Σχόλια
Εξαώροφα: Νέα δεδομένα απαιτούν επανεκτίμηση της κατάστασης
17/4/2024

Η "ΝΕΑ" δημοτική αρχή να προασπίσει το δημόσιο συμφέρον με περισσότερο ζήλο και μαχητικότητα από εκείνη του ιδιώτη, προς όφελος των συντριπτικά περισσότερων ψηφοφόρων που την ψήφισαν!

Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Όχι και εξαώροφα στα Βριλήσσια!
4/4/2024

Εύστοχο σχόλιο!

admin
Όχι και εξαώροφα στα Βριλήσσια!
1/4/2024

Είναι όντως μεγάλο το πρόβλημα. Θα έχετε παρατηρήσεις ότι πέρα από το θέμα του ύψους, στις καινούργιες πολυκατοικίες δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου κήπος ή πράσινος περίβολος, ενώ για την εποχή μας αυτό θ

Χαρά Ροβίθη
Γεράσιμος Κακλαμάνης (1940 – 2003): Διαφωτιστικές αχτίδες φωτός στο προπαγανδιστικό σκότος
3/3/2024

Εξαιρετικό...

Εύα Χατζάκη
Αναφορά στο έργο του Γεράσιμου Κακλαμάνη (1940 – 2003)
2/1/2024

Σίγουρα έχουμε υποχρέωση να προωθούμε κείμενα ικανά να αφυπνίζουν τίς συνειδήσεις ατόμων μίας κοινωνίας, η οποία ζεί μέσα στό ψέμμα. Εάν μπορώ να βοηθήσω σε μία τέτοια προσπάθεια, θα το κάνω μετά χαρ

