Συμβαίνουν στην πόλη μας
21η Συνάντηση Σεμιναρίου «Σινεμά και Μουσική» - Τρίτη 1 Απριλίου 8:30’μμ ζωντανά & διαδικτυακά
Την Τρίτη 1 Απριλίου 2025, στις 8:30΄μμ, στην 21η Συνάντηση του σεμιναρίου «Σινεμά και Μουσική», που οργανώνει το Cine Δράση ζωντανά και διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας zoom, συζητάμε για τη σχέση του Bob Dylan (Robert Allen Zimmerman, 24 Μαΐου, 1941-) με το σινεμά. Θεατής, δημιουργός, φιλμικός ήρωας: μια συζήτηση για όλες τις φορές που ο Μπομπ Ντίλαν συναντήθηκε με το σινεμά, εναλλάσσοντας ρόλους και ιδιότητες. Βλέπουμε και σχολιάζουμε αποσπάσματα από τις ταινίες «Bob Dylan, Don't look back», (ντοκιμαντέρ από τον D. A. Pennebaker, 1967) «Renaldo & Clara» (Bob Dylan, 1978), «Masked and anonymous» (Larry Charles, 2003), «No direction home» (Martin Scorsese, 2005), «I'm not there» (Todd Haynes, 2007), «A complete Unknown» (James Mangold, 2024). Στη διάρκεια των 83 χρόνων ζωής του, ο Bob Dylan έχει τιμηθεί σε όλο τον κόσμο για την επαναστατική του μουσική, με την εφημερίδα Independent να τον χαρακτηρίζει, το 2011, ως «τη σημαντικότερη φιγούρα στην ιστορία της ποπ κουλτούρας». Δεν είναι μόνο τραγούδια όπως τα «Blowin» in the Wind» και «Mr. Tambourine Man» που τον έχουν κάνει έναν από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Είναι ταυτόχρονα η σχέση του με τις άλλες τέχνες. Είναι και η σχέση του με το σινεμά. Ο Dylan έχει δει σινεμά, έχει συνθέσει τραγούδια εμπνεόμενος από το σινεμά, έχει γράψει για το σινεμά, έχει περάσει από το σινεμά, έχει παρακολουθήσει το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι που τον περιβάλλει να μεταφέρεται στο σινεμά, έχει υπάρξει ο ίδιος σινεμά. Με λίγα λόγια, ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι αν δημιουργούσε, η σχέση του με την έβδομη τέχνη ήταν πανταχού παρούσα και σταθερά σε πρώτο πλάνο, είτε αυτό συνέβαινε συνειδητά, είτε όχι. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να έχει υπηρετήσει διαφορετικά τον βίο του ο μουσικός με το ποιητικότερο και το κινηματογραφικότερο- βλέμμα του 20ου και 21ου αιώνα; Έχει γράψει και σκηνοθετήσει ταινίες, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ντοκιμαντέρ, έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εμφανίσεις καμέο και περιστασιακά πρωταγωνιστικούς ρόλους όπως στα «Renaldo and Clara» και «Masked and Anonymous». Υπήρξε η βασική έμπνευση για υπέροχες, φιλόδοξες ταινίες όπως το «I'm Not There» του Todd Haynes και το «Inside Llewyn Davis» των αδελφών Coen. Ο Bob λατρεύει τις ταινίες, η σύνθεση των τραγουδιών του είναι γεμάτη με κινηματογραφικές αναφορές που κυμαίνονται από τον Γκρέγκορι Πεκ έως τη Σοφία Λόρεν και τον Τιτανικό, αλλά δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ότι οι ταινίες αγαπούν τον Βob. Σε αντίθεση με τη μουσική, στην οποία η δημιουργική κυριαρχία του είναι τόσο εκτεταμένη που φαίνεται απεριόριστη, οι εμπειρίες του Dylan με τον κινηματογραφικό κλάδο ήταν κατά κάποιο τρόπο αμφιλεγόμενες. Μεγαλώνοντας στο Hibbing της Μινεσότα ο Dylan πέρασε τα πρώτα χρόνια του σε ένα περιορισμένο περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του, βρήκε στον τοπικό κινηματογράφο