Σχόλια
Εξαώροφα: Νέα δεδομένα απαιτούν επανεκτίμηση της κατάστασης
17/4/2024

Η "ΝΕΑ" δημοτική αρχή να προασπίσει το δημόσιο συμφέρον με περισσότερο ζήλο και μαχητικότητα από εκείνη του ιδιώτη, προς όφελος των συντριπτικά περισσότερων ψηφοφόρων που την ψήφισαν!

Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Όχι και εξαώροφα στα Βριλήσσια!
4/4/2024

Εύστοχο σχόλιο!

admin
Όχι και εξαώροφα στα Βριλήσσια!
1/4/2024

Είναι όντως μεγάλο το πρόβλημα. Θα έχετε παρατηρήσεις ότι πέρα από το θέμα του ύψους, στις καινούργιες πολυκατοικίες δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου κήπος ή πράσινος περίβολος, ενώ για την εποχή μας αυτό θ

Χαρά Ροβίθη
Γεράσιμος Κακλαμάνης (1940 – 2003): Διαφωτιστικές αχτίδες φωτός στο προπαγανδιστικό σκότος
3/3/2024

Εξαιρετικό...

Εύα Χατζάκη
Αναφορά στο έργο του Γεράσιμου Κακλαμάνη (1940 – 2003)
2/1/2024

Σίγουρα έχουμε υποχρέωση να προωθούμε κείμενα ικανά να αφυπνίζουν τίς συνειδήσεις ατόμων μίας κοινωνίας, η οποία ζεί μέσα στό ψέμμα. Εάν μπορώ να βοηθήσω σε μία τέτοια προσπάθεια, θα το κάνω μετά χαρ

