Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Γιώργου Σκιάνη
Είμαι καλός στη δουλειά μου. Εργολάβος γεωτρητικών έργων. Η πιάτσα με ξέρει και με εμπιστεύεται. Ο Χάρης είναι φίλος και έχει πολλές διασυνδέσεις. Όποτε μου φέρνει δουλειά, αυτή είναι αρκετά τσιμπημένη ώστε κι εγώ να μένω ευχαριστημένος κι εκείνος να παίρνει το τριάντα τακατό. Η τελευταία του ψαριά ήταν πολλά υποσχόμενη. Ρώσος Κροίσος ολιγάρχης, με ιδιωτικό νησί, τριαντάμετρο γιοτ και λίαρ τζετ. Θέλει νεράκι για το νησί. Κομμάτι δύσκολο αλλά όταν υπάρχουν τα φράγκα όλα γίνονται. Άμα το νερό της γεώτρησης είναι υφάλμυρο – που θα είναι – θα του πλασάρω τα συστήματα αφαλάτωσης του φίλου μου του Πολυνείκη. Άμα είναι θάλασσα θα αφαλατώσουμε τη θάλασσα. Ουδέν πρόβλημα. Το ραντεβού κλείστηκε έξω από ένα Bread Factory στις δώδεκα το μεσημέρι. Μπορεί νάταν και το μαγαζί του Ρώσου - δε γνωρίζω. Πλησιάζοντας είδα την πλάτη ενός τύπου με ξυρισμένο κεφάλι, άσπρο φανελάκι και χωμένο στο αυτί εκείνο το μυστήριο καλαμάκι που το λένε μπλε δόντι. Σε δύο τραπεζάκια παραδίπλα καθόντουσαν, ανά δύο, τέσσερα χοντρά σβέρκα με χέρια σαν κορμούς δέντρων, ζωγραφισμένα στο φουλ. Πιο κει αραχτές δυο ξανθιές δίμετρες ρουφούσαν κοκτέιλ και παίζανε με το κινητό. Πλησίασα με αυτοπεποίθηση – αν σε δούνε κακομοίρη δε σε εμπιστεύονται. Την ίδια στιγμή περνάει μπροστά από το μαγαζί μια μαύρη λιμουζίνα, προβάλλουν αστραπιαία δύο κάνες και πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι. Πέφτω κάτω, βλέπω έναν ασπροντυμένο να με κοιτάζει, να γυρίζει την πλάτη του και να απομακρύνεται στο άχτιστο φως. Ξύπνησα και δεν το πίστευα. Μα τι έγινε τόσο ξαφνικά; Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω παχιά χλόη, δέντρα κατάφορτα με καρπούς, κελαρυστά νερά και καλλικέλαδα πτηνά. Μηλιά δεν είδα πουθενά. Αισθανόμουνα περίφημα. Πριν από λίγο ήμουνα μπροστά σε ένα Bread Factory με το βουητό από τα αυτοκίνητα να σε ξεκουφαίνει και τώρα ήμουνα στον Παράδεισο. Διότι δεν μπορούσε να ήταν κάτι άλλο εκτός από Παράδεισος. Και εκεί που προσπαθούσα να προσανατολιστώ και να ψάξω για γνωστούς και αγαπημένους, νάσου η κουστωδία του Ρώσου, μπροστά το αφεντικό και ξωπίσω τα χοντρά σβέρκα και οι δίμετρες. Έλα Χριστέ κι Απόστολε! Όσο νάναι, κι εγώ έχω κάνει κουτσουκέλες και αμαρτίες και δε με θεωρούσα φαβορί για Παράδεισο αλλά όχι ρε φίλε και οι μαφιόζοι! Ε όχι και οι μαφιόζοι! Πραγματικά, άμα δεν ήμουνα στον Παράδεισο θα έχανα την πίστη μου στο Θεό με τούτα τα ρεζιλίκια. Τέλος πάντων, απέστρεψα το βλέμμα από την αμαρτωλή κουστωδία και η ματιά μου έπεσε σε ένα γεροντάκι σε ένα παγκάκι. Κάτι διάβαζε. Τον πλησίασα και μου φάνηκε γνωστός. Με κοίταξε κι αυτός. Του λέω καλησπέρα. Φίλε μου, μου λέει, πώς φαίνεται πώς είσαι νιόφερτος… Εδώ δεν υπάρχει χρόνος. Ούτε εσπέρα, ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Υπάρχει το άχτιστο φως. Είναι ο Παράδεισος, αν με πιάνεις. Κάτι είχα καταλάβει κύριε