Άρθρα
«Διάλογος μ’ έναν απόντα». Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου, 8.00μ.μ., ΤΥΠΕΤ)
Η μορφή του παρόντος βιβλίου είναι διαλογική. * Αναφέρεται σε μια σειρά συζητήσεων, μεταξύ της συγγραφέως και του αείμνηστου συζύγου της Αιμίλιου Ζαχαρέα (1935-2023). Ξεχωριστού στην εποχή του διανοούμενου της ελληνικής αριστεράς. Το βιβλίο αντιπροσωπεύει για μένα έναν υποδειγματικό φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό αναστοχασμό επί του θέματός του. Που δεν είναι άλλο από τον επικεντρωμένο στο συλλογικό καλό προσωπικό βίο. Πριν περάσω στην ουσία του έργου, θεωρώ αναγκαίες τρεις εισαγωγικές παρατηρήσεις: Πρώτη παρατήρηση: Το παρόν της μνήμης των ανταλλασσόμενων σ’ αυτό σκέψεων, καλύπτει εξήντα ολόκληρα χρόνια. Ο αναστοχασμός τους υπακούει, επομένως, στην τρισδιάστατη δομή του χρόνου όπου και διατυπώθηκαν. Πράγμα που συνεπάγεται το εξής φαινομενικά στρυφνό: Για να μην είναι νοηματικώς νεκρό το συγγραφικό παρόν του έργου, οφείλει να είναι κι αυτό μια δημιουργική σύνθεση μνήμης παρελθόντος και οραματισμού μέλλοντος. Δεύτερη παρατήρηση: Η ροή της μνήμης των γεγονότων, που υποφώσκουν στη σκιά των διαλόγων, ακολουθεί φυσικά τη δεδομένη ιστορική τους αλληλουχία. Όπως την καθόρισαν εννοείται: Ο μοντέρνος Μηδενισμός των πολέμων και των επαναστάσεων του 20ου αιώνα. Ο εν συνεχεία Ψυχρός πόλεμος. Και η μετάπτωση στον μεταμοντέρνο Μηδενισμό. Στη δίνη του οποίου, στροβιλίζεται έκτοτε ο νεωτερικός κόσμος μας. Τρίτη παρατήρηση: Η ροή όμως της ανάκλησης των σχετικών σκέψεων, όπως με έμφαση τονίζει η συγγραφέας, έχει να κάνει με τη ροή του αναδυόμενου νοήματος, η οποία, δεν συμπίπτει μ’ εκείνη των γεγονότων. Η ανάπτυξη του νοήματος, είναι ενεστώσα διαδικασία, άκρως ιδιόμορφη, καθώς λαμβάνει χώρα στο μυαλό τόσο της συγγραφέως, όσο και του αναγνώστη. Λαμβάνοντας υπόψη τις προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις, βλέπω στα περιεχόμενα του βιβλίου μια τρίβαθμη κλίμακα ανάδυσης του νοήματος: Την «αφετηριακή». Τη «μελετητική». Και τη «συμπερασματική». Όπου: Η μεν Αφετηριακή βαθμίδα, καλύπτει τα εξής νοηματικώς διαδοχικά κεφάλαια του βιβλίου: Εισαγωγικά. - Η ιδεολογία. - Αναδρομή στην κομματική εμπειρία. Η δε Μελετητική καλύπτει τα κεφάλαια: Από την πολιτική πράξη στις πρακτικές εντάσεως γνώσης. - Ελευθερία και ελεύθερη βούληση. - Επιμέλεια εαυτού. Ενώ η Συμπερασματική, καλύπτεται από τα κεφάλαια: Σχετικισμός, σκεπτικισμός και μηδενισμός. - Περί Αυτονομίας: από την πολιτική αυτονομία στη σχέση αγάπης. - Ο παράγων χρόνος. Σεβόμενος φυσικά τον «παράγοντα χρόνο», θα περιοριστώ στη «συμπερασματική» τρίτη βαθμίδα. Κι αν τυχόν υπάρξει αργότερα χρονικό περιθώριο, προτίθεμαι να αναφερθώ δι’ ολίγων στο στίγμα της πρώτης και της δεύτερης βαθμίδας ανάδυσης του νοήματος. Πάω λοιπόν στη βαθμίδα του «δια ταύτα». Αρχίζοντας από το κεφάλαιο: Σχετικισμός και Μηδενισμός Στο κεφάλαιο αυτό διερευνάται η μνήμη της καθοδικής μετάπτωσης του δυτικού νεωτερικού πολιτισμού, από την θεμελιώδη πίστη στην ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας, στον γνωσιολογικό σχετικισμό, τον ηθικό σχετικισμό και τον ακραίο σκεπτικισμό. Για να βουλιάξει τελικά στον ολοκληρωτικό Μηδενισμό του μεταμοντερνισμού. Τούτου δοθέντος, συζητείται αναλυτικά στο εν λόγω κεφάλαιο το ερώτημα, αν είναι ανατάξιμη ή όχι, η κατολίσθηση στο Μηδέν. Η θετική εκδοχή απάντησης επικαλείται την αξιοπιστία του επιστημονικού λογισμού. Ο οποίος, είναι μεν φύσει σχετικιστικός και σκεπτικός, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι οδηγεί αναγκαστικά στον ακραίο γνωσιολογικό και ηθικό σχετικισμό και στον ακραίο σκεπτικισμό, που ανοίγουν την πόρτα στον Μηδενισμό. Υπάρχει δηλαδή λύση. Που δεν είναι άλλη -κατά τον επιστημονικώς αυτάρκη θεωρητικό νου- από την «αυτοσυγκράτηση» του υποκειμένου. Αν βέβαια εξακολουθούμε να υπερασπιζόμαστε την αυτονομία του, ως υπέρτατου αγαθού, ασυμβίβαστου με οποιεσδήποτε υπερατομικές αρχές, μεταφυσικές ή μη. Η αρνητική εκδοχή απάντησης εμφανίζεται, ως κατ’ αρχήν καταλυτική: Εδώ που φτάσαμε, στον ολοκληρωμένο (Πατριδεγωφάγο) Μηδενισμό, είναι μάλλον πολύ αργά, για το υποκείμενο της αυτοσυγκράτησης. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ας διερευνήσουμε πρώτα το ζήτημα της αυτονομίας. Ας πάμε και πάλι, από την αφετηριακή μνήμη στη μελετητική, κρατώντας σε παρένθεση το σοβαρό ενδεχόμενο, να μην είναι κάθε υπερατομική αρχή, οπωσδήποτε ασυμβίβαστη με την αυτονομία του υποκειμένου. -Όπως δεν είναι π.χ. ο τριαδικός Θεός-Αγάπη της εκκλησιαστικής μας Πίστης. Πάμε λοιπόν στο κεφάλαιο: Περί αυτονομίας. Από την πολιτική αυτονομία στη σχέση αγάπης Σ’ αυτό έχουμε την αναλυτική διαδρομή, που αρχίζει με τον Καστοριάδη και τελειώνει με τον Κλεισθένη, τον ιδρυτή της αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η συζήτηση διαυγάζει εδώ τη σχέση ανάμεσα στην αυτοσυγκράτηση του ατομικού υποκειμένου και στην κυριολεκτικά νοούμενη αυτονομία της αυτόβουλης ατομικής ελευθερίας. Αλλά τι σημαίνει στην ιστορική αυτή περίπτωση, πλήρως αυτόβουλη ατομική αυτονομία, έναντι της πολιτικής αυτονομίας; Την απάντηση τη δίνει ξεκάθαρη το αρχαίο αθηναϊκό παράδειγμα. Όπου, αίρεται στην Εκκλησία του Δήμου, η διάκριση Ατομικού / Συλλογικού, καθώς οι πολίτες συνδιαλέγονται εκεί ισότιμα και συναποφασίζουν για τα Κοινά. Η εναρμόνιση, επομένως, της ατομικής και της πολιτικής διάστασης της αυτονομίας, η οποία λύνει το πρόβλημα, είναι εφικτότατη. Όχι μόνο «εν δυνάμει», αλλά και «εν ενεργεία». Στην νεωτερική όμως ιστορική περίπτωση, δεν είναι εφικτή. Ούτε δυνάμει ούτε ενεργεία. Κι αυτό, όχι επειδή φταίει «η φύση του ανθρώπου», αλλά για δύο λόγους: Ότι, στο από καιρού μακαρία τη λήξει, «φιλελεύθερο» πολιτικό πλαίσιο, η αυτοβουλία της ατομικής ελευθερίας υπήρξε απ’ αρχής κουτσουρεμένη, λόγω του καταστατικού περιορισμού της στον χώρο της «ιδιωτικής απόλαυσης». Στο τωρινό δε μηδενιστικό της πλαίσιο, ξεριζώνεται και από τον ιδιωτικό χώρο, μέσω της ψηφιακής κατάλυσης του υποτιθέμενου «ιδιωτικού αδύτου» και μέσω της τεχνοσυστημικής αυτονόμησης του λεγόμενου «δημόσιου» χώρου. Η