Συμβαίνουν στην πόλη μας
Πολιτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, Κουταλάς Γ., Τρυψάνης Θ., Μήλιος Χρ.
Μετά από μια σειρά μεταβατικές καταστάσεις η ιστορία με τους Δήμους περνά στην τελική της φάση. Όλη η μεταπολιτευτική φιλολογία για διοικητική αποκέντρωση, περιφερειακή οργάνωση κλπ., στο θεσμικό της τουλάχιστον μέρος, ολοκληρώνεται. Κλείνει ένας κύκλος πολιτικών αναφορών που στην αφετηρία του φαίνεται να είχε άλλο νόημα κι άλλες στοχεύσεις. Τα πράγματα βέβαια δεν ήταν να πάνε κάπου αλλού και κατέληξαν εδώ που κατέληξαν. Δεν πρόκειται περί αυτού. Η όλη συζήτηση, τόσα χρόνια, γινόταν τόσο αφηρημένα και διακηρυκτικά που άφηνε συστηματικά από έξω κάθε πολιτική παράμετρο του ζητήματος. Ελλείψει λοιπόν συγκεκριμένων εγχώριων πολιτικών και με δεδομένες τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές για την λεγόμενη διοικητική αποκέντρωση του κράτους (γενικές αλλά υπαρκτές) καταλήξαμε αναγκαστικά στον γνωστό Καποδίστρια και τον σημερινό Καλλικράτη. Στου καιρού τα ρέματα Το όλο θέμα βέβαια παρουσιάζει, από τη σκοπιά που προσεγγίζεται σήμερα, ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επιχειρείται να λυθεί μέσα σε μια συγκυρία ιδιαίτερα δύσκολη που επιβάλει τις δικές της προτεραιότητες. Κι αυτές δεν αφορούν αυτή καθ’ αυτή την διοικητική αποκέντρωση του Κράτους αλλά την μείωση του κόστους λειτουργίας του. Η όλη μεταρρύθμιση δεν υπακούει σε διοικητικές ανάγκες αλλά σε οικονομικές. Το ΠΑΣΟΚ έχει αντιστρέψει το πρόβλημα. Εκεί που ο «Καλλικράτης» φαίνονταν να απαιτεί σημαντικά κεφάλαια προκειμένου να υλοποιηθεί (έτσι το έβλεπε ο Παυλόπουλος και, επικαλούμενος αυτόν τον λόγο, είχε αποφασίσει την αναβολή του), το ΠΑΣΟΚ τον μετέτρεψε σε μια διαδικασία μέσα από την οποία θα εξοικονομήσει πόρους. Προτίθεται μάλιστα να το παρουσιάσει στους Ευρωπαίους τοποτηρητές και στο ΔΝΤ ως την κατ’ εξοχήν θεσμική αλλαγή περιορισμού των Κρατικών δαπανών (ύψους 2 δις Ευρώ περίπου). Το θέμα λοιπόν έχει πάρει άλλες διαστάσεις. Εκεί που αφορούσε μια μεταρρύθμιση που διόγκωνε τις λειτουργικές δαπάνες του Κράτους έχει μετατραπεί (χάρις στη δημοσιονομική κρίση) σε μια μεταρρύθμιση που τις μειώνει δραματικά. Η αποκέντρωση γίνεται το όχημα για τον περιορισμό του Κράτους, για λιγότερο Κράτος. Η αποκέντρωση ήταν, ιστορικά, συνδεδεμένη με την παραπέρα επέκταση του Κράτους. Ήταν ένα από τα πολλά ζητήματα όπου, μεταπολιτευτικά, συνέπιπταν αριστερά και δεξιά στην Ελλάδα. Γενικό αίτημα των κομμάτων, των συνδικάτων, των δημοτικών διοικήσεων, της κοινωνίας ολόκληρης, σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης ήταν η συνεχής διόγκωση του κρατικού