την διέξοδο που αναζητούσε. Ερωτεύτηκε τη μορφή της Μπριζίτ Μπαρντό, υιοθέτησε το δερμάτινο σακάκι που φορούσε ο Μάρλον Μπράντο στο «The Wild One» (1953) και εκστασιάστηκε όταν άκουσε το σάουντρακ του «Blackboard Jungle» (1955), το οποίο μερικά χρόνια αργότερα » αναφερόμενος στη γενιά του, θα περιέγραφε ως το φιλμ που «λέει ακριβώς αυτά που προσπαθούμε να πούμε στους ανθρώπους για τους εαυτούς μας». Στην ίδια γραμμή, το «Επαναστάτης Χωρίς Αιτία» του Νίκολας Ρέι τον επηρέασε βαθιά, ανοίγοντάς του νέους ορίζοντες για τα όσα ήθελε να επικοινωνήσει μέσα από τη μουσική του, αναφορικά με τη σαθρότητα του κοινωνικού κομφορμισμού που απέφερε ο Ψυχρός Πόλεμος. Αργότερα, όταν μετακόμισε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, άρχισε να εξερευνά τον ευρωπαϊκό arthouse κινηματογράφο. Ταινίες όπως το «Shoot the Piano Player» του Φρανσουά Τριφό και το «Dolce Vita» του Φεντερίκο Φελίνι έμελλαν να τον στιγματίσουν καλλιτεχνικά. Ωστόσο, λίγα ήταν τα φιλμ που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην καρδιά του όσο το «The Gunfighter» με τον Γκρέγκορι Πεκ, το οποίο ενσωμάτωσε και στους στίχους του «Brownsville Girl» του 1986. Ο Dylan δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του και για το αμερικανικό σινεμά. Θεωρούσε τις ταινίες του Τζον Φορντ ως το απόλυτο πικ της αμερικανικής κινηματογραφίας, ενώ το έργο του Τσάρλι Τσάπλιν επίδρασε έντονα στη μουσική και την κοσμοθεωρία του. «Ο Τσάρλι Τσάπλιν έχει επηρεάσει ακόμα και τον τρόπο που τραγουδάω. Οι ταινίες του με έχουν στιγματίσει βαθιά. Μου αρέσει να κοιτάω τον κόσμο με χιούμορ. Είναι τόσο σπάνιο να μπορείς να το πετύχεις με όσα συμβαίνουν γύρω μας» λέει. Ο Dylan δεν άργησε να αρχίσει να συνθέτει κομμάτια τα οποία προορίζονταν για σάουντρακς. Ίσως το εμβληματικότερο όσων έγραψε είναι το «Knockin' on Heaven’s Door», για τις ανάγκες του γουέστερν «Pat Garrett and Billy the Kid» (1973) του Σαμ Πέκινπα, όπου εμφανίζεται και ο ίδιος στον ρόλο του Alias, εμφάνιση που σηματοδοτεί την πρώτη του συνάντηση με τη μεγάλη οθόνη με την ιδιότητα του ηθοποιού. Χρόνια αργότερα το «Things Have Changed» που έγραψε για το «Wonder Boys» (2000), θα του χάριζε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού. Στο «Masked and Anonymous» (2003) εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο, συμμετείχε και στη σύνθεση της μουσικής. Δεσπόζουσα θέση στο σάουντρακ είχε το «Cold Irons Bound», το οποίο ενώ προερχόταν από το άλμπουμ «Time Out of Mind» (1997), διασκευάστηκε για τις ανάγκες της ταινίας, προκειμένου να αντικατοπτρίζει ηχητικά τη γενικότερη αίσθησή της. Επόμενος σταθμός ήταν η σύνθεση του για το «North Country» (2005). Εκτός από τις συνθέσεις του που εξαρχής προορίζονταν για συγκεκριμένες ταινίες, παλαιότερα δισκογραφημένα κομμάτια του συμπεριλαμβάνονται σε εμβληματικά σάουντρακς. «Poor Little Rich Girl» (1987), «Natural Born Killers» (1994), «Forrest Gump» (1994), «Jerry Maguire» (1996), «The Big Lebowski» (1998), «Watchmen» (2009), «My Own Love Song» (2010), είναι μερικές από τις ταινίες που διαθέτουν κομμάτια του, όχι απλά ως δευτερεύοντα, αλλά ως βασικά στοιχεία που ξεχώρισαν και ενίσχυσαν τον