Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
"Άιντε κυρά Δέσπω, σύρε παράμερα να τελειώνουμε". Τίποτα. Η γριά ασάλευτη. Μήτε άκουγε, μήτε έβλεπε - Ευτυχισμένη, έτσι έλεγαν. Όμως η Δέσπω είχε αυτιά αλεπού και μάτια κοράκου, άλλο που τα δούλευε όπως τη συνέφερνε. Έι, την σκούντηξε, κάμε παρακεί σου λέγω για θα μας έβρει η νύχτα εδωνά. Η Δέσπω έκανε πως σκιάχτηκε απ' το σκούντημα και μουρμούρησε μέσα απ' τα δόντια της. Ε, τι βροντάς, σάματις το θέλω η άμοιρη, έτσι που ζω σα τη πέτρα μέσα στο βύθος του πηγαδιού. Που να πάγω, να, έδιου καλά είμαι; Ναι, κάτσε εύτου, να φροκαλίσω λιγάκι και να βάλω τις φασούλες να βράζουν. Πάλι φασούλες...; Σύριξε η γριά. Είπες τίποτις κυρά Δέσπω; Μα γι' απάντηση πήρε το σούρσημο της φροκαλιάς που έξυνε το πάτωμα. ...Αλλά τι ρωτώ, τι να ειπείς και συ η δύστυχη έτσι που σε κατάντησαν οι χειμώνες. Μήτε γλυκόλαλα πουλιά ν' ακούς την αυγή, μήτε φεγγάρι να θωρείς να λούζει τη πλάση. Αχ, έρημα γηρατειά, σα τα νύχια του αγριμιού που παλεύουν να πιαστούν στο χείλος του γκρεμνού. Τι τα θες, έτσι και φύγουν τα καλοκαίρια... Βράστα. Τα φασόλια; Μίλησες κυρά Δέσπω, να, τελειώσαμε, να βάλω τις φασούλες... Να λείπουν Αγγελικούλα, να λείπουν κι οι φασούλες και τα καλοκαίρια σου. Άμε στο καλό. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928), Eλιές στη Μυτιλήνη.
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Χάσμα γενεών. Γκρεμισμένες γέφυρες>