ δύσκολο γιατί εμείς ζούμε εδώ, και δούμε τη μεγαλύτερη εικόνα, θα δούμε ότι υπάρχουν και για τη Δύση, (με την έννοια των προηγμένων κοινωνιών), μια σειρά ερωτήματα. Φαίνεται λοιπόν, ότι ο συσχετισμός δύναμης, όπως έχει μεταβληθεί τις τελευταίες δεκαετίες, δημιουργεί τη ραγδαία στάση των ελίτ να μετατοπίζονται από μια στρατηγική συμπερίληψης σε μια στρατηγική αποκλεισμού, με πολλαπλές συνέπειες, μια από τις οποίες είναι η Δημοκρατία, η οποία δεν θεωρείται δεδομένη, και αυτό λέγεται και γράφεται πλέον ανοιχτά. Αν το δούμε μακροσκοπικά, αυτή η σκλήρυνση δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, γιατί αν πάμε στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν τότε που άρχισε να γίνεται αποδεκτή μια έννοια δημοκρατίας, με δυσφορία, με μια στρατηγική ότι αυτό δεν είναι ένα πράγμα μόνιμο και ότι πρέπει κάποτε να το αλλάξουμε. Μέχρι τη δεκαετία του 60 οι ελίτ «έχαναν», με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από το 1880 και μετά φαινόταν ότι το πράγμα δεν σταματιέται. Ο φιλελευθερισμός ήταν μια προσπάθεια απάντησης σ’ αυτό το ερώτημα με τους πιο σκληρούς όρους: Να τελειώνουμε με τη δημοκρατία, καλά ήταν πριν όταν τις αποφάσεις έπαιρναν οι λίγοι, η δημοκρατία δημιουργεί θόρυβο, αμόρφωτοι άνθρωποι παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις, κλπ, τα έχετε ακούσει αυτά τα επιχειρήματα. Ένα ζήτημα λοιπόν είναι ο συσχετισμός, που είναι ανησυχητικό, γιατί αν είχε κάτι ας πούμε η Δύση, σε σχέση με την Κίνα ή άλλες περιοχές του πλανήτη, ήταν ότι λειτουργούσε η συμπερίληψη που σήμερα είναι υπό εξαφάνιση. Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας είναι ότι υπάρχουν τεχνολογικές εξελίξεις που αναμένεται να αλλάξουν πολύ δραστικά τον τρόπο που οργανώνεται η καθημερινότητά μας και η εργασία μας. Θα αναφέρω κάποια παραδείγματα για να έχετε μια εικόνα, από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης που έχετε καταλάβει τι σημαίνουν πια για την καθημερινότητά μας, (αυτό είναι ένα μόνο στοιχείο, η συνδεσιμότητα των ανθρώπων μεταξύ τους, ο έλεγχος από αυτούς που ελέγχουν αυτά τα συστήματα, αυτά είναι ανοιχτά), μέχρι την αυτοματοποίηση πολλών επαγγελμάτων που είναι πια πολύ ώριμη. Για παράδειγμα, το επάγγελμα στον πλανήτη με τα περισσότερα μέλη είναι οι οδηγοί όλων των μεταφορικών μέσων, από αεροπλάνα και μεγάλα πλοία, μέχρι τα ταξί. Ο βαθμός ωρίμανσης της αυτοματοποίησης του συγκεκριμένου επαγγέλματος είναι στο 95%. Αυτό σημαίνει ότι θα τεθεί στις κοινωνίες μας ένα ζήτημα, τι κάνουμε με την εργασία σε κοινωνίες που έχουν μάθει για πολλούς αιώνες ότι η εργασία είναι ο βασικός τρόπος για να βγάλεις τα χρήματα για να ζήσεις. Ένα άλλο θέμα είναι οι κόμποι που έχουμε φτάσει, οι τάσεις και τα αδιέξοδα που συσσωρεύονται, με κυρίαρχο το περιβαλλοντικό ή την εξάντληση των πόρων, τη συζήτηση που γίνεται για το νερό. Ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο την οποία οι θεσμοί μας, ως κοινωνίες, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν, δεν είναι ανάλογα «στημένες». Αν εγώ πήρα ως προσωπική εμπειρία ότι το κόμμα, ως δομή, ως λειτουργία, ως μεθοδολογία, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις συνθήκες αυτές, έτσι κατ’ αναλογία, οι θεσμοί, τα κράτη, αλλά και οι μεγάλες πολυεθνικές, όλοι βρίσκονται σε μεγάλη αναστάτωση, γιατί βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες αλλαγές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι «τα κοινά» και άλλες, ας πούμε, προσεγγίσεις της μόδας, ανεβαίνουν, όχι μόνο από τη δικιά μας μεριά, των ανθρώπων που δεν έχουν οικονομική ισχύ, αλλά και από την μεριά των «από πάνω», που ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που σας έλεγα πριν. Αυτό δημιουργεί μια εικόνα, όπου η αγορά και η κυρίαρχη, συνηθισμένη καθημερινή οργάνωση, δεν μπορεί πια να αντεπεξέλθει, γιατί έχουμε καπιταλιστική κρίση και όχι μόνο, και σ’ αυτό δεν φαίνεται προς το παρόν να υπάρχει διέξοδος. Στην Ελλάδα το ζούμε ως ύφεση της οικονομίας, τεράστιας ανεργίας, μια αγορά που δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες, μια αδυναμία. Από την άλλη, το κράτος έχει αντίστοιχες αδυναμίες, γιατί έχει περιορισμούς, είτε εξωτερικούς, είτε εσωτερικούς. Άρα στο κενό αυτό, όταν οι βασικοί άξονες, η οικονομία και η κρατική οργάνωση δυσλειτουργούν, οτιδήποτε μέχρι χθες φυτοζωούσε ή ήταν ατροφικό και στο περιθώριο όλων αυτών των πραγμάτων, αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σημασία, οι άνθρωποι στρέφονται και εκεί για να απαντήσουν πρακτικά σε ζητήματα επιβίωσης και ενδυνάμωσης της ικανότητάς τους να επανέλθουν και να αλλάξουν τους συσχετισμούς. Το ενδιαφέρον λοιπόν με τα κοινά είναι ότι μπορείς να ψάξεις νέες μεθοδολογίες και τρόπους οργάνωσης για να απαντήσεις στο ερώτημα του πώς καταφέρνεις να επιτελέσεις μια λειτουργία με έναν τρόπο που είναι δημιουργικός, συμμετοχικός, βιώσιμος και σταθερός, επανεξετάζοντας όχι μόνο παραδοσιακές μορφές, αλλά και πολύ «προχωρημένες». Σήμερα ακόμη και οι χάκερς ή οι ακτιβιστές για το ανοιχτό λογισμικό κάνουν αναφορά στα κοινά, προφανώς με τελείως διαφορετικό τρόπο. Βέβαια όλα αυτά τα διαφορετικά πράγματα, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Υπάρχουν κοινότητες που διαχειρίζονται τους πόρους τους πολύ καλά, κοινότητες ανθρώπων που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους αλλά επικοινωνούν με το διαδίκτυο, άλλες που φτιάχνουν απίστευτα πράγματα που καμία πολυεθνική δεν μπορεί να τα φτιάξει και ταυτόχρονα όλες τα χρησιμοποιούν, γιατί έχουν παραχθεί με έναν τρόπο που δεν σχετίζεται ούτε με