Δημοτικό Συμβούλιο
Του Jérôme Leroy
Έκανε πολύ ζέστη την περασμένη εβδομάδα και έτσι ένα βράδυ κάθισα έξω, άνοιξα ένα μπουκάλι κρύο λευκό κρασί και είδα για χιλιοστή φορά το "Παρίσι τον Αύγουστο". Και για χιλιοστή φορά, άφησα το μελό που κρύβω μέσα μου να μιλήσει: δάκρυσα λιγάκι όταν, στο Ορλί, ο Αζναβούρ θα δει να χάνεται, πιθανώς για πάντα, η απολύτως θεϊκή μυτούλα της Σούζαν Χαμφσίρ. Νομίζω ότι όλοι γνωρίζουν την ταινία, που βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα του Ρενέ Φαλίς και μιλάει για τον καλοκαιρινό έρωτα ανάμεσα σε μια Αγγλίδα μοντέλο και έναν πωλητή στο τμήμα αλιείας ενός πολυκαταστήματος, που έμεινε μόνος του, όταν η οικογένειά του έφυγε για διακοπές στη θάλασσα. Η ταινία χρονολογείται από το 65. Άρα δεν είναι μια απλή αναπαράσταση. Δίνει την ακριβή εικόνα εκείνης της εποχής. Και αυτό που είναι θλιβερό, ακόμα περισσότερο από το τέλος μιας ιστορίας αγάπης τόσο έντονης όσο και σύντομης, είναι το ότι τα πάντα τότε ήταν πιο όμορφα. Απολύτως τα πάντα. Πρώτα το Παρίσι, που είχε ακόμα κατοίκους. Φανταστείτε, ένας υπάλληλος πολυκαταστήματος με τρία παιδιά μπορούσε να ζει σε εκατό τετραγωνικά μέτρα, κάπου στο κέντρο της πόλης. Και είχε τα μέσα να στείλει την οικογένειά του στη θάλασσα για ένα μήνα. Θα αντιτάξετε τις μαυρισμένες προσόψεις και τους ιδιότροπους θυρωρούς. Η απάντηση είναι ότι οι πόρτες που ανοίγουν με παρανοϊκούς κωδικούς και οι ρύποι στην ατμόσφαιρα είναι πράγματα απείρως πιο δυσάρεστα. Άντρες και γυναίκες ήταν ντυμένοι καλύτερα. Οι γυναίκες έκαναν υπέροχα σινιόν, όπως της μητέρας μου. Τα αυτοκίνητα ήταν πιο όμορφα και ήταν και λιγότερα. Τα μπιστρό έμοιαζαν με αυτά που σήμερα μπορούν να βρεθούν μόνο σε απόμακρες επαρχιακές πόλεις, δηλαδή μπιστρό, όπου τo σημαίνον είναι ακόμα κάπως σύμφωνο με το σημαινόμενο, τότε που η Αγία Τριάδα του ελεύθερου χρόνου, όπως συνοψίζεται από έναν από τους χαρακτήρες της ταινίας, ήταν το απεριτίφ, το ιπποδρομιακό στοίχημα και το ψάρεμα με τα φιλαράκια. Οι παλαιοβιβλιοπώλες στις όχθες του Σηκουάνα ήταν ευγενικοί και δάνειζαν βιβλία σε φίλους και καλούς πελάτες. Οι άνθρωποι προτιμούσαν να διαβάσουν παρά να παρακολουθήσουν το ένα και μόνο τηλεοπτικό κανάλι. Έκαναν ηλιοθεραπεία στις στέγες των κτιρίων μπροστά από το παράθυρο της σοφίτας. Γνώριζαν ότι οι αποστάσεις και ο χρόνος είχαν ένα νόημα, μια αλήθεια που τους επιβάλλονταν από τη σκληρή πραγματικότητα. Αυτά η πραγματικότητα ήταν απόδειξη ότι οι άνθρωποι ζούσαν ακόμα μια αληθινά ανθρώπινη ζωή. Αν η γυναίκα που ερωτευτήκαμε γύριζε πίσω στην Αγγλία, η Αγγλία, ήταν πολύ μακριά και δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε την ιστορία στο διαδίκτυο ή στα κοινωνικά δίκτυα που είναι για τον έρωτα ότι ο ατσάλινος τεχνητός πνεύμονας για την αναπνοή. Ακόμα, το 1965, το Κ.Κ.Γ ήταν στο είκοσι πέντε τοις εκατό και ο Ντε Γκωλ Πρόεδρος. Τα βιβλία τσέπης δεν έχαναν τις σελίδες τους σε πρώτη ανάγνωση, όπως το δική μου αντίτυπο των "τριών σωματοφυλάκων", που δεν έχει χάσει ούτε ένα φύλλο, 58 χρόνια αργότερα, αν και το έχω ταξιδέψει παντού. Έτσι, όταν το τραγούδι του Αζναβούρ έφτασε στο τέλος πήρα ένα μαντίλι, έβαλα ακόμα ένα ποτήρι λευκό κρασί και έπαιξα πάλι την ταινία. Όταν τελειώσει μάλλον θα μπω μέσα. Ο Γούντι Άλεν περιμένει με το "Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου". *Ο Jérôme Leroy είναι πολυβραβευμένος σύγχρονος Γάλλος συγγραφέας. Πηγή: http://feusurlequartiergeneral.blogspot.com/ Απόδοση: Σταύρος Λάβδας
ΣΧΟΛΙΑ