Δημοτικό Συμβούλιο
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
"Μα πως! Πέστε μου πως; Τα 'φερε ο διάολος και τα μονοιάξανε, "έσπαγε το κεφάλι της η κυρά μαμή, και μοίραζε τις ματιές της σαν τραπουλόχαρτα στις κυράδες, που χαν μαζευτεί στο κατώι της. Τάχα μου να ιδούν την καινούργια πραμάτεια της εμπορευάμενης, όμως αλλού γύριζε ο νούς τους. Να μάθουν τι απόγιναν ο Πετρής και η Σουλτάνα, που οι πόθοι τους και τα καμώματά τους είχαν ανάψει φωτιές σ' όλο το χωριό. "Πείτε μου πως! Αυτήν, μια παστρικιά, ένα αμούστακο αρνί να την εκάμει ζάφτι. Δε μπορεί, κάτι άλλο μυρίζει το χνώτο τους, δε μπορεί..." Μονολογούσε κι όλο τριγύριζε τα μάτια της στις κυράδες, μπας και ιδεί να αχνοφαίνεται κάτι στα βάθια τους. "Μωρέ, με γελάς εμένανε, που 'χω γιατροπορέψει όλο το χωριό; Με γελάς; Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες... Ακούς εκεί, η μισοριξιά, το παπαδοπαίδι να μου θέλει χαϊδολογήματα - σχώρα με Θε μου..." "Μωρέ θα τους βρουν, που θα πάει θα τους βρουν, δυο μέρες τώρα έχουν κάνει τούμπα όλα τα γύρω χωριά, θα τους βρουν και θα τους αφαλοκόψουν που θα πάει..." Κι όλο εμοίραζε την τράπουλα των ματιών της, μα το χαρτί δεν έβγαινε. Τότες είπε να κάνει την τελευταία γύρα κι έριξε στο τραπέζι τα ρέστα της. "Κάτι σα να πήρε τ' αυτί μου, πως η λεγάμενη είναι και γκαστρωμένη," σιγοψιθύρισε δήθεν εμπιστευτικά, ρίχνοντας με τέχνη τα μάτια της αδιάφορα στο πάτωμα, και το χαρτί, τής βγήκε. "Ο ανεψιός μου δε μπορεί, "έσπασε μια φωνή," μας το 'παν οι γιατροί στη πόλη, δε μπορεί..." "Απ' την αγάπη του για τα παιδιά, φορτώθηκε το κρίμα." ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Hans Brendekilde, Μονοπάτι του δάσους το Φθινόπωρο. 1902.
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Άγιο κρίμα!