Συμβαίνουν στην πόλη μας
Σύνοψη της εισήγησης του Θεόδωρου Παντούλα από τη συζήτηση στον κήπο της «Δράσης»
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί σύνοψη της εισήγησης του Θεόδωρου Παντούλα από την αντίστοιχη συζήτηση που έγινε τη Δευτέρα 10 Ιουλίου στον κήπο της "Δράσης", με θέμα «Ολίγα τινά για την νεοελληνική ταυτότητα και παράδοση». Όλες οι συζητήσεις που διοργανώθηκαν το φετινό καλοκαίρι στο στέκι μας, κρίναμε σκόπιμο να αναπαραχθούν μέσω της ιστοσελίδας, ώστε να τις μοιραστούμε με τους αναγνώστες. Αντιμετωπίζουμε το συγκεκριμένο άρθρο ως μια ακόμη μικρή συμβολή στον κοινό προβληματισμό και τις αναζητήσεις που αφορούν σε όψεις του κεντρικού «προβλήματος» της χώρας. Αν συμφωνήσουμε στον απλοϊκό ορισμό της Παράδοσης ως συνόλου των στοιχείων που η μια γενιά κληροδοτεί στην επόμενη, τότε, νομίζω, ότι οι έχοντες στοιχειώδη πνευματική επάρκεια κι εντιμότητα, πρέπει να ομολογήσουμε ότι το μόνο που μας συνδέει με την Παράδοση του τόπου και του κάποτε τρόπου μας είναι η ίδια η απουσία της, την οποία δεν γίνεται να την κρύψουν τα περί την παράδοση φληναφήματα. Αυτό που εν τούτοις αποκαλύπτουν τα φληναφήματα είναι πόση υποκρισία χωρά στο περιθώριο της «πνευματικής» μας ψευτοζωής, που κατά τ’ άλλα ψωμίζεται μηρυκάζοντας με αδιάπτωτη όρεξη τ’ αποφάγια ενός αποϊερωμένου κόσμου. Οι περισσότεροι καμώνονται τους αυτοφυείς και δεν καταδέχονται ν’ ασχοληθούν με την Παράδοση, ενώ οι λίγοι που καταδέχονται να μιλήσουν γι’ αυτήν θυμίζουν τους αξιοδάκρυτους εκπαιδευτικούς, όταν εκφωνούν από υπηρεσιακή υποχρέωση και μόνον δεκάρικους στις εθνικές επετείους, μιλώντας σ’ ένα ανυποψίαστο ακροατήριο γι’ ανδραγαθήματα που δεν εμπνέουν σχεδόν κανέναν και για ένα φρόνημα που σχεδόν κανέναν επίσης δεν φρονηματίζει. Να εξηγηθώ περαιτέρω, αλλά ας αφήσουμε, για την ώρα τουλάχιστον, στην άκρη όλες τις μεγαλοστομίες για την τρισχιλιετή μας παράδοση. Αυτό το βάρος, είπαμε, το σηκώνουν οι ρητορείες και οι γεραροί εισπράκτορες των μουσείων. Η παράδοση δεν είναι κάτι αμετάβλητο – κάθε άλλο. Είναι η εκάστοτε απάντηση μιας ορισμένης κοινωνίας σε μια ορισμένη στιγμή και σε ορισμένα ζητήματα. Κι ετούτη η κρησάρα είναι ένα συλλογικό κατόρθωμα, που πατώντας σε προηγούμενους τρόπους οικοδομεί νέους. «… το πόση ευγένεια παράγουν (οι λαοί), ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων…» παρατηρούσε ο Οδυσσέας Ελύτης, που έχω την βεβαιότητα ότι δεν μπέρδευε τα μαλάματα με τα μπακίρια – όσο καλογυαλισμένα κι αν ήσαν τα δεύτερα. Εδώ και δεκαετίες όμως