Δημοτικό Συμβούλιο
της Λήδας Παπαγεωργίου
Ήρθες στον ύπνο μου απόψε πατώντας πάνω σε άδεια μπουκάλια και ξεχειλισμένα τασάκια. Με πήρες απ' το χέρι και με οδήγησες προς την πόρτα. Λίγο πρίν βγούμε μου φόρεσες το πράσινο ζακετάκι που μου είχες χαρίσει εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων. Περπατήσαμε αγκαλιασμένοι στο δρόμο μέχρι που φτάσαμε στο παλιό το σπίτι. Με ανέβασες στην κούνια του κήπου και με κούνησες. Ένα χαμόγελο γλίστρυσε απ,το πρόσωπό μου έπεσε στο νοτισμένο χώμα και χορεύοντας χάθηκε στον άδειο δρόμο. Έχουμε φύγει απο το σπίτι. Ξαφνικά σε χάνω. Τριγύρω μου κόσμος πολύς. Παιδιά, μεγάλοι πάγκοι με παιχνίδια. Σε βλέπω νά,ρχεσαι πρός το μέρος μου κρατώντας ένα τεράστιο μαλλί της γριάς. Ρόζ όπως μου άρεσε. Καθώς τρώω με πελώρια λαχτάρα σε κοιτώ με την άκρη του ματιού μου να χαμογελάς ευχαριστημένος. Τώρα δεν υπάρχουν πάγκοι πια. Είμαστε ανεβασμένοι σε μια γιγάντια ρόδα. Εγώ φοβάμαι και σου σφίγγω το χέρι. "Ηρέμησε κορίτσι μου" ψιθυρίζεις. "Κοίτα τι όμορφσ που φαίνονται όλα". Βρίσκομαι πίσω απο μια κλειστή πόρτα. Μια άσπρη μπλούζα χωρίς πρόσωπο, μου λέει πως δε θα ξανάρθεις σπίτι. Και δεν ξανάρθες. Μόνο κάτι βράδια σαν κι αυτό έρχεσαι στα όνειρά μου για να πάρεις όλα τα σ,αγαπώ και τις αγκαλιές που δεν σου έδωσα. Και ποτέ δεν είναι αρκετό ένα βράδυ. Γι' αυτό ξανάρχεσαι.
ΣΧΟΛΙΑ