Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Σηκώθηκε πρωί πρωί, ντύθηκε τα καλά της, στολίστηκε και τράβηξε για το σχολειό. Η μάνα της απόρησε σαν την είδε αλλά δε μίλησε. Μόνο δάγκασε τα χείλια της και την θωρούσε με γουρλωμένα μάτια. Επτά χρονώ όλη κι όλη και να κάνει τέτοια καμώματα. Που ακούστηκε σ' όλο το χωριό, όλα τα χρόνια που θυμόταν τέτοιο πράμα. Τι θα λεγε πάλι του αντρός της σαν του τα σφύριζαν στον καφενέ. Την κάλυψε μια, τον ξεγέλασε δυο, μα τώρα νισάφι πια, πάγαινε μακριά η βαλίτζα. Το' χε παρατραβήξει το σχοινί. Α, θα την έπιανε απ' το μαλλί μόλις γύριζε, θα της έστριβε τ' αυτί να νιώσει πως το παραξήλωσε. Επιτέλους! Κάθε πράμα έχει τον καιρό του και τη θέση του. Τι την έπιασε και μας παριστάνει την κυρία; Έχει μπροστά της καιρό για τέτοια. Τώρα δουλειά της είναι τα γράμματα. Μωρό παιδί και να τρώγεται με τις σάρκες του. Ντροπής πράματα. Έγινε μεσημέρι, έφτασε απόγιομα, πουθενά την. Φούριαξε η μάνα της, έφαγε τον κόσμο να ρωτά και να ψάχνει. Σήκωσε στο πόδι όλο το χωριό. Αργά πια, πάνω στο μέλωμα τ' ουρανού, την ήβραν να κάθεται στο γυαλό πετώντας βότσαλα. Τι κάνεις εδώ μωρή! Ούρλιαξε η μάνα της. Τίποτα μάνα μου, τίποτα, μπαλώνω τη θάλασσα μέσα μου. ΠΙΝΑΚΑΣ: Sergej Vinogradov, Παραλία Alypka. 1917. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Καθένας τη θάλασσα πού χει μέσα του-αν την έχει και μάλιστα φουρτουνιασμένη-πολλές φορές με συντροφιά τη μοναξιά μπορεί να την μπαλώσει.