χαρακτήρα των σκηνών που έντυσαν μουσικά. Το «Hurricane», είναι ίσως εκείνη η σύνθεση που αναδεικνύει ουσιαστικότερα τον κινηματογραφικό πυρήνα της γραφής του. Γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1975 σε μια προσπάθεια του καλλιτέχνη να κάνει ευρύτερα γνωστή την υπόθεση του Ρούμπιν Κάρτερ, του εμβληματικού πυγμάχου με το ψευδώνυμο Hurricane, που φυλακίστηκε άδικα για φόνο, εξαιτίας του χρώματός του. 24 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το κομμάτι αποτέλεσε την κύρια πηγή έμπνευσης για το «The Hurricane», με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ούτε η συμμετοχή του ως ηθοποιός στο σινεμά δεν άργησε. Οι φορές που διασταυρώθηκε με το σινεμά ως υποκείμενο, είτε πραγματοποιώντας cameos, είτε ενσαρκώνοντας μεγαλύτερους ρόλους ή απλά όντας ο εαυτός του ήταν πολλές, με το δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα η κάθε μία. Με γνωστότερο το πέρασμά του στο «Pat Garrett and Billy the Kid» (1973) του Σαμ Πέκινπα, εμφανίστηκε σχεδόν μία δεκαετία αργότερα στο «Hearts of Fire», παίζοντας έναν ροκ σταρ που έχει κάνει τα πάντα προκειμένου να απομακρυνθεί από τα φώτα της δημοσιότητας. Το 1990 πραγματοποίησε μία εμφάνιση - κυριολεκτικά - 60 δευτερολέπτων στο «Catchfire», για την οποία δεν έχει συμπεριληφθεί καν στα κρέντιτς. Το 2003 ενσάρκωσε μία εναλλακτική εκδοχή του εαυτού του, μέσα από τον χαρακτήρα του Τζάκ Φέιτ στο, «Masked and Anonymous» του Λάρι Τσαρλς, ο οποίος είχε μάλιστα δηλώσει ότι ήθελε να φτιάξει «μία ταινία για τον Μπομπ Ντίλαν που να μοιάζει με τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν, δηλαδή μία ταινία με πολλά επίπεδα, γεμάτη ποίηση, σουρεαλισμό, αμφισημία και δυσκολία στην αποκωδικοποίησή της, σαν ένα παζλ». Το «Eat the Document» (1972) σηματοδοτεί το πρώτο πρότζεκτ στο οποίο ο Ντίλαν ασχολήθηκε ως κινηματογραφικός δημιουργός. Το ντοκιμαντέρ είχε σκηνοθετήσει αρχικά ο D. A. Pennebaker αλλά όταν αυτό πέρασε στα χέρια του Ντίλαν απέκτησε εντελώς διαφορετική αίσθηση. Αναλαμβάνοντας το μοντάζ, του έδωσε μία εκ διαμέτρου αντίθετη, αφαιρετική-σουρεαλιστική κατεύθυνση, εν είδει προσωπικής καλλιτεχνικής θέσης. Η ταινία περιλαμβάνει σκηνές από παρασκήνια, συναυλίες και προσωπικές στιγμές, αποτυπώνοντας την ένταση και την ατμόσφαιρα της περιοδείας του, το 1966, καθώς και τη μουσική του μετάβαση από τον φολκ στον ηλεκτρικό ήχο. Παρόλο που το ντοκιμαντέρ δεν κυκλοφόρησε επίσημα, η μοναδική ματιά με την οποία αποτυπώνει την δημιουργική περίοδο του Ντίλαν, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Ωστόσο, η σπουδαιότερη κινηματογραφική δουλειά του είναι το «Renaldo and Clara» του (1978), το οποίο έγραψε και σκηνοθέτησε εξολοκλήρου, ενώ ανέλαβε και μέρος του μοντάζ. Πρόκειται για ένα τετράωρο υβριδικό φιλμ που συνδυάζει μυθοπλασία, ντοκιμαντέρ και συναυλιακό υλικό. Γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της περιοδείας Rolling Thunder Revue (1975-1976), με το καστ να αποτελείται από πλήθος καλλιτεχνών με του οποίους συνεργάστηκε στενά, όπως οι Τζόαν Μπαέζ, Σάρα Ντίλαν (τότε σύζυγός του), Αλεν Γκίνσμπεργκ και τον ίδιο. Ως φιλμικό υποκείμενο, υπάρχουν άπειρα ντοκιμαντέρ και ταινίες που