Ζέρβας Δημήτρης

Κινηματογραφική Γεωγραφία: Jacques Rivette, Claude Chabrol

Δευτέρα 17 Μαΐου, 8:00μμ

Κινηματογραφική Γεωγραφία Συνάντηση 15η (Διαδικτυακή) Δευτέρα 17 Μαΐου, 8:00μμ Θέμα: «Jacques Rivette, Claude Chabrol» Ζακ Ριβέτ: μια βιογραφία Γεννήθηκε το 1928 στη Γαλλία. Το 1950, αρχίζει να συνεργάζεται με τον Pομέρ και τον Γκοντάρ στην «Gazette du Cinema» και το 1952, στα «Cahiers du Cinema», των οποίων υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1963 έως το 1965. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτού του ρεύματος: η πρώτη του ταινία το «Paris nous appartient» υπήρξε ένα από τα ορόσημα του και η παρουσία του στο περιοδικό Cahiers du Cinema έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της κριτικής στάσης του περιοδικού απέναντι στο σινεμά της εποχής. Ως σκηνοθέτης εξερευνούσε πάντα τα όρια του σινεμά με τις, συχνά, ασυνήθιστα μεγάλης χρονικής διάρκειας ταινίες που οικοδομούνται πάνω στην ανυπόκριτη γοητεία της ανθρώπινης παρουσίας («La belle noiseuse»). Ο αυτοσχεδιασμός, οι μη τυπικές αφηγηματικές δομές, οι σχέσεις μυθοπλασίας -ντοκιμαντέρ, οι ακριβείς αναγνώσεις του ιστορικού -μυθικού παρελθόντος της Γαλλίας («Jeanne la Pucelle: Les batailles», «Jeanne le Pucelle: Les Prisons»), είναι χαρακτηριστικά του. Το θέατρο, οι συνωμοσίες, τα μυστικά και ο Μπαλζάκ είναι οι βασικές θεματικές που επανέρχονται στις ταινίες του. Ο Jonathan Rosenbaum σημειώνει: «Κάθε ταινία του Rivette εμπεριέχει μια πλευρά από Eisenstein/Lang/Hitchcock, δηλαδή μια τάση για τα ντεκόρ και την πλοκή, την κυριαρχία και τον έλεγχο. Και επιπλέον έχει μια πλευρά από Renoir /Hawks /Rossellini: μια τάση να «αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν», να είμαστε ανοιχτοί στο παιχνίδι και την εξουσία άλλων , και να δούμε τι θα συμβεί». Παρόλο που ο Τριφό έχει γράψει ότι η nouvelle vague ξεκίνησε «χάρη στον Ριβέτ», οι ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές. Γύρισε 2 ταινίες μικρού μήκους το 1949 και το 1950. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 δούλεψε ως βοηθός πλάι στους Ζαν Ρενουάρ και Ζακ Μπέκερ. Το 1958 με τον Σαμπρόλ, ξεκίνησαν γυρίσματα για ταινία μεγάλου μήκους. Δίχως την οικονομική υποστήριξη ενός παραγωγού, ο Ριβέτ πήρε τους δρόμους με τους φίλους του και μια κάμερα 16mm. Ώσπου τελικά το 1960, μετά την εμπορική επιτυχία των φιλμ "Τα 400 Χτυπήματα" του Τριφό, "Χιροσίμα, Αγάπη μου" του Ρενέ και "Με Κομμένη την Ανάσα" του Γκοντάρ, η ταινία του «Paris nous appartient»(«Το Παρίσι μας ανήκει») βγήκε στους κινηματογράφους. Ακολουθεί «Ο Έρωτας μιας Μοναχής» (1966), κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντιντερό, που ο Ριβέτ είχε μεταφέρει και στο θέατρο το 1963. Από το 1968 έως το 1974 το ταλέντο του αναδεικνύεται. Εκείνη την περίοδο σκηνοθέτησε το 4ωρο «L' Amour fou», το 13 ωρών «Out 1: Noli me tangere» (για τη γαλλική τηλεόραση, που τελικά δεν προβλήθηκε ποτέ, αλλά προστέθηκε σε ένα 4ωρο πρόγραμμα και μετονομάστηκε σε «Out 1: Spectre») και το 3ωρο «Celine et Julie vont en bateau», που ήταν η πιο διασκεδαστική ταινία του. Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι ταινίες «Ο Έρωτας καταγής», «Η Ωραία Καυγατζού», «Ποιος να Ξέρει...», «Η Ιστορία της Μαρί και του Ζιλιέν». Το 1989 τιμήθηκε με το βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Βερολίνου για τη Συμμορία των τεσσάρων και, το 1991, το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών για την Ωραία καβγατζού. Claude Chabrol: Ένας ανατόμος Ο Chabrol γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 24 Ιουνίου 1930. Στην φοιτητική του περίοδο άρχισε να συχνάζει στις κινηματογραφικές λέσχες του Quartier Latin και στην Ταινιοθήκη, όπου γνώρισε τους μετέπειτα δημιουργούς του κινήματος της νουβέλ βαγκ. Άρχισε να αρθρογραφεί στο περιοδικό Les Cahiers du Cinema ενώ το 1957 συνυπέγραψε με τον Ρομέρ τη διάσημη μελέτη για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, έναν σκηνοθέτη που συχνά θα τιμήσει (μαζί με το Φριτς Λανγκ), με αναφορές στις ταινίες του. Πρωτεργάτης της νουβέλ βαγκ, είρων και ανατόμος των ηθών της γαλλικής μεγαλοαστικής τάξης την περίοδο του Πομπιντού, έξοχος διασκευαστής του Σιμενόν και άλλων συγγραφέων της αστυνομικής λογοτεχνίας, υμνητής της γυναίκας που αγωνίζεται να επιβιώσει σ' έναν ανδροκρατούμενο κόσμο έντονων ταξικών και σεξουαλικών συγκρούσεων, ο πιο παραγωγικός, αλλά και παρεξηγημένος σκηνοθέτης του γαλλικού κινηματογράφου, ο Σαμπρόλ είναι μια