Συμβαίνουν στην πόλη μας
Πέμπτη 14 Νοεμβρίου, 8:15’μμ, ΤΥΠΕΤ
Τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα που θέλει ακόμα να αποκαλείται η «μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου;». Με αφορμή τις αμερικανικές εκλογές το Cine Δράση συνεχίζει τις προβολές του την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024, ώρα 8:15’μμ, στο ΤΥΠΕΤ με την ταινία του Alan Parker «Ο Μισισιπής Καίγεται». Ένα συναρπαστικό και εμπρηστικό πολιτικό θρίλερ που αφηγείται ένα σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης αμερικανικής ιστορίας, θεωρήθηκε η καλύτερη αμερικανική ταινία του 1988 και ήταν υποψήφια για επτά Όσκαρ, κερδίζοντας εκείνο της Καλύτερης Φωτογραφίας (Peter Biziou). Αυτό που καταδεικνύει είναι ότι οι Αφροαμερικανοί στο πρόσφατο παρελθόν στερήθηκαν συστηματικά και νομικά, βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Εκείνη την εποχή μεγάλα τμήματα των ΗΠΑ, ιδιαίτερα στον Νότο, ήταν ένα αστυνομικό κράτος όπου το να είσαι έγχρωμος ήταν έγκλημα. Πολλές αξέχαστες σκηνές της ταινίας απηχούν το άβολο γεγονός ότι ο ρατσισμός και η μακρά, αξιοθρήνητη ιστορία του είναι ακόμα ζωντανοί στην κοινωνία. Τα πράγματα δεν είναι καλά για τους έγχρωμους και άλλες μειονότητες στην εποχή μας, αλλά τουλάχιστον ο ρατσισμός δεν είναι πλέον πουθενά κατοχυρωμένος στο νόμο. Η ταινία αφηγείται την ιστορία δύο πρακτόρων του FBI που στέλνονται τον Ιούνιο του 1964 σε μια κομητεία στο Μισισιπή να ερευνήσουν την εξαφάνιση τριών νεαρών πολιτικών ακτιβιστών. Αν και τα ονόματά τους δεν αναφέρονται και αποκαλούνται απλά «Goatee », «Passenger» και «Black Passenger» από τους τίτλους τέλους, προκύπτει ότι πρόκειται για τους James Chaney, Andrew Goodman και Michael Schwerner, τρεις αγωνιστές πολιτικών δικαιωμάτων που επισκέφτηκαν την περιοχή για να βοηθήσουν την εγγραφή έγχρωμων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους. Από την αρχή κιόλας της επίσκεψης τους στοχοποιήθηκαν από μια τοπική ρατσιστική ομάδα και εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Η εξαφάνιση τους οδήγησε σε μια εκτεταμένη έρευνα με επικεφαλής το FBI. Όταν τελικά ανακαλύφθηκαν τα δολοφονημένα σώματα τους, οι σωροί τους ήταν η αδιάψευστη μαρτυρία εναντίον των τοπικών αξιωματούχων που είχαν παραπονεθεί ότι η όλη υπόθεση ήταν ένα διαφημιστικό κόλπο, που μηχανεύτηκαν οι Βόρειοι φιλελεύθεροι και οι εξωτερικοί ταραχοποιοί. Η υπόθεση έγινε ένα από τα ορόσημα, όπως η ημέρα που η Ρόζα Παρκς δεν εγκατέλειψε τη θέση της στο λεωφορείο ή η ημέρα που ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ παρέλασε στο Μοντγκόμερι, στη μεγάλη πορεία για φυλετική δικαιοσύνη. Όταν οι πράκτορες Γουόρντ (Willem Dafoe) και Άντερσον (Gene Hackman) φτάνουν στην κομητεία, αισθάνονται μη ευπρόσδεκτοι από τους ντόπιους λευκούς και δεν εκπλήσσονται από τη άρνηση του τοπικού σερίφη και της ομάδας του να συνεργαστούν και να βοηθήσουν. Ο σερίφης επιμένει ότι δεν ξέρουν τίποτα, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει υπόθεση, αλλά πρόκειται για στημένη ιστορία, μια φάρσα από τους ακτιβιστές και τους φιλελεύθερους συνεργάτες τους που τόλμησαν και ενεπλάκησαν στις υποθέσεις του Νότου. Ενώ οι ντόπιοι λευκοί είναι τουλάχιστον εχθρικοί, οι περισσότεροι από τους μαύρους είναι σιωπηλοί, καθώς γνωρίζουν ότι ακόμα και λίγα δευτερόλεπτα συνομιλίας με τους πράκτορες μπορεί να οδηγήσουν σε λιντσάρισμα. Βέβαια η τοπική έγχρωμη κοινότητα έχει άποψη για το ποιος διέπραξε τους φόνους, αλλά η ΚΚΚ σπέρνει στον τρόμο στη γειτονιά τους. Με εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις στην έρευνά τους, ο Άντερσον και ο Γοόρντ συγκρούονται συχνά μεταξύ τους, αλλά τελικά καταλήγουν να βρουν ένα κοινό έδαφος όταν αναγνωρίσουν ο ένας την αποφασιστικότητα του άλλου στην πορεία για δικαιοσύνη. Ο Άντερσον ταλαντεύεται ανάμεσα στη χαλαρή φιλικότητα του χαρακτήρα