Δημοτικό Συμβούλιο
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Εμύριζεν ο κήπος, εμύριζεν και πλημμύριζε με πάθη τα ζωντανά, που γεμάτα ηδυπάθεια πλαισίωναν την ομορφιά του. Μωρέ, τι θάμα είναι τούτο! Ελάλησε ο Κωσταντής κι ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια του λαίμαργα, μην τύχει και χάσει κανένα κύμα ευωδιάς έτσι που τα κλωθογύριζε ο αέρας. Μωρ σεις πουλιά και πλάσματα, μην κι απόθανα κι αμείβομαι τους μόχθους και τα πάθια του βιός μου; Μιλάτε μωρέ ζούδια! Μην είμαι στην παράδεισο να πέσω να προσκυνήσω; Μα απόκριση δεν έπαιρνε κι έσφιγγε τα μάτια του στο λιόχυτο κάμα. Ε, σεις! Ακούει κανείς; Ζωντανοί κι αποθαμένοι, εγώ είμαι, ο Καπετάν Κωσταντής. Ακούει κανείς μωρέ; Ο κήπος τεντώθηκε κυμματίζοντας κι άπλωσε το τραγούδι... Έι Κωσταντή, εμείς είμαστε, τα ταξίδια σου, τα όνειρά σου...Ορκίσου πίστη σε μας Κωσταντή, Ορκίσου... Σαστισμένος, δάγκασε το χέρι του δίχως να νιώσει. Το δάγκασε πιο δυνατά, πετάρισαν τα βλέφαρα του και το θάμα χάθηκε από μπροστά του. Χρήστος Βατούσιος ΠΙΝΑΚΑΣ: Edward Atkinson Hornel, "Oι όμορφες κοπέλες του Φεβρουαρίου" ή ο ερχομός της Άνοιξης. 1899.
ΣΧΟΛΙΑ