καταγράφουν κομμάτια της ζωής του και των τουρ του, ή αφορούν τη δημιουργική του υπόσταση. Το «Don't Look Back» (1967) ήταν εκείνο που άνοιξε το δρόμο για τα υπόλοιπα. Σκηνοθετημένο, επίσης από τον D. A. Pennebaker, γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της περιοδείας στην Αγγλία το 1965και λειτούργησε σαν ένα παράθυρο στη θορυβώδη, γεμάτη ναρκωτικά και ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι καταλάβαιναν τον ίδιο και το μήνυμά του, ζωή του εκείνη την εποχή. Μέσα από αυτό παρακολουθούμε σε πραγματικό χρόνο, τον καλλιτέχνη να αρχίζει να αποβάλλει τη νεανική του περσόνα ως τραγουδιστής της φολκ και να μεταμορφώνεται σταδιακά στην πολυσχιδή προσωπικότητα που συνεχίζει μέχρι και σήμερα να γράφει ιστορία. Στα πλέον εμβληματικά ντοκιμαντέρ συγκαταλέγονται εκείνα που φέρουν την υπογραφή του Martin Scorsese: το «No Direction Home» (2005) και το «Rolling Thunder Revue: A Bob Dylan Story by Martin Scorsese» (2019). Η δημιουργία του πρώτου ξεκίνησε το 1995, όταν ο επί χρόνια μάνατζερ του Ντίλαν, Τζεφ Ρόζεν, άρχισε να προγραμματίζει συνεντεύξεις με προσωπικότητες όπως ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, ο Ντέιβ Βαν Ρονκ, η Μέιβις Στέιπλς κ.ά. Ο Scorsese ανέλαβε το πρότζεκτ το 2001, συμβάλλοντας στη δημιουργία μίας ταινίας που καταγράφει τη ζωή του Ντίλαν από τη στιγμή που έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1961, μέχρι και το γνωστό του ατύχημα με τη μοτοσικλέτα το 1966, το οποίο τον ανάγκασε να σταματήσει για ένα διάστημα τις περιοδείες. Το «Rolling Thunder Revue» αναφέρεται στην ομώνυμη περιοδεία (1975-1976). Συνδυάζει αρχειακό υλικό, συνεντεύξεις και φανταστικά στοιχεία, δημιουργώντας μια αφήγηση που θολώνει τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. H κορυφαία αποτύπωση της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας και ταυτόχρονα της πολυπλοκότητας του Bob, είναι το «I'm Not There» (2007) του Todd Haynes, φιλμ που συλλαμβάνει την ιδιοσυγκρασία του με τον ουσιαστικότερο τρόπο από κάθε άλλη κινηματογραφική απόπειρα. Ακολουθώντας μία αντισυμβατική, για τα δεδομένα της βιογραφίας, προσέγγιση, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει έξι διαφορετικές εκδοχές του Ντίλαν, κάθε μία από τις οποίες αντιπροσωπεύει μια διαφορετική πτυχή της προσωπικότητας, αλλά και της καριέρας του, παίζοντας με το φύλο, την ηλικία, την καταγωγή και την τάξη στην αποτύπωση της εκάστοτε έκφανσής του, μέσα από έναν συνδυασμό ρεαλισμού και ποιητικής αφήγησης, καταλήγοντας να είναι κάτι παραπάνω από μία απλή βιογραφική ταινία. Τέλος, το πρόσφατο «Α Complete Unknown» (2024) του James Mangold, εστιάζει στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, από την άφιξή του στη Νέα Υόρκη (1961) έως και τη μετάβασή του στον ηλεκτρικό ήχο στο Φεστιβάλ Φολκ του Νιούπορτ (1965). Το σεμινάριο πραγματοποιείται κάθε Τρίτη στις 8.30μ.μ. στο στέκι της Δράσης, (Πάρνηθος 21, Βριλήσσια). Tαυτόχρονα μεταδίδεται διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας zoom: https://us06web.zoom.us/j/82167740508?pwd=N Code 495805 Meeting ID 82167740508 Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine-Δράση
ΣΧΟΛΙΑ