του και την δίκαιη οργή του, αλλά ως πρώην σερίφης σε άλλη μικρή κομητεία, ξέρει και συμβουλεύει τον συνάδελφο του να μην προκαλεί αναστάτωση. Αυτός, τυπική περίπτωση γραφειοκράτη, εμμένει στις διαδικασίες και σε μια επίδειξη δύναμης καλεί εκατοντάδες ομοσπονδιακούς πράκτορες, ακόμη και την Εθνοφρουρά να αναζητήσουν τους αγνοούμενους. Όταν δε ανακαλύπτουν το αυτοκίνητο των αγνοουμένων κάπου έξω από την κομητεία η ένταση κλιμακώνεται μέρα με τη μέρα. Οι τακτικές και των δύο είναι ηθικά και νομικά αμφισβητήσιμες, ενώ η ηλεκτρισμένη δυναμική μεταξύ τους κρατά σταθερά την ένταση της ταινίας. Από την πλευρά του ο σερίφης πιστεύει ότι μπορεί να εκφοβίσει τους άνδρες του FBI. Η Frances McDormand (σε έναν από τους πρώτους κεντρικούς ρόλους της καριέρας της) είναι συγκλονιστική στο ρόλο μιας κομμώτριας που έχει κακοποιηθεί πολύ και για πολλά χρόνια από τον ρατσιστή σύζυγο της, αναπληρωτή σερίφη, άνθρωπο που χρειάζεται ένα όπλο στη ζώνη του τη μέρα και μια κουκούλα στο κεφάλι του τη νύχτα για να κάνει τον ήρωα σε αδύναμους. Σε αντίθεση με αυτόν και σχεδόν όλους γύρω της, αισθάνεται ενοχές για τη συνεχιζόμενη αδικία και υποκύπτει στις βήμα προς βήμα προσπάθειες του Άντερσον να προκαλέσει ρήγμα στη συνείδησή της. Κάτι αμοιβαίο γεννιέται ανάμεσα τους και παρότι ξέρει ότι θα αντιμετωπίσει βαριές τις συνέπειες της επιλογής της, με εκπληκτική θέληση και δύναμη που κρύβει πίσω από μια φαινομενικά δειλή στάση της θα δώσει σημαντικές πληροφορίες και το ντόμινο θα αρχίσει να γκρεμίζεται. Όπως σε πολλές άλλες αξιόλογες ταινίες του («Midnight Express» 1978, «Pink Floyd – The Wall» 1982, «Birdy» 1984, «Angel Heart» 1987), έτσι και εδώ ο Alan Parker αποδίδει αριστουργηματικά την υφέρπουσα απειλή, τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα του Αμερικανικού Νότου και της εποχής. «Προσπαθώ να αγγίξω μια ολόκληρη γενιά, η οποία δεν γνωρίζει τίποτα για αυτά τα ιστορικά γεγονότα, να την κάνω να αντιδράσει συναισθηματικά, γιατί ο ρατσισμός εξακολουθεί να υπάρχει γύρω της ακόμα και τώρα. Και είναι αρκετός αυτός ο λόγος, είναι μια ισχυρή δικαιολογία για την μυθιστορηματική επέκταση των αληθινών γεγονότων» λέει ίδιος. Και, όντως, καμία άλλη ταινία δεν αποτυπώνει τόσο έντονα την εμφάνιση, την αίσθηση, τη μυρωδιά του ρατσισμού. Δεν χρησιμοποιεί, ο Parker, το μελόδραμα για να δείξει πόσο τρομοκρατημένοι είναι οι ντόπιοι μαύροι. Χρησιμοποιεί τον ρεαλισμό. Μπορούμε να νιώσουμε τον τρόμο των απειλούμενων, το μίσος των ρατσιστών, το πόσο σέξι τους κάνει να νοιώθουν το ψεύτο-νταηλίκι τους, πώς το να απειλούν και να καταστρέφουν ανθρώπους μετατρέπεται σε ψυχαγωγία και αντισταθμίζει την αίσθηση της αναξιότητας τους. Και μπορούμε να νιώσουμε κάτι να απελευθερώνεται, τον καθαρό αέρα να μπαίνει ορμητικά σπάζοντας το απόστημα. Το σενάριο του Chris Gerolmo δίνει κάποια εικόνα για την πηγή του φυλετικού μίσους που συχνά συγκλόνισε την αμερικανική κοινωνία εκείνη την περίοδο. Όπως αντικατοπτρίζεται σε μια προσωπική ιστορία που λέει ο Άντερσον κάποια στιγμή, πολλοί ρατσιστές λευκοί, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του, άφησαν τον εαυτό τους να τυφλωθεί από μίσος. Δεν υπάρχουν μεγάλοι κακοί και σαδιστές βασανιστές εδώ, παρά μόνο κοινότοποι μικροί ρατσιστές σε ένα φαύλο σερί. Ανεξάρτητα από το αν ξεφεύγουν από την τιμωρία για τα μοχθηρά τους εγκλήματα είναι αξιολύπητοι, μισητοί, ηττημένοι. Η ομάδα αξιοσημείωτων ηθοποιών Brad Dourif, Stephen Tobolowsky, Pruitt Taylor Vince και Michael Rooker, που τους υποδύονται ενσωματώνουν ουσιαστικά αυτήν την απεχθή πτυχή. ΗΠΑ, Δραματική, Κοινωνική, Πολιτική, 1988. Διάρκεια: 128’. Σκηνοθεσία: Alan Parker. Σενάριο: Chris Gerolmo. Πρωταγωνιστούν: Gene Hackman, Willem Dafoe, Frances McDormand, Brad Dourif, R. Lee Ermey, Gailard Sartain, Stephen Tobolowsky, Michael Rooker, Pruitt Taylor Vince, Badia Djola.
ΣΧΟΛΙΑ