την αγορά, ούτε με την κρατική διεύθυνση αλλά με άλλες διεργασίες. Δημιουργείται έτσι η ελπίδα ότι πολλά πράγματα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, αν ωριμάσουν, δοκιμαστούν και δείξουν αποτελέσματα, ίσως διαμορφώσουν εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε να έχουμε αύριο κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, πολιτικές πλατφόρμες, οι οποίες δεν θα απαντάνε μόνο στο ερώτημα τι χρειάζεται να γίνει, αλλά θα έχουν επεξεργαστεί και το πώς. Και ήδη αυτό κάνουν πολλοί στην μικροκλίμακα του ακτιβισμού, του κινήματος και της γειτονιάς, έχουν την αξίωση να το κάνουν και σε επίπεδο Πόλης και σε επίπεδο Κράτους, να δημιουργούνται εκείνα τα εργαλεία που σε σχέση με την περίοδο που εμείς είχαμε μάθει, είναι πιο συμβατά με την περίοδο που βρισκόμαστε. Θα αναφερθώ πάλι σ’ ένα παράδειγμα διαχείρισης, ας πούμε κινηματικού χαρακτήρα, με αφορμή τα γεγονότα της Ταϊβάν πριν δύο χρόνια. Κάνει μια ενέργεια η αστυνομία, πώς απαντάς σ’ αυτήν, ποιος αποφασίζει τον τρόπο απάντησης; Ερωτήματα πρακτικά, διαχειριστικά. Λοιπόν. Σ’ αυτή την περίπτωση, όταν έφτανε μια πληροφορία, υπήρχε μια ρύθμιση μεταξύ τους, όπου είχαν προκαθοριστεί τέσσερις βασικές κατηγορίες ερωτημάτων. Όταν λοιπόν ετίθετο ένα ερώτημα, ανάλογα με το σε ποια κατηγορία αυτό υπάγονταν, το αναλάμβανε η ομάδα που σχετίζονταν με αυτό. Π.χ. αν η αστυνομία πιάσει κάποιους ανθρώπους, τότε τον τρόπο αντίδρασης συζητούσε μια συγκεκριμένη ομάδα. Στη δική μου δυσφορία επ’ αυτών, ότι ωραία, έχω κι εγώ γνώμη, τι γίνεται στην περίπτωση που τεθεί ένα κρίσιμο ερώτημα αλλά εγώ δεν είμαι στην ομάδα που θα το διαπραγματευτεί, η απάντηση ήταν περίπου, ότι είναι αυτονόητο το να εμπιστεύεσαι μια συλλογική διαδικασία. Η οποία ήταν πράγματι συλλογική, διότι ένα ερώτημα μπορεί να πήγαινε σε μια βάρδια εκατό ανθρώπων, όμως αυτοί σχετίζονταν με χιλιάδες άλλους που παρακολουθούσαν αυτόν το τομέα. Αυτό το σχήμα το κατάλαβα, όταν αντιλήφθηκα ότι η συμμετοχή μου σε αποφάσεις που εγώ δεν έχω κάποια τεχνογνωσία, σε αποφάσεις διαχειριστικές όχι στρατηγικής, δεν είναι σημαντική. Εμείς έχουμε μπερδέψει το ότι πρέπει να έχουμε γνώμη και δημοκρατία, με το ότι πρέπει να αποφασίζουμε όλοι για όλα, το οποίο είναι διαλυτικό. Έτσι φτιάχνουμε ιεραρχίες και ηγεσίες και λέμε, αφού το άλλο δεν δουλεύει, ας πάμε προς τα εκεί. Υπάρχει στη ζωή και η κατανομή των αποφάσεων. Αν εμένα με βάλει κάποιος να αποφασίσω διάφορα πράγματα που σχετίζονται με το ελεύθερο λογισμικό για το οποίο δεν έχω ιδέα, μάλλον θόρυβο θα προκαλέσω. Τι θα ήθελα όμως; Οι άνθρωποι που ξέρουν και είναι ενεργοί σε σχέση με αυτό, να αποφασίζουν δημοκρατικά μεταξύ τους. Αυτοί να αποφασίσουν το καλύτερο. Ούτως ή άλλως, η τύχη του εγχειρήματός μας θα κριθεί από το αν οι δικοί μας