μας στενεύει, φαίνεται, αυτή η αρχοντιά. Γκαβωμένοι από τα φώτα της προόδου, ως νεοέλληνες, αποφασίσαμε ότι δεν μας ενδιαφέρουν τα κληροδοτήματα των γονιών μας και πέσαμε ψυχή τε και σώματι στα σουσούμια της νεωτερικότητας. Σταματήσαμε, δηλαδή, να βυζαίνουμε από το βυζί της μάνας μας κι ανδρωθήκαμε θηλάζοντας τα τροφαντά μαστάρια μιας μικρής ολλανδέζας. Η δική «μας» παράδοση ήταν καλή και χρήσιμη, όσο θέλαμε να διασκεδάσουμε την παντοειδή υστέρησή μας με το προγονικό κλέος (το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, συγκινούσε και τις μικρές Ολλανδέζες) αλλά αυτό δεν είχε κανένα αντίκρισμα στις ζωές μας, που ξοδεύονταν ερήμην τής παραδόσεως, την οποία με ευκολία επικαλούμασταν διασύροντάς την έτι περισσότερο σε έναν αναντίστοιχο και φαιδρό κομπασμό. Όλα αυτά βεβαίως δεν έγιναν εν μια νυκτί. Μπορεί να «χρειάστηκαν ίσως αιώνες, λόγου χάρη, για να καταλήξει ο πολιτισμός μας σε ένα δημιούργημα τόσο δικό του όσο το νεραντζάκι γλυκό» (Ζήσιμος Λορεντζάτος) αλλά για να ξεμάθεις την μαστορική της παρασκευής και –πρωτίστως– του φιλέματός του, αρκούν λίγες δεκαετίες. Μ’ άλλα λόγια μπορεί να χρειάζονται μερικές γενεές για να οικοδομηθεί μια Παράδοση αλλά το ξεθεμέλιωμά της γίνεται σε πολύ μικρότερο χρόνο. Το θεριό του εμφυλίου μας τσάκισε αλλά δεν μας κατάπιε. Δεν είναι ότι άντεχαν οι κοινότητες αλλά η μνήμη τους και μόνον δεν επέτρεπε να ξεπέσουμε στην ιδιώτευση. Υπήρχαν οι γιορτές κι οι σχόλες κι οι άνθρωποι αντάμωναν τις επίσημες ημέρες κι αναστέναζαν τα μωσαϊκά απ’ των προσφύγων τα ντέρτια – οι άνθρωποι, δηλαδή, είχαν ακόμη συνείδηση ότι ήσαν εκριζωμένοι σε έναν κόσμο που τους δεξιωνόταν υπό την προϋπόθεση ότι θα έκρυβαν πούθε κρατάει η σκούφια τους. Μιλάμε για έναν συστηματικό βιασμό, μια κατ’ εξακολούθηση αυτοϋποτίμηση του συλλογικού εαυτού, που οδήγησε σε μια γενικευμένη μειονεξία, που περιφρονούσε τα οικεία κι έχασκε στα οθνεία. Από την Μεταπολίτευση και δώθε, με την μαζική κουλτούρα και τα ξεσκούφωτα τέκνα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, μπαίναμε με τα μπούνια στην ευρωπαϊκή ονείρωξη και βγαίναμε περιχαρείς στο ξέφωτο της καθ ’ημάς πασοκαρίας – δεν μιλώ για το κόμμα αλλά για το κοινωνικό σύμπτωμα που διατρέχει πλέον όλο το πολιτικό φάσμα. Μεγάλωσαν απότομα τα σπίτια μας κι οι γέροι, παραδόξως, δεν χώραγαν σε αυτά – τους ξαποστέλναμε παροπλισμένους στα χωριά ή στην αργυρώνητη φροντίδα αλλοδαπών γηροκόμων. Και μέναμε εμείς παρέα με την επιδοτούμενη ορφάνια μας. Παράδοσή μας έκτοτε, μετά από όλη