Ζέρβας Δημήτρης

Cine - Δράση: Δευτέρα 12 Απριλίου: Εμβληματικές ταινίες της Νουβέλ Βαγκ

Κινηματογραφική Γεωγραφία, 11η Συνάντηση: Φρανσουά Τριφό, Ζαν Λικ Γκοντάρ

Κινηματογραφική Γεωγραφία - Συνάντηση 11η - Δευτέρα 12 Απριλίου, 8:00μμ Θέμα: Εμβληματικές ταινίες της Νουβέλ Βαγκ: Ο Ωραίος Σέργιος, του Κλώντ Σαμπρόλ, Τα 400 Χτυπήματα του Φρανσουά Τριφό, Με κομμένη την ανάσα του Ζαν Λικ Γκοντάρ H Nουβέλ Bαγκ δεν εμφανίστηκε στο κινηματογραφικό στερέωμα με μια έκρηξη, αλλά με έναν ψίθυρο. Και αν στη συνείδηση των περισσότερων είναι τα «400 Χτυπήματα» του Φρανσουα Τριφό (1959) ή το «Με Κομμένη την Ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ (1960) οι ταινίες με τις οποίες η παρέα των Cahiers du Cinema κήρυξε την επανάσταση, η αλήθεια είναι ότι η αρχή έγινε το 1958 με τον «Ωραίο Σέργιο», την πρώτη ταινία του Κλοντ Σαμπρόλ, η οποία θεωρείται σήμερα ιστορικής σημασίας και η απαρχή του κινήματος που έμελλε να αλλάξει ριζικά τον γαλλικό και όχι μόνο κινηματογράφο. Ο Ωραίος Σέργιος» / Le Beau Serge (1958) Ο Σαμπρόλ ήταν ήδη φανατικός θαμώνας της θρυλικής Ταινιοθήκης του Παρισιού του Ανρί Λανγκλουά και μέλος της συντακτικής ομάδας των Cahiers du Cinema, όταν αποφάσισε σε ηλικία 27 ετών να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία. Ήταν μάλιστα ο πρώτος από την παρέα των Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Φρανσουά Τριφό, Ζακ Ριβέτ και Ερίκ Ρομέρ που κατάφερε να μετουσιώσει έμπρακτα τις απόψεις και το συλλογικό αίτημα των συντακτών του περιοδικού για ένα νέο, ζωντανό κι απαλλαγμένο από τον ακαδημαϊσμό γαλλικό σινεμά. Το φιλμ εντυπωσιάζει σήμερα ποικιλοτρόπως, λόγω της ωριμότητας με την οποία προσέγγισε ο νεότατος σκηνοθέτης το θέμα του, αλλά κυρίως με την υποδόρια, ριζοσπαστικότητά του. Ο τίτλος της ταινίας είναι προπομπός αυτής της επαναστατικότητας. Κεντρικός ήρωας δεν είναι ο ωραίος Σέργιος αλλά ο Φρανσουά, ένας νεαρός και φυματικός αστός που επιστρέφει από το Παρίσι στο επαρχιακό Σαρντέν μετά από απουσία δέκα χρόνων. Στο ερημικό και παρηκμασμένο χωριό ο Φρανσουά θα συναντήσει τον παιδικό του φίλο Σέργιο, ο οποίος παρά την καριέρα του αρχιτέκτονα για την οποία προοριζόταν, έχει γίνει ένας πικρόχολος και μέθυσος οδηγός φορτηγού. Ο Σέργιος έμεινε στο Σαρντέν λόγω της εγκυμοσύνης της φίλης του, την οποία τελικά παντρεύτηκε, ενώ ο θάνατος του νεογέννητου παιδιού τους τον ώθησε ακόμη περισσότερο στην απελπισία και στον αλκοολισμό. Τώρα που η γυναίκα είναι για δεύτερη φορά έγκυος και ο Σέργιος παραλυμένος από τον φόβο μιας νέας τραγωδίας, ο Φρανσουά θα προσπαθήσει εμμονικά να βοηθήσει τον παιδικό του φίλο να ορθοποδήσει, η κατάσταση όμως θα δυναμιτιστεί από την παρουσία της μικρότερης κουνιάδας του, του επίσης μέθυσου πεθερού του και από την άρνηση του ίδιου του Σέργιου να σωθεί. Ο Σαμπρόλ δεν είχε την φιλοδοξία να διαρρήξει τους δεσμούς με το παραδοσιακό σινεμά της εποχής του, ήθελε περισσότερο να το υπονομεύσει εκ των έσω, επαναδιατυπώνοντας τις σημειολογικές κι αφηγηματικές δομές του κι αναδεικνύοντας την «κινηματογραφικότητά» του, μακριά από τις θεατρικές και λογοτεχνικές επιρροές της παλαιάς σχολής. Αυτό γίνεται αντιληπτό από τον φυσικό φωτισμό στον οποίο επιμένει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ακόμα και όταν το σκοτάδι κάνει ελάχιστα ορατό το κάδρο. Με τη βοήθεια του Ανρί Ντεκέ, διευθυντή φωτογραφίας δίνει μια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής φυσικότητα και αμεσότητα στο τοπίο της γαλλικής επαρχίας, το οποίο απογυμνώνει από την μέχρι τότε ειδυλλιακή κινηματογραφική του απεικόνιση. Το Σαρντέν του Σαμπρόλ είναι ερημικό, αφιλόξενο και άγριο, στοιχειωμένο από τα νεκρά όνειρα των κατοίκων του. Η αίσθηση της ερημιάς κορυφώνεται με τα