άνθρωποι που ξέρουν το αντικείμενο, πάρουν τις σωστές ή λάθος αποφάσεις. Αν αυτό λειτουργεί εύρυθμα, παρ’ ότι εγώ δεν συμμετέχω, δεν θεωρώ ότι εγώ έχω χάσει κάτι ή ότι αυτός ο τρόπος οργάνωσης είναι λιγότερο δημοκρατικός. Η έμφαση είναι στο πώς πετυχαίνω κάτι. Αυτό το έχουμε ξεχάσει. Συνήθως όταν συζητάμε στην αριστερά, συζητάμε για να δικαιώσουμε την άποψη που έχουμε στο κεφάλι μας για γεγονότα και διαδικασίες που δεν είναι στο τραπέζι. Να πω ένα άλλο παράδειγμα που χρησιμοποιώ συχνά, προσπαθώντας να καταλάβω ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ότι συζητάω πολιτικά και στο ότι κάνω πολιτική. Όταν κάνω πολιτική, δεν είναι συζήτηση, είναι μια επιχείρηση, μια σοβαρή δραστηριότητα, η οποία, όπως όλες οι δραστηριότητες, πρέπει να έχει ένα σοβαρό τρόπο επιτέλεσης. Εμείς αυτά τα έχουμε μπερδέψει, με δραματικές συνέπειες για τον τόπο, δεν καταφέραμε να ενταχθούμε στη νέα περίοδο με αξιώσεις. Σκεφτείτε ένα χώρο όπου δέκα άνθρωποι συζητάνε πολιτικά. Προφανώς όλοι θέλουν να έχουν γνώμη, να συζητάνε ισότιμα και να είναι όλοι ίσοι. Εάν όμως υπάρχει ένα πρακτικό επίδικο, η διάταξη αυτών των δυνάμεων, με ιεραρχίες που μπορεί να εμφανιστούν ή να εξαφανιστούν, πολώνεται με βάση το επίδικο! Μπαίνει, ας πούμε, ένας αιμόφυρτος διαδηλωτής στο δωμάτιο και ένας από εμάς είναι γιατρός. Κανένας δεν θα θεωρήσει ότι μειώθηκε η δημοκρατία αν ο γιατρός πει σ’ εμένα που είμαι άσχετος, φέρε μια πετσέτα ή πάρε ένα τηλέφωνο. Όλοι θα πάμε να εκτελέσουμε αυτές τις ενέργειες με σεβασμό ο ένας στον άλλο. Αν μιλάμε για ένα θέμα όπου μας πολώνει η πράξη -και γι’ αυτό «τα κοινά» μας βοηθάνε, δεν συζητάμε γενικά, λέμε έχουμε αυτόν τον πόρο και πρέπει να τον διαχειριστούμε- δεν υπάρχει ερώτημα, πρώτα να το συζητήσουμε και να γράψουμε κι ένα κείμενο, αυτό είναι κομμάτι της πολιτικής, για να μην πω ότι είναι ο ογκόλιθος της πολιτικής. Αυτό βγάζει στην επιφάνεια το ότι όταν λέμε «κοινά» και «συλλογική διαχείριση», δεν εννοούμε όλοι, όλα, ούτε ότι έχουμε όλοι λόγο για όλα. Υπάρχει λογοδοσία, υπάρχει καταμερισμός ευθυνών, υπάρχουν ρόλοι που όλοι τους τηρούν και τους τιμούν, εάν δεν θέλουμε να αποτύχει το εγχείρημα. Όταν λέμε «πολιτική», εννοούμε πράξη, άρα επιχειρησιακή διάταξη, σοβαρότητα, συστηματικότητα, ρόλοι, λογοδοσία και όχι μια γενική και αόριστη συζήτηση περί δημοκρατίας των μελών. Έχω ζήσει τέσσερα συνέδρια με το αίτημα «κόμμα των μελών», αλλά με το πώς γίνεται ένα κόμμα των μελών, δεν ασχολείται κανείς. Γιατί ήταν μόνο η έκφραση μιας άποψης, ένα σύνθημα που μας βοηθούσε τότε να κερδίσουμε ένα συνέδριο, τίποτα παραπάνω. Αυτό είναι που πρέπει με κάποιο τρόπο να αρχίσει να μεταβάλλεται, να σοβαρεύει, το πώς αντιλαμβανόμαστε τη συμμετοχή μας στις συλλογικότητες. Ένας λόγος που η προσέγγιση των κοινών γίνεται