διερεύνηση επομένως, των όποιων δυνατοτήτων αυτόβουλης ατομικής αυτονομίας, περιορίζεται στις όποιες εναπομείνασες δι-υποκειμενικές σχέσεις. Με την ευκαιρία, ας σημειώσω τον επακριβή ορισμό του «αυτόβουλου», όπως τον έχει στοιχειώσει στην Ορθόδοξη θεολογία ο βυζαντινός φιλόσοφος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Εξουσίαν και δύναμιν έχει ο νούς, ώ θέλει, είτε έπεσθαι είτε αντιστήναι». Παίρνοντας, λοιπόν, το μονοπάτι της διυποκειμενικής σχέσης, η συγγραφέας βρίσκει στον έρωτα την αναστάσιμη γεύση του αιώνιου. Μη παραβλέποντας όμως, τον τυχάρπαστο χαρακτήρα του φυσικού έρωτα, μας πηγαίνει στον φιλοσοφικό έρωτα των πλατωνικών ιδεών, για να τον αφήσει κι αυτόν πίσω και να μας πάει στον φιλοκαλικό «θείο έρωτα» του βυζαντινού πολιτισμού. Δηλαδή στην Αγάπη των Πατέρων της Εκκλησίας. Όπου ο διαπροσωπικός χρόνος, με τον Θεό και τον Πλησίον, δύναται να διασταλεί στο «αεί» της Αγάπης. Πράγμα που μας φέρνει, αισίως, στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο της δέουσας τριαδικής / αδιάσπαστης σύνθεσης παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος. Που είναι: Ο παράγων χρόνος Μιλώντας εδώ για τον χρόνο, όχι γενικά, αλλά από την άποψη της σχέσης προσωπικού και κοινωνικού χρόνου, η συγγραφέας στέκεται στην κατεύθυνση που επιβάλει η ανάπτυξη της τεχνολογίας των πληροφοριών. Που έχει άμεση σχέση και με την ακαδημαϊκή της εξειδίκευση. Αντιγράφω: «Στο παρελθόν, το κεφάλαιο αναπτυσσόταν πάνω στην ευθύγραμμη κατανόηση του χρόνου. Ενσωματώνοντας όμως την ψηφιακή τεχνολογία (βλέπε την ισχύ των μεγάλων εταιριών πληροφορικής), έρχεται να μετατρέψει την κίνηση του χρόνου σ’ ένα στροβίλισμα στο παρόν. Έτσι το κεφάλαιο σήμερα γίνεται ο κύριος της παροντοποίησης του χρόνου και συνεπώς της δέσμευσης των ανθρώπινων προσδοκιών, άρα του μέλλοντος, στις κινήσεις του παρόντος. Με λίγα λόγια, το κεφάλαιο, επιδιώκοντας την αύξηση των κερδών του, καμπυλώνει τον χρόνο, κάνοντας τον ανθρώπινο βίο να στριφογυρίζει στη δική του μέγγενη.» Κοντολογίς, και με δικά μου τώρα λόγια: Το Μηδέν του Εμπεδοκλή, ο στροβιλώδης «Δίνος», η ακαταγώνιστη Ρουφήχτρα που επιστρέφει τον «Κόσμο» στα «εξ ων συνετέθη», έχει βρει εδώ την αντίστοιχη μεταμοντέρνα εκδοχή του. Με μιαν ουσιώδη ωστόσο διαφορά: Εκεί η ελπίδα της ανάδυσης -μέσα από το Χάος- ενός καινούργιου Κόσμου / Νοήματος, συνδέεται με την ανακύκλωση των τεσσάρων οντολογικών «ριζωμάτων» του, χάρη στο ελπιδοφόρο εκείνο «εξαίφνης», όπου δύναται η Φιλότητα θα υπερισχύσει και πάλι του θανατερού Νείκους. Στη δική μας ωστόσο μηδενιστική δυστοπία, η ανάδυση ενός καινούργιου Κόσμου, συναρτάται θορυβωδώς με την αναμονή της «μετανθρωπικής αθανασίας». Που είναι λέει, «θέμα χρόνου», να την επιφέρει ο αγαπημένος τεχνολογικός μας Μεσσίας, χάρη στην ήδη «ραγδαία ανάπτυξη» των αλγορίθμων της Τεχνητής «Νοημοσύνης»... Ελέγχοντας τις σκέψεις μας μέσω της ψηφιακής υποκατάστασης των πάντων, ο εν λόγω «Μεσσίας» έχει ήδη πετύχει: α) Να ευνουχίσει την Πατρότητα. Και β) να καταπίνει, όλο και πιο