Ζοζέ, του λέω – εντωμεταξύ είχα σιγουρευτεί ότι είναι ο Σαραμάγκου. Μπα, με γνωρίζεις; Δε μοιάζεις με φίλο της λογοτεχνίας. Αλλά έπρεπε να το είχα καταλάβει γιατί στον Παράδεισο οι πρώτοι που συναντάς είναι άνθρωποι οικείοι. Και βλέπω και τον Κούντερα εκεί πέρα. Πάντα σνομπ αυτός. Βλέπω και τον Παπαδιαμάντη με τον Καρκαβίτσα και τον Καραγάτση. Νάσου και ο Γκεβάρα με τον Κάστρο. Αριστερός είσαι, ε; Κύριε Ζοζέ, αφού πρέπει να συναντήσω πρόσωπα οικεία, πού είναι οι γονείς μου; Πού είναι οι φίλοι μου; Ήταν διάσημοι; Ήταν επιτυχημένοι; Δεν ήταν ακριβώς διάσημοι αλλά ήταν καλοί άνθρωποι. Θέλετε να πείτε ότι δεν είναι στον Παράδεισο; Φίλε μου στον Παράδεισο δεν έρχονται οι καλοί αλλά οι διάσημοι και οι επιτυχημένοι Στη γη πέφτει πολύ κοροϊδία πάνω στο θέμα… Ωχού! Τώρα κατάλαβα πώς βρέθηκε το κάθαρμα ο Ρώσος στον Παράδεισο! Αλλά γιατί εγώ κύριε Ζοζέ; Μηδέ διάσημος είμαι μηδέ επιτυχημένος. Απλό είναι φίλε μου. Ο Χάρος δεν το πολυψάχνει και τους φορτώνει όλους μαζί μετά από ένα συμβάν. Άμα ήσουνα με τους Ρώσους σε κουβάλησε μαζί τους. Και ο Θεός; Τι κάνει ο Θεός; Σου φαίνεται ο Θεός να ασχολείται με ψιλοπράγματα; Έχει ένα κάρο υπαλλήλους. Πάντως αν θες κάποια εξυπηρέτηση να πας στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη. Λογικός Άγιος. Συνεννοήσιμος. Εγώ προτιμώ τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης. Αυτός είναι ο Άγιος της φτώχιας. Και να θέλει, δεν έχει τίποτα για να δώσει. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά. Έχω καιρό να μιλήσω για λογοτεχνία. Αν κατάλαβα καλά είσαι από Ελλάδα. Καλά καταλάβατε δάσκαλε. Ο Σαραμάγκου κάγχασε. Αν είμαι εγώ δάσκαλος, τότε τι είναι οι δικοί σας της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας; Αλλά εγώ θα σου πω για τους νεότερους. Κι αυτοί πρωτοπόροι ήτανε. Ποιοι δηλαδή; Τους βλέπεις αυτούς τους δυο; Μού ‘δειξε Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα. Βάλε και τον Ροΐδη μέσα. Τον βλέπω εκεί στις λόχμες και κάτι σκαλίζει. Το λοιπόν. Παπαδιαμάντης : Βαρδιάνος στα σπόρκα. Τρομερή αλληγορία. Έρχεται μετά ο πολύς Καμύ και γράφει την Πανούκλα. Πήρε ή δεν πήρε τα χνάρια του; Δίκιο έχετε, απάντησα συλλογισμένος. Μέρος δεύτερο. Καρκαβίτσας: Το γιούσουρι. Έχεις διαβάσει το Γέρο και τη Θάλασσα του Χεμινγουέι; Αλίμονο! Τι λες λοιπόν; Είναι ή δεν είναι στην ίδια περπατησιά; Είναι! Και για το τέλος ο Ροΐδης. Ο μέγας παίκτης της γλώσσας και της ειρωνείας. Μεταχειρίζεται την αρχαΐζουσα καθαρεύουσα για να αποδώσει σκανδαλώδες ερωτικό περιεχόμενο, σχεδόν πορνογραφικό. Ο μέγας Τζέιμς Τζόις τον ακολουθεί στο αριστούργημά του Οδυσσέας. Είναι ή δεν είναι ριγμένοι οι δικοί σας; Άργησα να απαντήσω. Ο νους μου επεξεργαζόταν όλα τούτα. Κύριε Ζοζέ ξέρετε τι κατάλαβα; Ότι Παράδεισος είναι η λογοτεχνία. Λάθος φίλε μου. Στον Παράδεισο δε βρέχει. Και λογοτεχνία χωρίς τη βροχή δεν υπάρχει. Ο Γιώργος Σκιάνης είναι Φυσικός – Γεωφυσικός. Ζει στα Βριλήσσια.
ΣΧΟΛΙΑ