Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Πάει καιρός από τότε που έφαγα το τελευταίο - ίσως και το πρώτο - γλυκό. Πρέπει να ήταν στην βάφτιση... Μα ναι! Στην βάφτιση μου και μάλιστα με το ζόρι, με το στανιό. Μια κουταλιά, μια κουταλίτσα έλεγε ο νονός, απ' την άθλια τούρτα που είχε διαλέξει. " Για τον νονούκο..." Από εκεί μάλλον ξεκινάει και η απέχθεια μου προς αυτά. Απ' αυτή την βαθιά, μακρινή εμπειρία. Η Μαρίνα όμως ήταν το κάτι άλλο. Γεννημένη Μαγιάτικο λουλούδι, γλυκιά και χαρούμενη, με ζαχαρωτά χείλη και αμυγδαλωτά μάτια. Δεν χόρταινα να την γεύομαι καθ' όλη την διάρκεια της ημέρας. Πριν και μετά το φαγητό, και σε οποιοδήποτε μέρος μπορούσα να απολαύσω την γλύκα της. Η ζωή μου είχε πασπαλιστεί με άχνη κι εγώ κυλιόμουν στις εύφορες κοιλάδες της ηδονής, όταν... Έβαλε κι άλλος χέρι στο γλυκό. Η Μαρίνα εξαφανίστηκε. Μάταια προσπαθούσα να παρηγορηθώ με υποκατάστατα. Έστεκα απαρηγόρητος. Πολέμιος των γλυκών και βαθιά πληγωμένος, τράβηξα τον δρόμο του αλμυρού, του πικρού και του ξινού, με αμφίβολη - ίσως κατά τόπους - επιτυχία. Τις νύχτες όμως - κυρίως τις νύχτες - σαν κλείνω τα μάτια και αφήνομαι, αναδύεται στα χείλη μου μια ανείπωτη γλύκα, που βάφει τα προσκέφαλα στα κέφια του Μαΐου. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Pierre Auguste Got, Άνοιξη. 1873.
ΣΧΟΛΙΑ