αντιστικτικά πλάνα των ηλικιωμένων κατοίκων και της ομάδας των λιγοστών παιδιών που παίζουν ανέμελα στο δρόμο. Στο περιβάλλον αυτό, η άφιξη του Φρανσουά και η πεισματική του προσπάθεια να αλλάξει τη ζωή του φίλου του αποκτά μεσσιανικές διαστάσεις και προσδίδει στην ταινία ένα έντονο θρησκευτικό υπόβαθρο, το οποίο υπογραμμίζεται από την άδεια εκκλησία της περιοχής, την παραίτηση του καθολικού ιερέα από την προσπάθεια να βελτιώσει τη ζωή των ενοριτών του και από την παλαιότερη φιλοδοξία του Φρανσουά να γίνει ιερέας. Κορυφώνεται στην ανοιχτή τελική σκηνή της ταινίας, στην οποία ο Φρανσουά, ως σύγχρονος άγιος καταρρέει και θυσιάζεται για τη σωτηρία του φίλου του. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε αργότερα πως η ταινία αυτή ήταν ο αποχαιρετισμός του στον καθολικισμό, με τον οποίο μεγάλωσε, αν και η μεταβίβαση της ενοχής και οι εγκληματικές της παρενέργειες τον ακολούθησαν ως θεματικές και στο υπόλοιπο έργο του. Χωρίς την αφηγηματική αυστηρότητα των αριστοτελικών προτύπων της ακαδημαϊκής κινηματογράφησης, η ρευστότητα του «Ωραίου Σέργιου» ανοίγει διαστάσεις για ποικίλες ερμηνείες. Το θέμα της ταινίας, επίσης, λειτουργεί και ως σχόλιο για την ίδια την απόπειρα της νουβέλ βαγκ να σώσει και να δώσει ζωή στο βαλτωμένο και νεκρό τοπίο της γαλλικής κινηματογραφίας. Το μωρό που σαν από θαύμα γεννιέται στο τέλος ίσως είναι η ίδια η ανάσταση του κινηματογραφικού μέσου. Τα 400 χτυπήματα / Les 400 coups (1959) Η ταινία που άναψε τη σπίθα της nouvelle vague Ο Τριφό με τον Γκοντάρ ήταν οι ταγοί αυτής της ανάστασης, τη πιο γόνιμης και σαρωτικής που συνέβη ποτέ στο γαλλικό σινεμά. Το 1959, μόλις 27 ετών ο Τριφό υπογράφει το πρώτο του αριστούργημα, με τον παράξενο τίτλο «Les quatre cents coups» («Τα 400 χτυπήματα»). Επιπλέον, συνυπογράφει το σενάριο της «Κομμένης ανάσας» και σκηνοθετεί τον Σαρλ Αζναβούρ, σε ένα από τα πιο λυρικά φιλμ νουάρ στην ιστορία του κινηματογράφου, με τον τίτλο «Πυροβολήστε τον πιανίστα». Το σύνθημα ήταν «Αλλαγή εδώ και τώρα». Τα «400 Χτυπήματα» είναι η πρώτη μιας σειράς ταινιών με ήρωα τον Αντουάν Ντουανέλ (τα επόμενα χρόνια, θα γυρίσει ο Τριφό γύρω από τη ζωή του κινηματογραφικού του ήρωα με πρωταγωνιστή πάντα τον Κομμένης Ζαν-Πιερ Λεό) είναι δεκατριών χρονών και ζει στο Παρίσι, με τους γονείς του. Η αδιαφορία των γονιών και η αυταρχική συμπεριφορά των καθηγητών του στο σχολείο, του προκαλεί μια τάση φυγής από το καταπιεστικό, σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, μετά από πολλές περιπέτειες, ανάμεσα στις οποίες και ο εγκλεισμός του στο αναμορφωτήριο, κατορθώνει να φθάσει επιτέλους στην θάλασσα. Κοιτάζοντας από την απόσταση που δίνει ο χρόνος, μια ταινία σαν τα «400 Χτυπήματα», ίσως δεν μπορείς να νιώσεις την ορμή με την οποία άλλαξε το σινεμά, αλλά καταλαβαίνεις απόλυτα το γιατί ορίζει ένα πριν κι ένα μετά. Δεν είναι μόνο η αυτοβιογραφική αλήθεια της, η αφοπλιστική λιτότητα της, η επώδυνα σαφής συνειδητοποίηση ότι δεν είναι o νεαρός ήρωας της που δεν μπορεί να ενταχθεί στον κόσμο, προβληματικός, είναι τα πάντα γύρω του που παραπαίουν προς το λάθος. Όμως η ταινία του Τριφό, ένα ντεμπούτο που ήρθε να δικαιώσει τα συχνά εμπρηστικά κείμενα, που είχε στο παρελθόν υπογράψει εναντίον ενός ατσαλάκωτα αδιάφορου γαλλικού σινεμά, δεν είναι αυτό που θα περίμενες από ένα φιλμ που έχει σαν ήρωα έναν μικρό επαναστάτη. Γιατί ο Αντουάν Ντουανέλ, δεν ζητά να αλλάξει τον κόσμο, αλλά συνεχίζει να κολυμπά ενάντια σε ένα ρεύμα που τον σπρώχνει προς τον χαμό των ονείρων, της ατομικότητας, του αυθορμητισμού του. Κι αν το φιλμ μιλά για το σχολείο, την οικογένεια, το σωφρονιστικό σύστημα, την ελευθερία, δεν είναι «ταινία καταγγελίας», καθώς δεν ενδιαφέρεται να καταδείξει τα στραβά, αλλά