Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
"Πως είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο" Μόλις είχα γυρίσει από την κηδεία και δεν μπορούσα να το χωνέψω. Ο κυρ Μιχάλης, το θεριό της γειτονιάς, ο πλάτανος της πλατείας, είχε πέσει και κυριολεκτικά εξαϋλωθεί μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες. Πάνω που 'χε πάρει ο δόλιος, με χίλια βάσανα την έρμη τη σύνταξή του κι έλεγε να ησυχάσει, να φροντίσει λίγο τα εγγόνια του που λαχταρούσε. Τον βρήκε λέει το κακό..., ποιο κακό ρε παιδιά, που κακό τέλος να ' χει τους αντιγύριζα...Τον κυρ Μιχάλη; Το βουνό; Ναι, ναι το βουνό, που τον έβλεπαν τα γύρω ραμολιά και σταυροκοπιόταν, μη τύχει και πέσουν στο διάβα του τη στρυφνή του μέρα. Είχε μεσημεριάσει για τα καλά όταν μπήκα στο σπίτι. Σαστισμένος από τα γεγονότα, πέρασα κατευθείαν στην κουζίνα, βρίσκοντας τον πατέρα μόνο του να τρώει. Χαιρέτησα ανόρεχτα και κάθισα. Δεν του είχα αναφέρει τίποτα για τον Μιχάλη, νομίζοντας πως ήταν κάτι περαστικό, αλλά, περαστικοί ήμασταν εμείς. Έβαλα με το ζόρι ένα πιάτο μπροστά μου και το πάλεψα για λίγο με το κουταλοπίρουνο. Δεν κατέβαινε τίποτα. Αντίς να το τρώω με έτρωγε. Μετά από λίγο δε κράτησα κι άνοιξα το στόμα μου να βγει η αντάρα που μ' ανακάτωνε. Ξέρεις, ο κυρ Μιχάλης, έφυγε... Καμία απάντηση. Ο πατέρας συνέχισε να τρώει σκυφτός χωρίς καν να με κοιτάξει. Με άκουσες τι σου είπα, συνέχισα εντονότερα, ο κυρ Μιχάλης πέθανε... Τα ίδια, σιωπή, το μόνο που ακουγόταν ήταν το χτύπημα του πιρουνιού στο πιάτο του. Σου μιλάω! Ξέσπασα χτυπώντας το χέρι μου στο τραπέζι, ο κυρ Μιχάλης πέθανε τ' ακούς; Ξαφνικά, σταμάτησε να τρώει και σήκωσε αργά τα δυνατά περήφανα μάτια του. Ωραία, μου απάντησε, σε άκουσα. Ο κυρ Μιχάλης πέθανε. Εμείς θα φάμε σήμερα; ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Diego Rivera, Μελαγχολικός Περίπατος. 1904.
Μπάμπης ΔΓιαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Υπάρχουν ζώα -μεταξύ τους και οι κύνες (σκύλοι)- που έχουν έντονα και έκδηλα τα συναισθήματά, κάποτε δυνατότερα από τα ανθρώπινα. Υπάρχουν όμως και ανθρωπόμορφα όντα άδεια εντελώς. Η γλώσσα μας κάποιες φορές αδικεί!