μοναδική προσωπικότητα του σύγχρονου κινηματογράφου. Μαζί με τον Ρενέ είναι ένας από τους πολύ λίγους σκηνοθέτες που ενδιαφέρονται με τρόπο, σχεδόν μόνιμο, για τον ανθρώπινο όπως ένας ακούραστος παρατηρητής της ζωής, της πιο προσωπικής, της εμπειρίας, της πιο ιδιωτικής. Αυτή η απασχόληση έγινε φανερή με το «L'Enfer», μια ταινία που σχεδιάζει την παράνοια μέσα από μια οπτική ταυτόχρονα παραισθητική, κλινική και μυθιστορηματική και η οποία με το τρόπο της είναι σύγχρονη με αυτή των Cronenberg, Carpenter ή Kubrick." Με την κληρονομιά της γυναίκας του, ο Chabrol αυτοχρηματοδοτεί την πρώτη του ταινία «Ο Ωραίος Σέργιος» (1958), η καλλιτεχνική επιτυχία της οποίας παίζει σημαντικό ρόλο στη γέννηση του κινήματος της νουβέλ βαγκ. Ωστόσο ήδη με τη δεύτερη ταινία του «Τα ξαδέλφια» (1958 ), που μερίδα του Τύπου χαρακτήρισε "φασιστική", γίνεται αντικείμενο παρεξηγήσεων, κάτι που θα ενταθεί με τις «Επιπόλαιες γυναίκες» (1960), μια από τις σημαντικότερες δουλειές της νουβέλ βαγκ, η οποία ωστόσο θα τύχει της περιφρόνησης μερίδας της κριτικής και του κοινού. Ύστερα από την εμπορική αποτυχία μερικών φιλόδοξων προσπαθειών («Les Godelureaux», «Σατανικός εκβιαστής»), ο Chabrol επιβιώνει προσαρμόζοντας τις δομές του εμπορικού γαλλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 60 στα μέτρα του, υπογράφοντας κυρίως κατασκοπευτικές σάτιρες. «Οι Ελαφίνες» (1967) και κυρίως η «Άπιστη γυναίκα» (1968) σηματοδοτούν μια νέα φάση στο έργο του, αυτή που θα τον καταξιώσει ως τον κατεξοχήν ανατόμο των ηθών, των κρυμμένων παθών και της ψυχοσύνθεσης της γαλλικής επαρχιακής αστικής τάξης. Εκείνη την περίοδο θα υπογράψει μερικά από τα πιο ώριμα και σημαντικά έργα του, όπως τα «Να πεθάνει το κτήνος» (196, «Ο χασάπης» (1969). Ωστόσο, μετά το «Επιχείρηση Ώρα μηδέν» (1973), τη μοναδική ταινία του με ξεκάθαρη πολιτική θεματολογία, ο Chabrol γνωρίζει μια περίοδο καλλιτεχνικής και εμπορικής στασιμότητας, από όπου ωστόσο ξεχωρίζουν ταινίες σαν τον «Αλίκη ή η Τελευταία Φυγή» (1976) και το «Βιολέτ Νοζιέρ» (1978). Με τα «Φαντάσματα του Καπελά» (1982), διασκευή ενός μυθιστορήματος του Σιμενόν, ο Chabrol ξεκινά μια νέα παραγωγική περίοδο, ξαναβρίσκοντας το χαμένο κοινό του με τη σειρά των ταινιών του Επιθεωρητή Λαβαρντέν, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές, όπως οι «Μάσκες» (1986), «Μία υπόθεση γυναικών» (1988), «Μπέτυ» (1991). Η αληθινή όμως επιστροφή του σκηνοθέτη θα γίνει το 1993 με το «Σε Ζηλεύω», ένα παλιό κινηματογραφικό σχέδιο του Αρνί Κλουζό, που δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει. Η νέα γενιά των σινεφίλ θα ανακαλύψει το Chabrol με την «Τελετή» (1995), ένα από τα πιο ώριμα έργα του και, ταυτόχρονα, η πιο μεγάλη εμπορική επιτυχία της καριέρας τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ταινίες που ακολούθησαν όπως το «Rien Ne Va Plus» (1997), «Au Coeur du Mensonge» (1999), «Merci Pour le Chocolat» (2000) και το «La Fleur Du Mal» (2003) επιβεβαιώνουν την μέχρι τότε πορεία του: είναι ένας δημιουργός με ύφος περίτεχνο μέσω του οποίου υποβάλλει στον θεατή παρά δείχνει, μια υπόγεια ένταση ανάμεσα στα πρόσωπα. Και σε αυτές τις ταινίες κεντρικό σημείο αναφοράς παραμένει η αστική τάξη και η οικογένεια: Η παθολογία της, η σκοτεινή της πλευρά, οι ενοχές της και τα κρυφά της αμαρτήματα αποτελούν την σταθερή θεματική της τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη. Διδασκαλία: Παναγιώτης Δενδραμής, σκηνοθέτης και διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Κρήτης. Το σεμινάριο μπορείτε να το παρακολουθήσετε διαδικτυακά στη διεύθυνση: https://us02web.zoom.us/j/86989079267?pwd=RmRnS3V5NGg4ck9rRGEzVGJVeDQzUT09 Meeting ID: 869 8907 9267 Passcode: 986330 Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine – ΔΡΑΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ: Συμβαίνουν στην πόλη μας
ΣΧΟΛΙΑ
Πείτε μας τη γνώμη σας
Τα σχόλια δημοσιεύονται άμεσα και είναι αποκλειστική ευθύνη του συντάκτη του σχολίου. Οι διαχειριστές της παρούσας ιστοσελίδας διατηρούν το δικαίωμα διαγραφής των σχολίων εκείνων που έχουν διαφημιστικούς σκοπούς, κρίνονται ως ρατσιστικά ή προσβάλλουν πρόσωπα.
Τοιχο-διωκτικά

Έρχονται όλα κάποτε μαζεμένα. Πού να πας τότε; Πού να κρυφτείς; Τι την έκανες την ανεπανάληπτη ζωή σου;

Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα , Κέδρος 1960
Ημερολόγιο Δράσεων και Εκδηλώσεων

Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες Δράσεις για τις επόμενες ημέρες...

Newsletter