Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Την κρατούσε την αλήθεια, δεν την άφηνε να φανεί, περίμενε να δει πως θα 'ρθουν τα πράματα. Αλλά και τα πράματα την σιωπούσαν μη τύχει και τ' αλλάξει. Μα ο καιρός όπως πάντα, είχε άλλες γνώμες και έτσι την θέριεψε τόσο, ώστε δε χωρούσε πουθενά να την κρύψουν. Να φύγεις της είπε, να μη σε ξαναδώ ούτε να ξανακούσω για σένα, τ' άκουσες; Να φύγεις να χαθείς μέσα στη νύχτα την βαθιά, να γίνεις ένα της, να μη σ' αναγνωρίζει κανένας πια, κανένας. Φύγε! Χάσου είπα! Και η αλήθεια αποδιωγμένη, τυλίχτηκε αργά τα διάφανα κουρέλια της κι έφυγε σκυφτή μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Κάποτε, τη χρειάστηκαν στα πράματα κι έτσι αναγκάστηκε - ανήμπορος πια - να πάει να τη γυρέψει. Πήρε τους δρόμους μ' ένα φανάρι στο χέρι και μέρα νύχτα την καλούσε μέχρι που χάθηκε στο δάσος. Άκουσαν το κλάμα του τα πουλιά και τονε κύκλωσαν τιτιβίζοντας χαρούμενα. Τι είναι γέροντα; Γιατί κλαις; Ποιος είν' ο καημός σου; Χάθηκα, δε μπορώ να βρω την αλήθεια, ψέλλισε τραυλίζοντας. Ε, δεν είναι πια για λύπη, μην τυραννιέσαι άδικα γέροντα, τώρα θα σε βρει εκείνη... Του τραγούδησαν και πέταξαν μακριά. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Emil Nolde, Φθινοπωρινή θάλασσα ΧΙΙ. 1910.
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Ο γνωστικός και γενναίος όταν συναντήσει την αλήθεια δεν την αποδιώχνει. Υποκλίνεται,της φιλάει το χέρι και επιζητεί την συντροφιά της, έστω και αν είναι ντυμένη με κουρέλια. Πράγμα που συχνά το συνηθίζει... Γιατί η αλήθεια αείζωη και θαλερή δεν ξεχνά και περιμένει τον αλαζόνα όταν μάθει, αν μάθει και την ξανασυναντήσει στον Χειμώνα του, να σωριαστεί στα πόδια της και να της ζητήσει συγνώμη.