Δημοτικό Συμβούλιο
του Γιώργου Σκιάνη
Λουκάς και Χρήστος κάθονται στο τραπεζάκι έξω από το μπακάλικο – γλυκιά υπόμνηση παλιών εποχών – του Αριστείδη. Αυτός είναι που φέρνει προϊόντα κρητικά και περίφημες ρακές. Τα δύο γεροντάκια κουτσοπίνουν από νωρίς. Ο ήλιος έχει ανέβει και τους ζεσταίνει τα κεφάλια αλλά τούτοι δε λένε να το κουνήσουν. Πού και πού λένε μια κουβέντα. Χρήστο, εμένα μου ήρθε ο λογαριασμός και πρέπει να φεύγω. Ο λογαριασμός; Για ότι έκανα μια ζωή. Αριστείδη, δυο ρακές. Και μετά· δεν έχει τελειώσει η ρακή Λουκά, μη βιάζεσαι. Δε βιάζομαι, ο χρόνος βιάζεται. Θέλει να με εκδικηθεί. Δε θα του το επιτρέψω. Πώς δηλαδή; Προσεύχομαι. Ο Χρήστος γέλασε. Εσύ δεν ήσουνα ποτέ θρήσκος. Δεν έχει σημασία, πάντοτε προσευχόμουν. Ο ήλιος δεν παίζει. Ο ιδρώτας στάζει από το μέτωπο. Οπωσδήποτε βοηθάνε κι οι ρακές. Ο Αριστείδης φέρνει άλλες δύο. Τραβηχτείτε πιο πέρα, θα σας ζεματίσει ο ήλιος. Δεν έχει σημασία, ο Λουκάς φεύγει Αριστείδη. Κάτσε να κεράσω δυο ρακές ακόμα. Ο ήλιος μετράει τον χρόνο. Ο χρόνος μετράει εμάς. Όταν σηκωθούμε από τις καρέκλες μας, θα κοιτάξουμε πέρα. Το ρολόι τρέχει. Ο δικός μας χρόνος κρύβεται μέσα μας και τραβάει σαν αφηνιασμένο άλογο. Ο Λουκάς ανυπομονεί να πάρει το μήνυμα. Ο Χρήστος όχι. Ο ήλιος, το μπακάλικο και εμείς τα γεροντάκια. Το ρολόι δεν έχει σημασία. Θα συνεχίσει να τρέχει. Ο Γιώργος Σκιάνης είναι Φυσικός – Γεωφυσικός. Ζει στα Βριλήσσια.
ΣΧΟΛΙΑ