Δημοτικό Συμβούλιο
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Γύρναγε ο Παναής, τριγύρναγε μες στα σοκάκια, φουρτούνιαζε και στο κεφάλι του το ούζο, από τότες που άφησε την θάλασσα κι έψαχνε του κάκου που να βουλιάξει τους καημούς και τα πάθη του. Καλή στεριά! Του ευχήθηκαν κάποτες κι έμελλε να γίνει κατάρα, να χωθεί μέσα στ' άντερα του και να μην βρίσκει αναπαμό πουθενά. Φουρτούνα που με βρήκε, μουρμούριζε. Από τότες που πάτησα το χώμα - που να μην έσωνα - λάσπωσε ο κόσμος μέσα μου - Καταραμένη ώρα! Μωρέ κόσμε! Καλοσύνη να ιδούν τα μάτια σου... Φτού και πάλι φτου! Μούλιαζε το χώμα να καθρεφτίζεται. Με τον καιρό το χώμα ανέβηκε στο κεφάλι του κι απέκτησε καινούργιο χούι. Μεθυσμένος σαν γύρναγε στο σπιτικό του, έβαζε την γυναίκα του να ξαπλώνει ανάμεσα σε δυο λαμπάδες και της έψελνε την νεκρώσιμη ακολουθία. Ξάπλα Βαγγελιώ! Ξάπλα! Φώναζε αλλοπαρμένος κι δόλια υπάκουε, μην τύχει ο διάβολος και ξαναισθανθεί το βαρύ του χέρι. Έψελνε καλά ο Παναής, με πάθος, αλλά αυτό το χους ει και εις χουν απελεύσει το λεγε με τέτοιο καημό, που ράγιζε τις καρδιές όσων αγάπησαν την θάλασσα. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Ιωάννης Αλταμούρας, Καΐκι στις Σπέτσες
ΣΧΟΛΙΑ