Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Το πρώτο μωρό της Ραλιώς, το Γιωργέλι, το γελαστό, χάθηκε νωρίς, προτού καλά καλά νιώσει τον κόσμο. Ξέφυγε απ' τα μάτια της μάνας του, ίσα που ορθώθηκε και παραπατούσε στη γης, κι έπεσε στο καζάνι που 'βραζε νερό για τ' άπλυτα, ζώντας φριχτό το τέλος του. Κατόπιν, η χαροκαμένη, έπιασε άλλα πέντε παιδιά. Δυο θηλυκά και τρία αρσενικά, και το στερνό, το μοσχοπούλι της, το 'βγαλε Γιωργή. Ο Γιωργής μου κι ο Γιωργής μου έλεγε και ξανάλεγε, σαν να μην άκουγε τα λόγια των γυναικών, που την σταύρωναν να μη δώσει σ' άλλο της παιδί τ' όνομα του χαμένου. Κι ο Γιωργής μεγάλωνε, μεγάλωνε και γινόταν όμορφος σα λιακάδα. Καμάρωνε κι η μάνα του για τ' αποφύσημά της, που πήρε πάνω του όλα τ' αστέρια τ' ουρανού. Κόντευε πια τα τριάντα, άντρας σωστός, δεμένος, πάνω στην ακμάδα του, όταν ήρθαν οι ξαδέλφες του απ' την Αμέρικα. Καλοκαίρι στο νησί, Άγιες μέρες, γέλαγε ο Θεός κι ευώδιαζε ο τόπος καρπούζι, κιοφτέδες κι αλμύρα, αλμύρα να φλομώνουν τα πνεμόνια σου. Πέρασαν κάνα δυο μέρες με καλωσορίσματα, φιλιά και ρεγάλα, και χτύπησε την πόρτα τους φρέσκος φρέσκος, λιόλουστος και γελαστός να τις επάρει στο μπάνιο. Άλλο που δεν ήθελαν και δαύτες, πέταξαν τα σκεπάσματα και μέχρι να πει δυο λόγους με τη θειά του, βρέθηκαν αγκαλιασμένοι να κακαρίζουν κατεβαίνοντας την πλαγιά για την χρυσή αμμουδιά. Πρώτος έπεσε ο Γιωργής, σαν άντρας και σαν οικοδεσπότης, και τις καλούσε με φωνές και γέλια να έρθουν κοντά του. Εδέησαν να έμπουν κι οι μικρές, παρότι το νερό είχε την ζωντάνια και τη δρόσο της πηγής. Έπαιζαν, χαίρονταν και κολυμπούσαν ένα γύρω, όταν η μικρότερη μεθυσμένη από χαρά ξανοίχτηκε λίγο παράμερα. Μια που την εφώναξε ο Γιωργής και μια που σήκωσε το χέρι της καλώντας σε βοήθεια. Δίχως σκέψη, χτυπώντας με λύσσα τα χέρια και τα πόδια του πάλευε να την προφτάσει. Μια έβλεπε το κεφάλι της και δυο το έχανε κάνοντας τη καρδιά του να σπαρταράει. Την άρπαξε απ' τα μαλλιά κι εκείνη γράπωσε το λαιμό του και τον έσφιγγε σα δαγκάνα. Πετάχτηκαν τα μάτια του όξω, γιόμισαν τρόμο και νερά τα στήθια του. Να, έτσι έγινε, αθέλητά της, τον έστειλε στο σκότος, παλεύοντας για φως. Τους έσυραν στην ακτή, εκείνη λιπόθυμη και κείνον τελειωμένο με μελανιασμένο το λαιμό. Τον έβαλαν στο μνήμα μαζί με τ' αδέρφι του. Στην πλάκα πάνω χάραξαν "Τα ΓιωρΓέλια" κι από τότες πάντα αφήνουν ένα κανάτι με νερό κι ένα κύπελλο, να ξεδιψούν οι αναπαμένοι. ΠΊΝΑΚΑΣ: Νίκος Λύτρας, Το ψάθινο καπέλο. Περίπου 1925. ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