Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Κείνη τη νύχτα, έμπασε στο σπίτι της το φονιά. Δεν ήξερε πολλά, κάτι είχε ακούσει, αλλά ίσαμε εκεί. Συνηθισμένες, παράφορες κουβέντες. Κι όμως κάτι την έτρωγε. Λίγο η όψη του, λίγο τα φθαρμένα ρούχα, τα τραχιά ποδήματα... Του 'βαλε να φάει και να πιει και κάθισε σε μια γωνιά, πλάι στη φωτιά αμίλητη να τον θωρεί. Σαν απόσωσε το φαγί του και ρούφηξε δυο τρία γερά ποτήρια κρασί, τράβηξε το ταμπάκο απ' το ζωνάρι του να στρίψει τσιγάρο. Εκείνη, σηκώθηκε αργά σα σκιά, και τράβηξε κοντά τη λεκάνη να του πλύνει τα πόδια. Δε πρόλαβε να χύσει το νερό κι απότομα το χέρι του την ανέκοψε. Βγενιώ, μίλα, μίλα πια και δε βαστώ, μίλα κι ας πέσει απάνω μου η κατάρα. Ποιος σκότωσε τον Κωνσταντή; Ποιος τονε σκότωσε μωρέ μίλα! Σήκωσε αργά τα κουρασμένα μάτια της και τονε κοίταξε στα ίσα. Τι ρωτάς; Εσύ ξέρεις καλλίτερα. Για μουνούχο μ' έχεις; Για να ρωτώ θα πει δε κατέχω. Τότε σύρε να μάθεις, κι άμποτες συμβεί, ξανάλα με τη καινούργια γνώση σου. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Edw. Burne Jones, Νύχτα. 1870
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Ενοχική δειλία.