μηχανισμού. Πάγιο αίτημα οι προσλήψεις σε όλους ανεξαίρετα τους δημόσιους τομείς και η αύξηση των δαπανών (για την υγεία, για την παιδεία, για τις κοινωνικές παροχές, για τις μεταφορές, για το περιβάλλον, για τις υποδομές, την περιφερειακή διοίκηση κλπ. κλπ.). Η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την αύξηση των δημοσίων δαπανών. Και παρ’ όλο που το Κράτος διογκώνονταν συνεχώς, οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν, η αύξηση αυτή υπολείπονταν, πάντα κατά πολύ, από τις αιτιάσεις των κοινωνικών και πολιτικών φορέων. Σήμερα, όλο αυτό το σκηνικό της συνεχούς επέκτασης του κράτους έχει μπει σε κρίση. Οι πολιτικές που το υπερασπίζονταν έχουν μείνει μετέωρες. Τα δημοτικά προγράμματα, όλων των κομμάτων, τριάντα και πλέον ετών, έχουν ακυρωθεί. Περνάμε λοιπόν σε μια περίοδο συρρίκνωσης του Κράτους, αναγκαστικά. Όλη η διοικητική μεταρρύθμιση μπαίνει σε άλλη βάση. Η κριτική στον «Καλλικράτη» από τη σκοπιά της ανεπάρκειας των πόρων είναι από τη ζωή ξεπερασμένη. Οι όποιες αλλαγές αναγκαστικά θα περιορίζουν την έκταση της τοπικής και περιφερειακής διοίκησης (και τις δαπάνες). Με βάση αυτό το βασικό δεδομένο συζητάμε σήμερα για τον Καλλικράτη. Ένα τέτοιο θέμα (αναδιοργάνωσης, με όρους συρρίκνωσης, του Κρατικού μηχανισμού) ούτε έχει τεθεί ούτε έχει προβληματίσει την Ελληνική κοινωνία. Είναι από τα ζητήματα που ούτε στοιχειωδώς δεν έχουν προσεγγισθεί. Από αυτή την άποψη φαίνεται πολύ δύσκολο να μπορεί να γίνει, αυτή την περίοδο, οποιοσδήποτε ουσιαστικός διάλογος πάνω στο όλο θέμα. Το πολύ πολύ θα υπάρξουν τριβές για το χωροταξικό των Δήμων (κύρια αυτό), τη μείωση του προσωπικού, το ξεκαθάρισμα των αρμοδιοτήτων κλπ. Αλλά και σ’ αυτό το επίπεδο οι απαντήσεις θα είναι οικονομικού χαρακτήρα και δύσκολα θα μπορούν να αντικρουστούν και να γίνουν δεκτές οι οποιεσδήποτε αλλαγές (π.χ. οι έδρες των δήμων επιλέχθηκαν με οικονομικά κριτήρια κι όχι χωροταξικά, οι νέες αρμοδιότητες θα αφορούν μεταφορά εισπρακτικών (κύρια) λειτουργιών στους Δήμους, διάφορων φόρων, κι όχι νέους δημιουργικούς τομείς ευθύνης, στις συνενώσεις παίχθηκε ένα ζήτημα ισοσκελισμού των Δημοτικών ελλειμμάτων κλπ κλπ.). Δεν λείπουν βέβαια (πώς θα μπορούσε) και μερικές Πασοκικής σύλληψης χωροταξικές ρυθμίσεις που βγάζουν μάτι, αλλά δεν χαρακτηρίζουν το όλο εγχείρημα. Ο θεσμός των Δήμων υπήρξε, σε όλη την μεταπολίτευση, ο θεσμός στον οποίο επενδύθηκαν τα πάντα και συχνά ελάχιστα. Γιατί να μη συνεχίσει να γίνεται το ίδιο ; Η όλη διαδικασία πάντως είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει μια μεγάλη αναστάτωση στη Δημόσια Διοίκηση γεγονός που θα επιτείνει τα