Συμβαίνουν στην πόλη μας
Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον Θοδωρή Δημητρόπουλο για το «The Magazine» με αφορμή την νέα του ταινία
Αναδημοσιεύουμε εκτεταμένα αποσπάσματα από συνέντευξη του Κεν Λόουτς στον Θοδωρή Δημητρόπουλο για το «The Magazine»*, με αφορμή το νέο φιλμ του σκηνοθέτη, «Η Τελευταία Παμπ (The Old Oak)», επειδή όσα λέγονται παρουσιάζουν γενικότερο πολιτικό – έως και αυτοδιοικητικό- ενδιαφέρον. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ Καννών τον Μάιο του ‘23. --------------------------------------------------------------------------------------------------------- Θα λέγαμε πως χρειαζόμαστε τις ταινίες σας σε αυτή την ιστορική συγκυρία περισσότερο από ποτέ. Είναι πολύ ευγενικό αυτό. Αλλά είμαι πολύ τυχερός, να δουλεύω με τον Πολ και με όλη μου την ομάδα γιατί προφανώς είναι μια συλλογική δουλειά. Αλλά… είναι σκοτεινές οι εποχές, έτσι δεν είναι; Περίπλοκες εποχές. Πρέπει διαρκώς να συνεχίσουν να μας επιτίθενται – γιατί όλοι εμείς στην ίδια βάρκα είμαστε. Πρέπει να συνεχίσουν να αυξάνουν το βαθμό της εκμετάλλευσης, του ανταγωνισμού. Μια μεγάλη εταιρεία βρίσκει ένα τρόπο να παίρνει περισσότερη δουλειά από τους ανθρώπους για λιγότερα χρήματα και οι άλλες αμέσως προσπαθούν να κάνουν το ίδιο. Οπότε έχουμε μια διαρκή επίθεση στο επίπεδο βιωσιμότητας, μεγαλύτερη φτώχεια, μεγαλύτερες δυσκολίες ακόμα και στην εξασφάλιση βασικών τροφών – και φυσικά είμαστε αντιμέτωποι με τον απόλυτο εφιάλτη της κλιματικής καταστροφής. Αλλά όσο περισσότερο φοβούνται την κατάρρευση του συστήματός τους, τόσο περισσότερο πιέζουν εναντίον της εργατικής τάξης. Οπότε έχουμε αυτή την εκρηκτική κατάσταση, που μπορεί φυσικά να καταλήξει σε καταστροφή, αλλά ταυτόχρονα όσο περισσότερο πιέζουν, σημαίνει πως θα εμφανίζονται και ευκαιρίες. Είναι τρομακτική λοιπόν η κατάσταση. Αλλά δεν είναι εντελώς απέλπιδα. Για να υπάρχει αυτή η ελπίδα ή για να προκαλέσουμε το σύστημα, χρειάζεται αλληλεγγύη. Για αυτό το λόγο ήταν σημαντικό να θυμίσετε στους θεατές τις απεργίες των ανθρακωρύχων και την δύναμη της εργατικής τάξης; Ναι, ναι, ναι. Βεβαίως. Είναι κομμάτι της ιστορίας μας, σωστά; Η έμφυτη αλληλεγγύη της εργατικής τάξης είναι κάτι σαν ένστικτο. Θέλω να πω, αν κάποιος έχει μπλέξει, τον βοηθάς. Κι αυτό έγινε πολιτική αναγκαιότητα κατά την απεργία των ανθρακωρύχων. Οπότε έχουμε παραδοσιακά αυτό το ένστικτο, απέναντι στην δεξιά προπαγάνδα. Και είναι πολύ έξυπνοι πάνω σε αυτό. Γιατί η προπαγάνδα τους βασίζεται πάντα σε κάποια αλήθεια. Όταν ήρθαν ας πούμε οι πρόσφυγες, τα παιδιά δεν μιλούσαν αγγλικά. Στα σχολεία δεν υπήρχαν επιπλέον καθηγητές. Οπότε είχαν σε μια τάξη 30 παιδιά, και 6 παιδιά που δε μιλούσαν αγγλικά. Και πρέπει να τους μάθουν πράγματα οπότε έχουν λιγότερο χρόνο με τα άλλα παιδιά. Οπότε οι γονείς διαμαρτύρονται – και έχουν δίκιο, είναι αλήθεια. Οπότε υπάρχουν στοιχεία αλήθειας εκεί που η δεξιά προπαγάνδα τα διαστρέφει ως, «αυτοί φταίνε που έρχονται». Κι αυτό καταλήγει σε ρατσισμό, φυσικά. Οπότε έχουμε πάντα αυτή τη μάχη, παραδοσιακά, ανάμεσα σε δύο στοιχεία: αλληλεγγύη και προπαγάνδα. Η προπαγάνδα είναι φυσικά τεράστιο πρόβλημα. Αλλά αναρωτιέμαι αν γενικότερα πιστεύετε πως οι άνθρωποι της εργατικής τάξης νιώθουν πως το πολιτικό σύστημα δεν μιλάει πια μαζί τους; Είχαμε εκλογές στην Ελλάδα αυτή την εβδομάδα [σσ. η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του ‘23] όπου η δεξιά κυβέρνηση επικράτησε σαρωτικά, παρά το γεγονός πως τα πάντα είναι ακριβότερα και η ποιότητα ζωής δεν βελτιώνεται. Είναι το παλιό μάθημα. Αυτό συνέβη και με τον Χίτλερ! Υπήρχε απόγνωση και φτώχεια μετά τον πόλεμο. Η, ας πούμε, αριστερά απέτυχε και οι δύο σπουδαίοι επαναστάτες Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν. Η αριστερά αποτύγχανε. Οπότε οι άνθρωποι έκαναν στροφή προς τα δεξιά από απόγνωση. Η οποία, φυσικά, είχε τη στήριξη του big business, των μεγάλων εταιρειών, του Τύπου. Ξέρεις, ο Τύπος στην Αγγλία ήταν πολύ υποστηρικτικός απέναντι στον Χίτλερ, ακόμα και στα ‘30s. «Hurrah!». Η εφημερίδα Daily Mail είχε κάποτε έναν τίτλο «Hurrah for the Blackshirts» στις αρχές των ‘30s, όταν γνώριζαν πολύ καλά για τον αντισημιτισμό. Κι ακόμα και τότε επευφημούσαν την δεξιά. Οπότε είναι κι αυτό ένα μάθημα ιστορίας. Κι είναι κι αυτός ένας λόγος που θέλαμε να κάνουμε την ταινία. Να δείξουμε ανθρώπους που έμειναν χωρίς τίποτα, που καταστράφηκαν ως κοινότητες. Ήταν πολιτικά δυνατοί, και τώρα δεν τους έμεινε τίποτα. Μαγαζιά κλειστά, εκκλησίες κλειστές, άνθρωποι φεύγουν. Αυτοί που μένουν πίσω δεν έχουν τίποτα. Είναι θυμωμένοι, ψήφισαν υπέρ του Brexit. Που δεν είναι φασισμός, αλλά είναι πάντως μια κίνηση προς τα δεξιά. Ήταν περιέργως και με κάποιο τρόπο μια κίνηση αντικυβερνητική, παρόλο που η κυβέρνηση το είχε προτείνει. Η αντίφαση είναι εντυπωσιακή! Αλλά εκεί έχεις την γνωστή στρατηγική εξουσίας που είναι η ψευδής συνείδηση και που εφαρμόζεται μέρα, μετά τη μέρα, μετά τη μέρα. Να, κοίτα, κάτι μετανάστες. Κοίτα όλα τα λεφτά που έχουν. Κοίτα πόσοι άνθρωποι παίρνουν λεφτά από την κοινωνική πρόνοια. Κοίτα, τώρα κάνουν διακοπές. Κοίτα, μια γυναίκα με δέκα παιδιά έχει ένα σπίτι μεγαλύτερο από το δικό σου. Είναι κάθε μέρα, όλη μέρα. Και φυσικά πετυχαίνει στο να σπρώξει τη δεξιά στην εξουσία! Αλλά γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πιο δυνατοί και να παλεύουμε. Είναι τεράστια πάλη. Και φυσικά είναι δύσκολο σε μια ταινία να… δε μπορείς να βάλεις ένα κήρυγμα στο τέλος, «οργανωθείτε σε σωματεία». [γελάμε] Αλλά ελπίζω πως η υπόνοια είναι εκεί. Κοίτα, στο τέλος, είναι οργανωμένοι οι άνθρωποι ως εργατική τάξη. Είναι κάτι πολύ δυνατό. Και μπορούμε να κερδίσουμε. Μιλώντας για την οργάνωση αυτή. Στην ταινία παρακολουθούμε την προσπάθεια των ανθρώπων να βρουν έστω έναν χώρο να συγκεντρωθούν και να οργανωθούν, κι απλά δεν έχουν. Ξεμένουν από χώρους. Και νομίζω πως ένας από τους βασικούς τρόπους που το σύστημα πολεμά την εργατική τάξη είναι με το να μην τους αφήνει μέρη να συγκεντρωθούν, εξαφανίζοντας σταδιακά τους δημόσιους χώρους. Και βλέπουμε στην ταινία αυτές τις πολύ όμορφες σκηνές με όλους τους διαφορετικούς ανθρώπους που τρώνε μαζί στην παμπ. Ναι, είναι μια πολύ καλή παρατήρηση αυτή που κάνεις κι είναι κάτι συμπτωματικό ενός ευρύτερου προβλήματος στην σύγχρονη κοινωνία. Ας πούμε η μεγαλύτερη δύναμη των εργατών στον 19ο αιώνα ήταν ότι βρίσκονταν όλοι μαζί στον ίδιο χώρο, άνθρωποι με κοινά προβλήματα, με τον ίδιο αναγνωρίσιμο εχθρό, τον εργοδότη. Οπότε ενώνονταν με έναν πολύ φυσικό τρόπο. Σήμερα έχουμε αυτή τη διάσπαση κι έχουμε και την ψηφιακή οικονομία, την ψηφιακή κοινωνία, οι άνθρωποι είναι διασπασμένοι. Η gig economy επίσης διασπά τους εργαζόμενους. Τα μαγαζιά κλείνουν γιατί οι άνθρωποι παραγγέλνουν πράγματα κι αυτό