μόδα, είναι γιατί αυτό το έχει ενσωματωμένο από την αρχή. Να σας πω και ένα παράδειγμα λιγότερο πολιτικό. Αυτή τη στιγμή, η μεγαλύτερη εγκυκλοπαίδεια που έχει φτιαχτεί στον πλανήτη, η Wikipedia, έχει φτιαχτεί από ανθρώπους που οργανώνονται, όχι με όρους αγοράς, όχι επειδή υπάρχει μια διεύθυνση σε κάποιο υπουργείο που έδωσε μια εντολή, που προσέλαβε κόσμο. Βεβαίως και χρειάζονται ρυθμίσεις, ποιες αποφάσεις από ποιους, πότε υπάρχει στρατηγικός έλεγχος που δεν αφορά μόνο τη διεκπεραίωση, αλλά εδώ η ευθύνη είναι πολύ πιο κατανεμημένη. Και είναι μια παραγωγή, την οποία δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσαμε να την είχαμε επιτύχει ως ανθρωπότητα εάν είχαμε ακολουθήσει είτε τους κανόνες της αγοράς, είτε τις διευθυντικές διατάξεις ενός κράτους. Το ανοιχτό ό λογισμικό επίσης, είναι ανίκητο. Και μεγάλες πολυεθνικές το χρησιμοποιούν, δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, η έννοια της ανοιχτότητας υιοθετείται από τις εταιρίες, ανοίγουν πολλά από τα δεδομένα τους στους χρήστες ή σε ανθρώπους που ξέρουν και είναι έξω από αυτούς, γιατί το R&D τους (τμήμα έρευνας και ανάπτυξης) δεν μπορεί να ανταγωνιστεί χιλιάδες ανθρώπους που βρίσκονται έξω από αυτό και είναι καταρτισμένοι στον τομέα που τους ενδιαφέρει. Άρα για να μπορέσουν οι πολυεθνικές να αντλήσουν από όλο αυτό υπεραξία και ικανότητα, εφευρίσκουν διάφορα μοντέλα, π.χ. «ανοιχτή καινοτομία», με σκοπό να «αρμέξουν» τα καλύτερα στοιχεία από μια παραγωγή που γίνεται εκτός της εταιρίας τους. Θέλω λοιπόν να πω ότι αυτά που συζητάμε εδώ, δεν τα συζητάμε μόνον εμείς που θέλουμε να οργανώσουμε ένα κίνημα για να επαναφέρουμε τη δημοκρατία και να κάνουμε τις κοινωνίες μας πιο ανθρώπινες, είναι ζητήματα που και η «άλλη» μεριά τα ψάχνει, γιατί το ζητάει η περίοδος. Αν μάλιστα κάτι μας δίνει την ελπίδα ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, είναι ακριβώς το ότι βλέπουμε και τους «άλλους» να κάνουν παρόμοια πράγματα. Όταν προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο οργάνωσης των ανθρώπων χωρίς οικονομική ισχύ, που να επενδύει και να αξιοποιεί τις ικανότητές τους, εννοούμε να δώσουμε σε κάποιους τη δυνατότητα να παίρνουν αποφάσεις που σχετίζονται με τις ικανότητές τους, όχι να τους δώσουμε μια εντολή τι να κάνουν. Παρακολούθησα τη ζωή του ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ για πολλά χρόνια, από το 1997 μέχρι το 2012. Ήξερα για πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ τις απόψεις τους για τον Μάη του 68, για τη Σοβιετική Ένωση, για τη διάσπαση του ΚΚΕ, για το τάδε συνέδριο, γιατί αυτός ήταν ο τρόπος διαβάσματος των μελών, πού τοποθετούνται πολιτικά, σε ποια ομάδα, αυτός είναι πιο φιλοευρωπαϊκός ή λιγότερο, αυτό ενδιέφερε, διότι ενδιέφερε η άποψη. Το ότι πολλοί από αυτούς ήταν εξαίρετοι στη δουλειά τους, είχαν μεγάλη εμπειρία ή κατάρτιση, το ότι κάναν απίστευτα πράγματα στον ιδιωτικό τομέα ή στο Πανεπιστήμιο, δεν αφορούσε καθόλου την οργάνωση. Αυτό είναι ένα πρόβλημα. Διότι η δύναμη των ανθρώπων είναι οι ικανότητές τους. Άρα μια οργάνωση που θέλει να γίνει ισχυρή, πρέπει να βρίσκει τρόπο να εξορύξει αυτή την ικανότητα και να την κάνει πολιτική δραστηριότητα. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Αν πάμε πάλι στα τέλη του 19ου αιώνα, τα μεγάλα κόμματα που από το τίποτα έγιναν κόμματα εκατομμυρίων μελών σε συνθήκες παρανομίας, το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό και όχι μόνο, έγιναν, γιατί οι ανάγκες επιβίωσης των εργατών σε ακραίες συνθήκες τους ώθησαν να φτιάξουν δομές και θεσμίσεις και συλλογικές δραστηριότητες, οι οποίες επένδυαν και αξιοποιούσαν τις ικανότητες των ανθρώπων. Αυτές οι θεσμίσεις ήταν προπλάσματα του κοινωνικού κράτους που είχαμε μετά τον πόλεμο. Τα πρώτα κοινωνικά συστήματα ασφάλισης ήταν πρωτοβουλίες των ίδιων των εργατών, ώστε όταν κάποιος χτύπαγε ή γέρναγε στο εργοστάσιο, να μην τον πετάξει ο άλλος στο χαντάκι, να έχει κάτι να φάει, να τον φροντίσει κάποιος. Το έφτιαξαν μόνοι τους. Και αυτό, μετά από 50 χρόνια, έγινε κρατικός θεσμός. Η στεγαστική πολιτική επίσης, μετά έγινε κρατική υπόθεση. Όλα αυτά ξεκίνησαν από θεσμίσεις των ανθρώπων από κάτω, που επένδυαν σε συλλογικές δραστηριότητες που είχαν στο στόχαστρό τους τις ικανότητές τους. Γι’ αυτό και οι γυναίκες έπαιξαν τεράστιο ρόλο σε όλα αυτά, γιατί από τις γυναίκες περνάει το σύνολο των προβλημάτων ενός σπιτιού και όχι μόνο το οικονομικό. Ήξεραν πολύ καλύτερα τις ικανότητες των άλλων μελών της οικογένειας, και των αντρών ακόμα, σε νοικοκυριά με 20-30 άτομα, η γυναίκα έπρεπε να υπολογίζει προβλήματα διαφόρων επιπέδων. Τι υπάρχει διαθέσιμο; Και το διαθέσιμο ήταν οι δυνατότητες των ανθρώπων γύρω της. Άρα όταν μιλάμε για ικανότητες, δεν αναφερόμαστε μόνο σε πτυχία, αλλά και σε εμπειρίες, βιώματα, που παράγονται καθημερινά από τις δυσκολίες μας. Οι δυσκολίες παράγουν δεξιότητες, μπορούμε πολιτικά να τις αξιοποιήσουμε; «Οι άλλοι» αυτό κάνουν. Όταν μας προσλαμβάνουν, αγοράζουν από εμάς χρόνο και ικανότητες. Εμείς δεν μπορούμε να προσλάβουμε, αλλά αν δεν λύσουμε το πρόβλημα, του πώς μπορούμε να οργανωθούμε ώστε αυτές τις γνώσεις και τις ικανότητες, σε μια περίοδο που οι «άλλοι» δεν μπορούν να προσλάβουν καν με την τεράστια ανεργία, να γίνουν χρήσιμες και να ανθίσουν. Ένας άνθρωπος που έχει δεξιότητες και δεν τις χρησιμοποιεί, αυτές μαραίνονται, και οι δεξιότητες και ο ίδιος. Και το ζούμε αυτό αυτή τη στιγμή που μιλάμε, από ανθρώπους που είναι γύρω μας. Αυτά είναι πολιτικά ερωτήματα, που σχετίζονται με αυτό που σας είπα από την αρχή, με το «πώς;». Πώς αντλείς τη