υπαρκτά προβλήματα δυσλειτουργίας του Ελληνικού Δημοσίου για μεγάλο διάστημα. Ακόμα πρακτικά, στο μεταβατικό στάδιο, μπορεί και στον καθ’ αυτού οικονομικό τομέα να μην υπάρξει καμιά ουσιαστική εξοικονόμηση πόρων, παρά τα όσα σχεδιάζει η κυβέρνηση. Είναι πολύ δύσκολο η αναδιοργάνωση μιας τόσο εκτεταμένης περιφερειακής διοίκησης να συμβαδίσει με περιστολή των δαπανών και να ξεπερασθούν αυτόματα πρακτικές ετών. Θα δούμε. Από την αυτονομία στην Κρατική ένταξη Η ολοκλήρωση της μεταπολιτευτικής πορείας στα δημοτικά πράγματα μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε μιαν ιστορική αναδρομή. Να αναδείξουμε τα στοιχεία εξέλιξης του χώρου, και τις νέες συνθήκες μέσα στις οποίες καλούμαστε να εξετάσουμε τα περιθώρια άσκησης όποιων πολιτικών. Σχηματικά μπορούμε να αναφερθούμε σε τρεις περιόδους στη νεώτερη Δημοτική ιστορία. Α). Η πρώτη περίοδος είναι η περίοδος της σχετικής αυτονομίας των Δήμων και Κοινοτήτων από το Κράτος. Η περίοδος αυτή χρονικά φθάνει μέχρι τα μέσα περίπου της μεταπολίτευσης. Μέχρι τότε το Κράτος περιορίζονταν στους «καθ’ αυτού» κρατικούς μηχανισμούς. Η λειτουργία του ήταν απόλυτα συγκεντρωτική. Ο μόνος κρατικός περιφερειακός θεσμός ήταν οι Νομαρχίες που λειτουργούσαν σαν προέκταση του κεντρικού μηχανισμού. Οι Νομάρχες ήταν πρόσωπα διορισμένα από την εκάστοτε κυβέρνηση και επιτελούσαν καθαρά ένα ρόλο Κυβερνητικού- Κρατικού τοποτηρητή. Σ’ αυτές τις συνθήκες οι Δήμοι και οι Κοινότητες ήταν οι μόνοι θεσμοί που δεν εντάσσονταν με αυστηρό τρόπο στον κρατικό μηχανισμό κι από αυτή την άποψη ήταν (σε συνθήκες αποκλεισμού της αριστεράς από την εξουσία) οι μόνοι προσβάσιμοι θεσμοί, μαζί με τα πρωτοβάθμια συνδικάτα. Ήταν οι μόνοι χώροι που μπορούσαν να διεκδικηθούν, υπήρχε η δυνατότητα να εκπροσωπηθούν σ’ αυτούς οι αντι-δεξιές δυνάμεις, να αμφισβητηθεί το μονοκομματικό κράτος, να εκφρασθούν δημοκρατικές λαϊκές διαθέσεις και αιτήματα, να λειτουργήσουν σαν θεσμοί-προπύργια των δημοκρατικών αγώνων της περιόδου. Οι δημοτικές εκλογές ήταν καθαρά πολιτικές εκλογές. Εκφράζανε τήν πόλωση εκείνης της περιόδου (δεξιά-δημοκρατικές δυνάμεις). Γι’ αυτό και υπήρχε συχνά σύμπραξη των «δημοκρατικών δυνάμεων» αν όχι από τον πρώτο γύρο σίγουρα στο δεύτερο. Τα δημοκρατικά δημοτικά συμβούλια εξέδιδαν πολύ συχνά ψηφίσματα για γενικότερα πολιτικά ζητήματα (μέσα από μαραθώνιες συνεδριάσεις), διοργάνωναν συλλαλητήρια, συμμετείχαν στο πολιτικό κίνημα της περιόδου. Η λειτουργία τους ήταν σε μεγάλο βαθμό καθαρά πολιτική. Οι φιγούρες των δημοκρατικών Δημάρχων ήταν συμβολικές. Ήταν καταξιωμένοι αγωνιστές, δυναμικοί άνθρωποι, που εκφράζανε το πνεύμα αντίστασης, αμφισβήτησης