εύκολα, τη μια μετά την άλλη τις γενιές των παιδιών του. Συναγωνιζόμενος τον Κρόνο της αρχαίας μας Θεογονίας... Παρά το δυστοπικό αυτό πλαίσιο, η συγγραφέας είναι αισιόδοξη για την ύπαρξή μας ως έθνους: Δεν θα χαθούμε στον φοβερό μηδενιστικό τυφώνα. Κι αυτό, γιατί εξακολουθούμε οι Έλληνες -παρά τα τόσα κύματα του εκσυγχρονισμού μας- να αναζητούμε τη χαρά, όχι στη λεγόμενη «ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης», αλλά στον αντίποδά της: Στην αμεσοσχεσιακή, πρόσωπο προς πρόσωπο, ελευθερία της κοινωνικής απόλαυσης εαυτών και αλλήλων. Εμμένουμε στην Ορθόδοξη θρησκευτική μας πίστη. Κρατώντας ανοιχτό το μονοπάτι που βγάζει στο «αεί» της Αγάπης. Κι αυτό είναι που έχει την πρωταρχική σημασία. Ποιος ξέρει; Μπορεί να επαληθευτεί κι εδώ το στρατιωτικό μας φθέγμα: «Με μια μεταβολή οι έσχατοι έσονται πρώτοι!» «Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω», λοιπόν, τους προειδοποιητικούς της τριγμούς... Δευτερολογώντας τώρα μπορώ να αναφερθώ δι’ ολίγων στο στίγμα της προσωπικότητας του Αιμίλιου στα εξής, επιστρέφοντας στα κεφάλαια του βιβλίου που έχω προσπεράσει: 1. Στην Αναδρομή στην κομματική εμπειρία Η οποία καλύπτεται πλήρως από το κείμενο της παραίτησης του Αμίλιου από την Κεντρική Επιτροπή του Συνασπισμού, το καλοκαίρι του 1993. Αντιγράφω: «Η παραίτησή μου από την Κεντρική Επιτροπή δεν σημαίνει απομάκρυνση από το χαράκωμα της αριστεράς στο οποίο κανείς δεν με διόρισε για να μπορεί να με βγάλει. Από τον μοναχικό δρόμο της μελέτης των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, ταπεινός θεράπων της οικονομικής επιστήμης, πάντοτε ενεργός δρων πολίτης, θα προσπαθήσω να είμαι χρήσιμος στην πατρίδα μου, διαρκώς αντίθετος στον εφησυχασμό, στην πνευματική οκνηρία και στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων [… νιώθω μεγάλο σεβασμό γι’ αυτόν τον κόσμο [εννοεί τους απλούς ανθρώπους της αριστεράς] που τόλμησε από το παρελθόν και πάντοτε να κοιτάξει το φως του ήλιου γνωρίζοντας ότι μπορούσε να τυφλωθεί.[…] Αυτής της κοινότητας παραμένω αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο, μέχρι το τέλος». 2. Στην Ελευθερία και ελεύθερη βούληση Το κεφάλαιο αυτό είναι ολόκληρη πραγματεία. Εξόχως ενδιαφέρουσα για το θέμα του. Θα αρκεστώ μόνο στο ποιητικό της κλείσιμο, όπου ο αείμνηστος Παρών/Απών, μας καλεί να σιγοτραγουδήσουμε το αγαπημένο του λαϊκό τραγούδι της ελευθερίας. «Της γερακίνας γιος», που όπως έλεγε ο ίδιος, τον αγγίζει περισσότερο απ’ όλα τα φιλοσοφήματα για την ελευθερία: Μα εγώ δεν ζω γονατιστός Είμαι της γερακίνας γιος Τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές Εγώ αντέχω τις φωτιές... 