νοιάζεται μόνο να δώσει στον μικρό Αντουάν το χάδι που ο κόσμος του έχει στερήσει, να του προσφέρει μια οικογένεια μέσα στα βλέμματα των θεατών που επιτέλους τον καταλαβαίνουν. Πέρα από τον τρόπο με τον οποίο άναψε τη σπίθα της nouvelle vague, την φρεσκάδα, την νεοτερικότητα, την πνοή ενός διαφορετικού αέρα που έφερε στο σινεμά το φιλμ του Τριφό, η αληθινή του σημασία, δεν έχει στην πραγματικότητα να κάνει με την ιστορία του σινεμά. Αντίθετα έχει απόλυτα να κάνει με την βαθιά ανθρωπιστική του ματιά, με την καθαρότητα των προθέσεων, με τον τρόπο που άγγιξε τον ήρωα και τους θεατές του. Και τους άλλαξε για πάντα. Με Κομμένη την Ανάσα (A Bout de Souffle, 1960) Όσοι πιστεύουν ότι η κινηματογραφική ιστορία χωρίζεται στην προ και μετά Γκοντάρ έχουν δίκιο. Ξαναβλέποντας σήμερα την πρώτη και εμβληματικότερη ταινία του, διαπιστώνει κανείς πόσα χρωστά ολόκληρο το μοντέρνο σινεμά στον παιχνιδιάρικο και βαθιά υπαρξιακό αυτό ύμνο στην απόλυτη ελευθερία. Τα πάντα ξεκίνησαν από τη σεναριακή ιδέα μιας σελίδας που έδωσε ο Φρανσουά Τριφό στον τότε φίλο του και στην οποία περιγράφονταν πως ένας κλέφτης αυτοκινήτων σκοτώνει κατά λάθος έναν αστυνομικό και καταφεύγει στο Παρίσι, όπου έχει μια εφήμερη ερωτική σχέση με μια Αμερικανίδα. Αφήνοντας πίσω του τη μυθιστορηματική, κλασική αφήγηση που «καταδυνάστευε» ως τότε το σελιλόιντ, ο Γκοντάρ μεταμορφώνει το απλό αυτό στόρι στην ταινία – σύμβολο της νουβέλ βαγκ, σε ένα ρομαντικό και αναρχικό κινηματογραφικό ποίημα, το τολμηρότερο και ίσως το μελωδικότερο του 20ού αιώνα. Μετά το «Με Κομμένη την Ανάσα», από τα ρακόρ (τη σύνδεση) των πλάνων ως τη χρήση της ηχητικής μπάντας, τους φωτισμούς και τη διηγηματική λογική, τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και ανάλυσης χαρακτήρων, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο πια για τις ιστορίες που θα μας αφηγηθεί η μεγάλη οθόνη. Ιστορίες στις οποίες το ίδιο το σινεμά κατέχει μια εξέχουσα δραματική σχέση, ως σινεφίλ αναφορά και ως παιχνίδι με τους κώδικες και τα είδη του (νουάρ, αστυνομική ταινία, ερωτικό μελόδραμα). Μπορεί πριν από τον Γκοντάρ οι Τζίγκα Βερτόφ και Λουίς Μπουνιουέλ, ανάμεσα σε άλλους, να αμφισβήτησαν θαρραλέα επί της οθόνης την παντοδυναμία της αριστοτέλειας αφήγησης, μπορεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Αλέν Ρενέ και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι να ξεκίνησαν να θεμελιώνουν τους νέους, ανατρεπτικούς κινηματογραφικούς κανόνες, ήταν όμως ο σκηνοθέτης τού «Με Κομμένη την Ανάσα» εκείνος που απελευθέρωσε οριστικά το σινεμά από τα δεσμά της λογοτεχνίας και του θεάτρου, καταξιώνοντάς το αποκλειστικά ως την τέχνη της κινούμενης εικόνας. Διδασκαλία: Παναγιώτης Δενδραμής, σκηνοθέτης - διδάκτορας Πανεπιστημίου Κρήτης. Το σεμινάριο μπορείτε να το παρακολουθήσετε διαδικτυακά στη διεύθυνση: https://us02web.zoom.us/j/86989079267?pwd=RmRnS3V5NGg4ck9rRGEzVGJVeDQzUT09 Meeting ID: 869 8907 9267 Passcode: 986330 Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine – ΔΡΑΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ: Συμβαίνουν στην πόλη μας
ΣΧΟΛΙΑ
Πείτε μας τη γνώμη σας
Τα σχόλια δημοσιεύονται άμεσα και είναι αποκλειστική ευθύνη του συντάκτη του σχολίου. Οι διαχειριστές της παρούσας ιστοσελίδας διατηρούν το δικαίωμα διαγραφής των σχολίων εκείνων που έχουν διαφημιστικούς σκοπούς, κρίνονται ως ρατσιστικά ή προσβάλλουν πρόσωπα.
Τοιχο-διωκτικά

Έρχονται όλα κάποτε μαζεμένα. Πού να πας τότε; Πού να κρυφτείς; Τι την έκανες την ανεπανάληπτη ζωή σου;

Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα , Κέδρος 1960
Ημερολόγιο Δράσεων και Εκδηλώσεων

Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες Δράσεις για τις επόμενες ημέρες...

Newsletter