δεξιότητα χωρίς να κινδυνεύεις από άλλα προβλήματα; Αν το λύναμε αυτό από το 2012, και είχαμε μια διάταξη δυνάμεων σε περιφερειακό, τοπικό και κεντρικό επίπεδο, με χιλιάδες ανθρώπους που θα μπορούσαν να ξέρουν τι πρέπει να κάνουν, σε συγκεκριμένη και κατάλληλη θέση, (θυμηθείτε την Ταιβάν που σας έλεγα), που τους έχουν εκχωρηθεί οι αποφάσεις, τότε η δύναμη πυρός και η ανθεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας, της ελληνικής κυβέρνησης, του ελληνικού κράτους, απέναντι στις απειλές για το σβήσιμο βασικών λειτουργιών της, διότι αυτό συνέβη, θα ήταν διαφορετική. Και προς τιμήν του ο Ελληνικός λαός είπε στο δημοψήφισμα, δεν μ’ ενδιαφέρει, ας σβήσει ο ήλιος, εγώ αυτό δεν θα το αποδεχτώ ποτέ, δεν θα το εγκρίνω, θα πω όχι. Αλλά η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων, η ευθύνη αυτών που θέλουν να παίζουν ένα ρόλο -και τον χρειαζόμαστε αυτόν τον ρόλο- είναι να μπορέσουν, τη δυνατότητα του κόσμου σε επίπεδο ικανοτήτων και ψυχισμού, σε σθένος και κουράγιο, που τα είδαμε το καλοκαίρι του 2015, να μπορέσουν να τα μετασχηματίσουν σε επιχειρησιακά σχέδια που να φέρνουν αποτελέσματα, όχι απλώς να τα λένε. Πρέπει να περάσουμε από τη φάση του «τι πρέπει να γίνει» ή πώς πρέπει να εκφράσουμε αυτό που μας συμβαίνει, στη φάση του πώς μπορούμε να το λύσουμε, με βάση τις δικές μας δυνάμεις. Δεν είμαστε αφελείς. Δεν πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι από μόνοι τους σε κάθε γειτονιά μπορούν να λύσουν όλα αυτά τα προβλήματα. Αλλά αν δεν βρούμε τρόπο να κάνουμε κάτι σε τοπικό επίπεδο, για να ανεβάσουμε στη συνέχεια κλίμακα και να μπορέσουμε να το κάνουμε σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και για πιο σοβαρά ζητήματα και για πιο κρίσιμες λειτουργίες, τότε οι κοινωνίες μας δεν έχουν τύχη. Μας δένουν χειροπόδαρα και θα γυρίσουμε εκεί που ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας για πολλά χρόνια. Τότε, που οι άνθρωποι που είχαν την οικονομική ισχύ έπαιρναν όλες τις αποφάσεις. Είναι πολύ καινούργιο πράγμα στην ιστορία η συμπερίληψη και απολύτως επισφαλές το να θέλουν οι άνθρωποι που δεν έχουν ισχύ να έχουν λόγο στις κρίσιμες αποφάσεις. Αλλά ταυτόχρονα ζούμε σε μια περίοδο τεράστιων δυνατοτήτων. Μπορεί το κύμα να μην γυρίσει πίσω, μπορεί και να μην καταφέρουν οι ελίτ να πετύχουν αυτό που θέλουν, όσο μαύρα κι αν φαίνονται τα πράγματα. Διότι αυτή τη στιγμή, σε όλο τον πλανήτη, η πρόσβαση μεγάλου μέρους της ανθρωπότητας σε γνώση και σε πληροφορία και η δυνατότητα όλοι αυτοί να δικτυώνονται μεταξύ τους, χωρίς διαμεσολάβηση -προς το παρόν, μπορεί κι αυτό να σταματήσει- είναι τεράστια. Σε μένα για παράδειγμα, έχουν αλλάξει άρδην οι προσλαμβάνουσες, οι παραστάσεις και η επικοινωνία μου με τους ανθρώπους τα τελευταία δέκα χρόνια. Κι’ αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε μένα, συμβαίνει σε όλους μας, μπορεί ακόμη να μην το καταλαβαίνουμε, να μην το κάνουμε ακόμα «πενηνταράκια» για το τι αυτό σημαίνει για την πολιτική και για την οργάνωσή μας, αλλά το πράγμα προς τα εκεί πάει. Ζούμε υπό διακινδύνευση αλλά μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε να δημιουργηθούν εκείνα τα πολιτικά και οργανωσιακά σχήματα που θα μας επιτρέψουν να επανέλθουμε στα πράγματα και να επηρεάσουμε τις εξελίξεις. Το παιχνίδι δεν έχει χαθεί, έχει χαθεί όπως ξέραμε να το παίζουμε. Και αυτό το έχουν καταλάβει όλοι όσοι θέλουν να καταλάβουν, σε όλο τον κόσμο. Το καινούργιο δεν έχει ακόμη γεννηθεί, το ψάχνουμε. Αλλά το ψάχνει πολύς κόσμος ταυτόχρονα, σε πολλά σημεία του πλανήτη, αυτό είναι το θετικό. * Ο David Bollier είναι Αμερικανός ανεξάρτητος ερευνητής, ακτιβιστής και μπλόγκερ. Μελετά και προάγει τα κοινά ως ένα νέο παράδειγμα στην οικονομία, την πολιτική και τον πολιτισμό. Εργάζεται για την επίτευξη αυτού του στόχου μέσα από το Commons Strategies Group [Ομάδα για τη Στρατηγική των Κοινών], ένα διεθνές εγχείρημα προώθησης των κοινών του οποίου είναι συνιδρυτής. Έχει γράψει πέντε βιβλία που αφορούν τα κοινά, τα Green Governance (μαζί με τον Burns H. Weston), Silent Theft, Brand Name Bullies, Viral Spiral και το Think Like a Commoner, A Short Introduction to the Life of the Commons, το οποίο είναι και το πρώτο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, με τον τίτλο «Κοινά: Μια σύντομη εισαγωγή». Μαζί με τη Silke Helfrich έχουν επίσης επιμεληθεί τα βιβλία Patterns of Commoning και The Wealth of the Commons. Ο Bollier ζει στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης. Βλ. και http://www.drasivrilissia.gr/themata/parousiash.aspx?sxID=3160 Ο Ανδρέας Καρίτζης είναι Διπλωματούχος μηχανικός του ΕΜΠ, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας και διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Πατρών (2008-2012) και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (2011-2012). Στη φωτογραφία από το στέκι της «Δράσης», Ανδρέας Καρίτζης (αριστερά) και Γιάννης Τσούτσιας

ΣΧΕΤΙΚΑ: Άρθρα
ΣΧΟΛΙΑ
Πείτε μας τη γνώμη σας
Τα σχόλια δημοσιεύονται άμεσα και είναι αποκλειστική ευθύνη του συντάκτη του σχολίου. Οι διαχειριστές της παρούσας ιστοσελίδας διατηρούν το δικαίωμα διαγραφής των σχολίων εκείνων που έχουν διαφημιστικούς σκοπούς, κρίνονται ως ρατσιστικά ή προσβάλλουν πρόσωπα.
Τοιχο-διωκτικά

Έρχονται όλα κάποτε μαζεμένα. Πού να πας τότε; Πού να κρυφτείς; Τι την έκανες την ανεπανάληπτη ζωή σου;

Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα , Κέδρος 1960
Ημερολόγιο Δράσεων και Εκδηλώσεων

Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες Δράσεις για τις επόμενες ημέρες...

Newsletter