3. Στην Επιμέλεια εαυτού Και σ’ αυτήν εδώ τη νοηματική σπείρα, έχουμε μια κατατοπιστικότατη ιστορική διαπραγμάτευση για τη σημασία του στωικού τούτου ιδεώδους. Ξεκινά με τον Μάρκο Αυρήλιο, περνά στον Σωκράτη, στον Πλάτωνα, και στους Κυνικούς. Έρχεται ύστερα στον ύστερο Φουκώ, όπου γυμνός πλέον απέναντι στον θάνατο, κάνει διαλέξεις για την ηθική Επιμέλεια Εαυτού. (Ερχόμενος σε αντίθεση με ό,τι πρέσβευε και έκανε στα νιάτα του, αλλά και στην ωριμότητά του. Ίσως για την εξιλέωσή του θα έλεγε κανείς..) Η συγγραφέας μας πηγαίνει μετά και πάλι πίσω, στον Αριστοτέλη. Ο οποίος διδάσκει τη δυνατότητα δημιουργικής αμοιβαιότητας μεταξύ «βίου θεωρητικού» και «βίου πολιτικού». Ο στόχος του «επιμελείσθαι εαυτόν» παραμένει ο ίδιος φυσικά μ’ εκείνον της ρωμαϊκής εκδοχής του: Να κατακτήσει ο Δούλος την ατομική «γαλήνη» του, καλλιεργώντας την υπομονή του υποζυγίου. Ο τρόπος όμως είναι τώρα πολύ διαφορετικός και μάλλον αποτελεσματικότερος. Αλλά ας δώσουμε στον Αιμίλιο, τον επ’ αυτού, λόγο. Αντιγράφω: «Εδώ έχουμε ένα αδιόρατο δίχτυ που υφαίνουν διάφορα επιχειρηματικά κέντρα, υποτίθεται μέριμνας για την υγεία και τη μακροζωία (όπως ιατρικά sites, φαρμακευτικές εταιρείες συμπληρωμάτων διατροφής, επιστημονικοί σύμβουλοι, πλαστικοί χειρουργοί, περιοδικά υγείας τηλε-εκπομπές και άλλα). Όλα υπακούουν στις επιταγές του νεοκαπιταλισμού για εργαλειοποίηση των πάντων και υπέρ της κερδοφορίας, εξ ου και οι προτάσεις τους για ένα είδος επιμέλειας εαυτού όχι μόνο μέσω πνευματικών αξιών παρά μέσω βιομηχανικών αντικειμένων, που αποφέρουν τεράστια κέρδη στους κατασκευαστές τους. Πρόκειται για τη διάδοση μιας κουλτούρας η οποία αποσυνδέει υλικά τη ζωή από τον θάνατο ή, μάλλον, καλλιεργεί, από το ένα μέρος τη λατρεία της αιώνιας νεότητας, ενός αιώνιου χρόνου ηδονών και, από το άλλο, τον φόβο του γήρατος και του θανάτου ως κακών που πρέπει να εξοστρακιστούν και όχι ως μορφών ζωής. Μια τέτοια άδηλη πολιτισμική στρατηγική ωθεί τα υποκείμενα σ’ έναν άγονο αγώνα για προσωπική αυτοδιάθεση, έξω από κάθε έννοια συλλογικότητας». * Η κριτική του Θεόδωρου Ζιάκα - συμβολή του στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στις 21.01.2025 στην ΕΣΗΕΑ, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αντίφωνο. Ο Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, από τα Κούρεντα Ιωαννίνων, διήνυσε τον εργάσιμο βίο του ως μαθηματικός-πληροφορικός, ασχολούμενος παράλληλα με κατ’ ιδίαν έρευνες και μελέτες περί το θέμα: Ταυτότητα και Αυτογνωσία. Οι μελέτες αυτές απέδωσαν εννέα βιβλία: 1. Εθνισμός και Αριστερά. (Πελεκάνος, Αθήνα 1990). 2. Έθνος και Παράδοση. (Αιγαίον και Εναλλακτικές Εκδόσεις. Λευκωσία-Αθήνα 1993.) 3. Η Έκλειψη του Υποκειμένου. Η κρίση της Νεωτερικότητας και η ελληνική παράδοση. (Δόμος, 1996α, Αρμός, Αθήνα 2001β). 4. Πέρα από το Άτομο. Το αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας. Γενική εισαγωγή. (Αρμός, Αθήνα 2003.) Δεν έχουν. 5. Αυτοείδωλον εγενόμην... Το αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας. Ειδική εισαγωγή. (Αρμός, Αθήνα 2005.) 6. Ο σύγχρονος Μηδενισμός (Αρμός, Αθήνα 2008.) 7. Πατριδεγωφάγος. Η νόσος της Πόλεως. (Αρμός, Αθήνα 2012.) 8. Τα δύο τέρατα και η Αριστερά. Για την παρακμή και τις δυνατότητες ανάσχεσής της. (Αρμός, Αθήνα 2019.) 9. Δεν έχουν τον Θεό τους. Ο πόλεμος των φύλων και η ελληνική παράδοση. Σώζεται η Δύση; (Αρμός, Αθήνα 2022.) (Πηγή: «Εκδόσεις Αρμός», 2022)
ΣΧΟΛΙΑ