απέναντι στην κεντρική εξουσία. Ήταν διαρκώς σε σύγκρουση μαζί της, πρωτοστατούσαν στις κινητοποιήσεις, ήταν το πρότυπο του αγωνιστή- Δήμαρχου που εναντιωνόταν στο αυταρχικό κράτος και διεκδικούσε. Οι Δήμαρχοι των δυτικών συνοικιών σε Αθήνα –Θεσσαλονίκη ανήκαν κατά πλειοψηφία στην αριστερά, οι « κόκκινοι Δήμαρχοι» ήταν το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα αυτής της περιόδου. Οι αρμοδιότητες των Δήμων ήταν πολύ περιορισμένες όπως και τα οικονομικά τους. Η καθαριότητα, η έκδοση πιστοποιητικών γεννήσεως, η συντήρηση των δρόμων, ο τοπικός ηλεκτροφωτισμός, η ύδρευση, οι αγροτικοί δρόμοι ήταν οι κύριοι τομείς όπου εξαντλούνταν η καθαρά δημοτική δραστηριότητα. Οι συνθήκες σχετικής αυτονομίας, οι περιορισμένες αρμοδιότητες, το συγκεντρωτικό Κράτος, η πολιτική πόλωση της περιόδου, όλα αυτά καθόριζαν τον πολιτικό και διεκδικητικό χαρακτήρα του δημοτικού θεσμού αυτής της περιόδου και κατ’ επέκταση και τα πρόσωπα που αντιστοιχούσαν στον χαρακτήρα αυτό. Β). Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή που περνάμε και που ένα σημαντικό μέρος της, το μεγαλύτερο, έχει ήδη διανυθεί. Είναι η περίοδος της αρχικής ενσωμάτωσης του θεσμού στο Κράτος, στα πλαίσια μιας συνολικότερης διαδικασίας διοικητικής αποκέντρωσης. Ο θεσμός της κοινότητας έχει καταργηθεί (έχει μείνει ένας ελάχιστος αριθμός κοινοτήτων κατ εξαίρεση). Δημιουργήθηκαν οι Καποδιστριακοί Δήμοι, ετοιμάζονται οι μητροπολιτικοί σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και η δεύτερη φάση συνένωσης των Δήμων, οι Νομαρχίες μετατράπηκαν σε παράλληλους θεσμούς με τους Δήμους (από προϊστάμενους) και οδεύουν προς κατάργηση και υπαγωγή στις περιφέρειες που πρόκειται να αποτελέσουν βασικό θεσμό της αποκέντρωσης. Το Κράτος αποκεντρώνεται αναμορφώνοντας και εντάσσοντας όλους τους τοπικούς και περιφερειακούς θεσμούς σε μια ενιαία λειτουργία Δημόσιας διοίκησης. Η περίοδος είναι μεταβατική Ο χαρακτήρας του Δημοτικού θεσμού έχει τροποποιηθεί, έχει αλλάξει, έχουν επεκταθεί οι αρμοδιότητές του, του ανατίθενται διαρκώς νέοι τομείς ευθύνης που υπαγορεύουν νέες ανάγκες σε υποκειμενικό επίπεδο, σε πολιτικές, σε οργάνωση, σε σχεδιασμό. Ο πολιτικός χαρακτήρας του θεσμού όπως ορίζονταν την προηγούμενη περίοδο δεν υφίσταται πλέον. Οι πολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Μια νέα πολιτικότητα γίνεται επιτακτική. Οι Δήμοι καλούνται να κάνουν αναπτυξιακή και κοινωνική πολιτική, να σχεδιάσουν να οργανώσουν παρεμβάσεις στον πολιτισμό, στο περιβάλλον, στην πολεοδομία, στην υγεία, την εκπαίδευση, την ασφάλεια των Δημοτών, να αντιμετωπίσουν με ουσιαστικό τρόπο τα σύγχρονα