Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Οι δαίμονες ξεχύθηκαν μέσα στο κεφάλι της σαν όρνεα που οσμίζονται την πληγή. Γύρισε απαλά πλευρό να μην τον ανησυχήσει κι άφησε τα μάτια της να χαθούν στις ημέρες, που η Άνοιξη γέλαγε στην αγκαλιά της. Ίσως αν του ξαναμιλούσε, αν τον παρακαλούσε, αν... Μάταιος κόπος. Της το 'χε ξεκόψει. "Δεν θέλω κουβέντα, θα το ρίξεις το παιδί" Με τι ευκολία έμπηγε το μαχαίρι - Γεννημένος άραγε φονιάς; Με την ίδια ευκολία έβαψε τα χέρια του με το αίμα της νιότης, σκοτώνοντας το παιδί που ήταν κάποτε εκείνη. Το σκοτάδι πύκνωσε μέσα της κυριεύοντάς την. Γύρισε τρέμοντας και κοίταξε τα χέρια του, ήταν βαμμένα - πως δεν το 'χε προσέξει - ναι, τώρα το έβλεπε ξεκάθαρα, λερωμένα με το αίμα τόσων παιδιών. Βυθίστηκε σ' ένα βουβό, βαθύ κλάμα, σπάζοντας το γυάλινο πρόσωπό της σε λυγμούς. Τύλιξε τα χέρια της σφιχτά γύρω απ' την κοιλιά της, βάζοντας όλη την δύναμη του τρόμου της... " Όχι το παιδί μου, μακριά τα χέρια σου απ' το παιδί μου... " Μια κραυγή, έμεινε ασάλευτη να αιωρείται στο δωμάτιο κι έγινε η φωνή των παιδιών που ερμηνεύουν τον κόσμο. ΠΙΝΑΚΑΣ: Νικόλαος Γύζης (1842-1901), μάνα με παιδί. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ
Δημήτρης Τσιανάκας
Μπράβο Χρήστο. Συνέχισε, αλλά είμαι σίγουρος γι΄αυτό...και είναι καλό.