διασπά τους απασχολούμενους στις πωλήσεις. Οπότε τα πάντα είναι κατακερματισμένα. Και στην βιομηχανία μας ακόμα, έχουμε τις streaming πλατφόρμες. Το να βλέπεις μια ταινία στο σπίτι σου είναι κι αυτό κατακερματισμός. Δεν είμαστε κοινό πια. Γενικώς, η επίθεση σε οτιδήποτε φέρνει τον κόσμο μαζί, είναι μια κίνηση της δεξιάς, επειδή αρνείται την ενότητα της εργατικής τάξης. Το κάνει πιο δύσκολο να υπάρξει συλλογικότητα. Και η ενότητα της εργατικής τάξης είναι η μόνη μας δύναμη ως πολιτική αντεπίθεση στα όσα συμβαίνουν. Οπότε κάθε τι που φέρνει κόσμο μαζί είναι πολύ σημαντικό. Στην ταινία βλέπουμε μια κοινότητα όπου ο χώρος της εκκλησίας είναι κλειστός γιατί η εκκλησία έχει κλείσει. Και η πρόνοια είναι κλειστή επειδή δεν υπάρχουν ορυχεία πια. Είναι συνέπειες της καταστροφής της κοινότητας, και αυτές οι κοινότητες καταστράφηκαν πολύ συνειδητά. Ήταν πολιτική κίνηση, επειδή οι ανθρακωρύχοι ήταν δυνατοί. Ζούσαν σε μια κοινότητα, οπότε: Καταστρέφεις τα ορυχεία, καταστρέφεις την κοινότητα. Οπότε πολιτικά, δεν έχεις πια προβλήματα από αυτούς. Και ναι, μαζί με την καταστροφή της κοινότητας έρχεται η καταστροφή των δημόσιων χώρων. Οπότε η πάλη για δημόσιο χώρο είναι μια πολιτική πάλη. Δεν είναι απλά κοινωνικό ζήτημα, είναι πολιτικό. Σε έναν νέο κόσμο που έτσι κι αλλιώς τα ορυχεία θα έκλειναν, οι εναλλακτικές πολιτικές εκεί ποιες είναι; Είχαμε έναν ηγέτη στην αριστερά, όταν το κεντροαριστερό κόμμα μετακινήθηκε προς τα αριστερά, τον Τζέρεμι Κόρμπιν, τον οποίον τον κατέστρεψε το κατεστημένο. Στις προτάσεις του είχαμε την απομάκρυνση των επιχειρήσεων από την υγεία, την παιδεία, τις μετακινήσεις, το ηλεκτρικό, το νερό, τα ταχυδρομεία. Οπότε όλα αυτά θα ανήκαν στον λαό τώρα. Ένα μεγάλο όχι στο big business. Και εξολοθρεύθηκε. Μια από τις βασικές προτάσεις της ηγεσίας του ήταν επενδύσουμε σε αυτές τις περιοχές των ορυχείων ώστε να παράγεται ό,τι είναι αναγκαίο για μια πράσινη οικονομία. Κι ένα πλάνο για μια δημόσια τράπεζα από φορολογία, που θα χρηματοδοτούσε ό,τι είναι αναγκαίο για μια περιβαλλοντολογικά αναγκαία οικονομία, με ταυτόχρονη επένδυση σε αυτές τις περιοχές. Και φτάσαμε πολύ κοντά σε αυτό. Μερικές χιλιάδες ψήφοι στις εκλογές του 2017 θα μας είχαν κερδίσει αυτή την κατεύθυνση. Κι ήταν τότε που η άρχουσα τάξη αποφάσισε πως, δε θα το ανεχτούμε αυτό. Και τον καθάρισαν. Τελείως. Ο άνθρωπος που κόντεψε να γίνει πρωθυπουργός πριν 4-5 χρόνια δεν του επιτρέπεται να βρίσκεται στην τηλεόραση, δεν αναφέρεται ποτέ από τον Τύπο. Πρακτικά δεν υπάρχει. Και για μερικές χιλιάδες ψήφους δεν έγινε πρωθυπουργός. Αλλά ήταν... σχεδόν το καταφέραμε. Αυτή είναι η πάλη: να πεις, κοίτα, είναι μες στις δυνάμεις μας. Πηγή: >«The magazine», Θοδωρής Δημητρόπουλος, 09 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023 Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος είναι κριτικός κινηματογράφου και τηλεόρασης με background στον προγραμματισμό φεστιβάλ. Συνεργάστηκε 4 χρόνια με τις Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ κείμενά του έχουν εμφανιστεί στα περιοδικά ΣΙΝΕΜΑ, Esquire, Ποπ+Ροκ, Nitro, Vogue. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του OneMan, κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας Έθνος και κριτικός τηλεόρασης του Flix. Από το 2018 είναι κριτικός κινηματογράφου στο NEWS 24/7 και είναι ψηφοφόρος των Χρυσών Σφαιρών από το 2022.
ΣΧΟΛΙΑ