και ολοένα πιο σύνθετα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών. Καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο. Πόσο τα καταφέρνουν ; Τα προβλήματα σήμερα στους Δήμους εντοπίζονται σε δύο επίπεδα, συνυφασμένα το ένα με το άλλο : Στο επίπεδο της πολιτικής και το επίπεδο του προσωπικού. Πολιτικά οι Δήμοι αδυνατούν να λειτουργήσουν με νέους όρους, να υπερβούν το καθεστώς μιας τρέχουσας διαχείρισης, να συγκροτήσουν πολιτικές, να εισάγουν μιαν άλλη προσέγγιση των προβλημάτων, να αξιοποιήσουν τεχνοκρατικές δυνατότητες. Η πολιτικότητα των Δήμων παραμένει σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Από την άλλη οι εκπροσωπήσεις αποτελούν ένα πρόβλημα που ολοένα πιο εκτεταμένα κι ανεξέλεγκτα διαμορφώνεται κατά τόπους μέσα από εξω-πολιτικές διαδικασίες. Εννοούμε ένα σύστημα τοπικής διαπλοκής παραγόντων (κομματικών και μη) που λυμαίνεται πόρους και δυνατότητες, που οργανώνει δικές του πελατειακές σχέσεις, που επιβάλει τοπικούς συσχετισμούς και προκαλεί στη βάση των ιδιαίτερων συμφερόντων και αντιθέσεων των διάφορων τοπικών Ελίτ διαχωρισμούς και πολώσεις στις τοπικές κοινωνίες. Νέοι και παλιοί πολιτευτές, εργολάβοι, προμηθευτές, τεχνικά γραφεία, νεόπλουτοι επαγγελματίες, ιδιοκτήτες τοπικών μαζικών μέσων, εκπρόσωποι μεγάλων οικογενειών, συνοικισμών, κοινωνικών κατηγοριών, δημόσιοι υπάλληλοι, συμπράττουν κι ανταγωνίζονται σκληρά για τον έλεγχο των Δήμων. Είναι φανερό ότι όλη αυτή η κατάσταση βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις σύγχρονες απαιτήσεις λειτουργίας του θεσμού. Ότι οι συλλογικές ανάγκες αδυνατούν από κάθε άποψη να αντιμετωπισθούν μέσα από αυτό το σύστημα. Οι Δήμοι σήμερα έχουν μετατραπεί στους κατ’ εξοχήν χώρους διαφθοράς του δημόσιου βίου της χώρας. Γ). Η Τρίτη περίοδος είναι η περίοδος ολοκλήρωσης των θεσμικών αλλαγών στη περιφερειακή διοίκηση (Σχέδιο Καλλικράτης). Η θεσμική ολοκλήρωση πολιτικά συνεπάγεται κάποιες αλλαγές στο σημερινό καθεστώς. Αλλαγές που απορρέουν από το γεγονός ότι οι τοπικοί και περιφερειακοί θεσμοί εντάσσονται με έναν τελικό τρόπο, οργανικά στον κρατικό μηχανισμό και αποκτούν μιαν καθ’ όλα τυπική κρατική λειτουργία. Αποσαφηνίζεται έτσι κι ο πολιτικός τους ρόλος. Αυτή είναι η τρέχουσα εκδοχή για το μέλλον των Δημοτικών πραγμάτων. Σε μια τέτοια προοπτική μπορούμε να δούμε ; - Να διευθετούνται μερικά ζητήματα (με την έννοια να περιορίζονται σε ένα βαθμό) ζητήματα που σήμερα συνιστούν την γενική αρνητική εικόνα του θεσμού : η προκλητική κακοδιαχείριση, το ανεξέλεγκτο των οικονομικών, η αναξιοκρατία, η ασύδοτη ρουσφετολογία, όλο το φαύλο κι αδιαφανές σύστημα συναλλαγών που