Δημοτικό Συμβούλιο
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Δεν ήξερε πια πως να κάμει. Επήγε σε γιατρούς, σε μάγισσες, παρακάλεσε το Θεό, έπεσε στα πόδια Του γυρεύοντας το θάμα. Το σπλάχνο της, το μονάκριβό της, έλιωνε ανήμπορο μέρα με τη μέρα. Το κορμάκι του το 'χε θαμπώσει, το σπαρταρούσε ο πυρετός και τα κλειστά ματάκια του τρεμόπαιζαν ξέψυχα, σαν την φλόγα του κεριού στον άνεμο που παλεύει το σκοτάδι. Οι νύχτες σωριάζονταν η μια πάνω στην άλλη και πλάκωναν την καρδιά της. Κάποιο ξημέρωμα, κατάφορτη από τις έγνοιες και τις φροντίδες, έγειρε το κεφάλι της στα πόδια του μωρού. Ταχιά ο ύπνος έριξε το δίχτυ του και την τράβηξε μαζί του. Ήτανε λέει στα μικρά της κι έτρεχε στα χωράφια του πατρός της, έτρεχε να πιάσει τον Ήλιο που ανέβαινε λαμπρός ν' αφεντέψει τον κόσμο. Άξαφνα, το πόδι της στραβοπάτησε στα μαλακά και στάθηκε να ιδεί. Το φίδι ορθώθηκε μανιασμένο να χτυπήσει. Το αίμα της πάγωσε στη θωριά του. Έκανε να φύγει αλλά δεν ένιωθε τα πόδια της. Η οχιά τέντωσε τον λαιμό της, μα στη στιγμή θαρρείς ντράπηκε να χύσει την οργή της στα νιόλουστα μέλη. Έστριψε το κεφάλι της κι έφυγε συρίζοντας θυμωμένη. Τινάχτηκε απ' το κλάμα του παιδιού. Με μάτια ορθάνοιχτα, πεινασμένα, ζητούσε το στήθος της που το 'χε αποδιώξει. Βιαστικά, έβαλε το χέρι της στο μέτωπό του καθώς έλυνε το πανωφόρι της. Παναγιά μου! Φώναξε. Παναγιά μου ευχαριστώ κι έμπηξε τα κλάματα. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Απόστολος Γεραλής, Κορίτσι που προσεύχεται.
Μοσχο
Εξαιρετικο!