Συμβαίνουν στην πόλη μας
της Μαριάννας Χρυσικάκου
Κύμβαλα, τύμπανα και μελωδικά κρουστά συνόδευαν την είσοδο του καλλίπυγου στο μαντείο. Γύρω του χόρευαν αισθαντικά οι αυλήτριες, βέλαζαν χαρούμενα τα κοπάδια, έτρεχαν τα μικρά παιδιά. Αντηχούσαν περήφανα τα βουνά, ευωδίαζαν τα λιβάδια. Έρεαν κελαρυστά στα ρυάκια τα νερά. Έλαμπαν στιλπνά στον ήλιο τα μακριά του μαλλιά. Κοσμούσαν περήφανα το μέτωπο του μυημένου τα σύμβολα, άμωμου και τιμημένου αιώνια πέρα από τα ανθρώπινα αξιώματα. Σύρε Βάκχε το Χορό. Άξιε αντικαταστάτη του Δελφείου Απόλλωνα. Ως άλλο ταίρι του ουρανού, χθόνιε, ανέβα στις γης τα τιμημένα άρματα. Αφύπνισε τα ένστικτα και φώτισε την καρδιά. Γύρω ολούθε στα ελληνικά χώματα. Είναι ώρα τώρα. Που ο Φοίβος φεύγει και ανεβαίνει ψηλά στα ουράνια στρώματα. Και ο Άδης φυλάει τα στενά. Τη γη μας Βάκχε. Τη γη μας ω Βάκχε ποιος την κρατά; Είναι ώρα. Οι μουσικοί κραδαίνουν τα βιολιά, λειαίνουν μαεστρικά τα δοξάρια. Γεμίζουν οίνο τα ασκιά. Στρώνουν στις χλόες τα κιλίμια. Περνούν μαντήλια στα μαλλιά. Ήπειρος αντικριστά. Μάνη με τσαμπούνα. Κρήτη κραδασμικά. Και στα νησιά με πατινάδα. Αθήνα, με της Δημοκρατίας την ασπίδα. Και της Αρτεμίσιας τα στενά. Σε λαβή από τα χέρια. Τις πλάτες. Σε παράταξη. Σε κύκλο. Αντικριστά. Σε ζεύγη. Σε τριάδες. Ζαλίγκα τ ’άρματα. Με τον πρωτογιό και με την πρωτοκόρη. Με το στερνοπούλι που μόλις και χωρά στην αγκαλιά. Στο γάμο και στο θάνατο. Την γέννα και τον αρραβώνα. Την εθνική συμφορά. Το θερισμό και τη σπορά, τα πρώτα χιόνια. Αλλά και τα πρώτα φιλιά. Παρέα με τα σύννεφα. Τα ρυάκια. Τα όρη. Τις θάλασσες και τα ποτάμια. Τις πόλεις και τα χωριά. Πάντα μαζί. Ποτέ χώρια. Του πόνου η λύτρωσις. Ιερή μεταφορά. Του νεκρού το ξενύχτι. Του πένθους ο χορός δίπλα στο μνήμα. Της μάνας η στοργή και η ευχή του πατέρα. Το άγγιγμα του άντρα και της γυναίκας η μεταξένια πλεξούδα. Το γλυκό κερασάκι στο βάζο και το σταυροβελονάκι στο παραθύρι κέντημα. Τα κόλλυβα. Το άνοιγμα της στρόφιγγας. Ανάσα. Να γίνει ο πόνος πνοή και αορτικό κοχλάζον αίμα. Να γίνει η Άσμα. Και σαν άχρονη θυσία να ανέβει αισθαντικά εκεί ψηλά. Με το μυαλό, μόνο με το μυαλό πως είναι ποτέ δυνατόν να γίνουν όλα; Τυλίξαμε τη ζωή μες του μπακάλη την λαδόκολλα. Και την πετάξαμε στο ζύγι άγαρμπα και βιαστικά. Λουλούδι άοσμο και πλαστικό στης στέρφας λογικής τη γλάστρα. Φανερώσου Βάκχε. Ζωή δίχως άνοιξη για ζωή δε λογίζεται. Γι’ αυτό και η άνοιξη είναι πάντα υπόθεση προσωπική. Γι’ αυτό και η άνοιξη είναι πάντα υπόθεση κοινωνική. Γι’ αυτό και η άνοιξη είναι πάντα υπόθεση βαθιά πολιτειακή. Γι’ αυτό και η άνοιξη δεν είναι απλά Συνθήκη. Όπως το θέρος και ο χειμώνας. Η άνοιξη είναι και παραμένει. Υπέρβαση. Άθλος και προϋπόθεση για την ίδια τη Ζωή. Αθήνα, 9 Μαρτίου 2023 Μαριάννα Χρυσικάκου
ΣΧΟΛΙΑ