λειτουργεί γύρο από κάθε Δήμο. - Να βελτιώνεται η οργάνωση και η υποδομή, να πλαισιώνονται οι υπηρεσίες των Δήμων από έναν αριθμό τεχνοκρατών, να αρχίζουν να υπάγονται σιγά-σιγα σε γενικότερους σχεδιασμούς και προγράμματα της Περιφέρειας, να αποκτούν μια στοιχειώδη ορθολογική λειτουργία. Όλα αυτά αποτελούν οπωσδήποτε μια βελτίωση της σημερινής κατάστασης, μια ουσιαστική αναβάθμιση της λειτουργίας της Τοπικής Διοίκησης που στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσει τους Δήμους σε ένα λειτουργικό επίπεδο αντίστοιχο με του υπόλοιπου κρατικού μηχανισμού. Τίποτα λιγότερο τίποτα περισσότερο. Από κακέκτυπο του Κράτους, που είναι σήμερα οι Δήμοι, θα αποκτήσουν μιαν υπόσταση κι έναν χαρακτήρα κανονικών κρατικών υπηρεσιών. Από το σημείο αυτό και πέρα αν θέλουμε να αναζητήσουμε κάποιες άλλες προοπτικές (που να υπερβαίνουν τα πλαίσια μιας κρατικής λειτουργίας του Δημοτικού θεσμού) θα πρέπει να εξετάσουμε τόσο τα περιθώρια που αφήνουν οι νέες ρυθμίσεις όσο και τον ρόλο που μπορούν να παίξουν οι κατά τόπους πολύμορφες δημοτικές κινήσεις. Για τά θέματα αυτά θα επανέλθουμε σύντομα εν όψει και των δημοτικών εκλογών. Οι Δήμοι παρ’ όλη την ενσωμάτωσή τους στη Δημόσια Διοίκηση παραμένουν πολιτικοί θεσμοί με διευρυμένο αντικείμενο και αυξημένη πολιτική σημασία που μπορεί, υπό όρους να υπερβεί και τα τοπικά πλαίσια. Πέραν αυτού είναι θεσμοί άμεσα προσβάσιμοι ανοιχτοί σε παρεμβάσεις στο πολιτικό επίπεδο και σε όλο το φάσμα των νέων αρμοδιοτήτων τους. Οι νέες συνενώσεις αντικειμενικά τους προσδίδουν μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα, αναβαθμίζουν το κύρος και την σημασία τους στη Δημόσια ζωή. Τους μετατρέπουν σε σημαντικό κρίκο της όλης κρατικής διοίκησης και της ασκούμενης κρατικής πολιτικής. Μια επιστροφή σε συνθήκες αυτονομίας είναι πολύ δύσκολο (σχεδόν αδύνατο) να γίνει, όπως το θέτουν με άρθρα τους διάφοροι επώνυμοι. Το ζήτημα θα πρέπει να ειδωθεί με δεδομένες τις νέες συνθήκες. Η κοινοβουλευτικοποίηση του θεσμού είναι από τα αρνητικά στοιχεία της νέας περιόδου όπως και η δικομματική, κατά βάσιν, μονοπώληση των Δημάρχων. Αλλά και με τις σημερινές συνθήκες αυτά λίγο-πολύ ίσχυαν ως ένα βαθμό ιδιαίτερα στους μεγάλους Δήμους. Το θέμα θα κριθεί μέσα στο πλαίσιο των γενικών πολιτικών ανακατατάξεων που είναι σε εξέλιξη και τις νέες πολιτικές κατευθύνσεις που θα υπάρξουν (αν θα υπάρξουν) σε ότι αφορά γενικά το Κράτος, την αποκεντρωμένη του οργάνωση και την δημοκρατική λειτουργία των θεσμών. Κουταλάς Γ. Τρυψάνης Θ. Μήλιος Χρ. 30-4 2010 http://www.pokethe.gr/wordpress/?p=102 η φωτογραφία είναι από την ιστοσελίδα προέλευσης του άρθρου
ΣΧΟΛΙΑ