αυτή την εκγύμναση, που την είπαμε εκσυγχρονισμό, έγινε η απουσία της παράδοσης, ο θρίαμβος της νεοπλουτικής ανεστιότητας και η θρασύτητα της ανερμάτιστης πλεονεξίας που χορταίνει με αστακομακαρονάδες και μπετά. Όπως πιθανώς γνωρίζετε, οι παραδόσεις αφορούν το σύνολο της ζωής κι η μαθητεία σε αυτές οδηγεί σε δημιουργίες – όχι σε αντίγραφα. Νομίζω ότι θα δυσκολευτούμε πολύ ν’ απαντήσουμε για το ποια παράδοση μπολιάζει την οργάνωση του βίου μας, την μουσική μας ή την αρχιτεκτονική μας. Κι αν αυτά σας μοιάζουν υψιπετή, ας δούμε ποιες περισσότερο καθημερινές εκφάνσεις του βίου μας εμπνέονται από την παράδοση: η ένδυση, η εστίαση, η χειροτεχνία ή ο αξιακός κώδικας που υποβάλλει τα νεοπλουτικά φερσίματά μας; Αυτό που απομένει, φίλτατοι, είναι τα ξέφτια ενός φολκλορισμού, που διασκεδάζει την ανεστιότητά του με καρναβαλικά φερσίματα. Ήτοι με καραγκούνες και νεοδημοτικές αστειότητες που δεν διακονούν καμιά παράδοση αλλά τον εκφυλισμό μας. Εν κατακλείδι, ή θα κάνουμε αποδοχή της γονικής κληρονομιάς μας και θα πάρουμε στα σοβαρά την αρχοντιά που κομίζει το νεραντζάκι ή οριστικά στερημένοι από τον γηγενή πολιτισμό θα σταλίζουμε στις βιτρίνες χαζεύοντας αποκατεψυγμένα προφιτερόλ, τα οποία και –κάποτε– θα μας κεράσει ο μπάρμπας μας – όχι ο συγχωρεμένος από το χωριό αλλά ο άλλος, ο αείζωος, από τις Βρυξέλλες. Ο Θεόδωρος Παντούλας γεννήθηκε το 1968. Σπούδασε σκηνοθεσία, ιστορία της ευρωπαϊκής ανατολής και νεοελληνική λογοτεχνία. Εργάστηκε κατά διαστήματα ως καθηγητής. Συνεργάζεται επαγγελματικά με εφημερίδες, περιοδικά κι εκδοτικούς οίκους. Διεύθυνε τα περιοδικά «manifesto» και «Πολιτική Ενημέρωση». Τα τελευταία χρόνια εκδίδει την επιθεώρηση πολιτισμού «φρέαρ» (τιμητική διάκριση Υπ. Πολιτισμού για τη συμβολή του στην προβολή και διάδοση της ελληνικής λογοτεχνίας). Ασκεί το απαιτητικό λειτούργημα του βιβλιοπώλη στα Βριλήσσια.
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Επιτρέψετε μου να μη συμμερίζομαι την απαισιοδοξία του συμπολίτη μας κυρίου Θεόδωρου Παντούλα.Η παράδοση καθώς και ο ίδιος αναφέρει δεν είναι κάτι το παγιωμένο, το κονσερβοποιημένο και στάσιμο. Καθημερινά αλλάζει πατώντας στον προηγούμενο της εαυτό. Παραμερίζει, αφαιρεί, προσθέτει, ενσωματώνει. Ότι απ' αυτή αξίζει και προσωρινά υποχωρεί στη βίαιη σύγκρουση του με τους τρόπους μιας ασθμαίνουσας ζωής με εξηγήσιμες αιτίες, σίγουρα θα αναγεννηθεί δυναμωμένο και καλύτερο. Και φυσικά και σωστά τα υπέροχα κεντήματα και περίτεχνα σκαλίσματα μιας παλιότερης εγκλωβισμένης σε στενά όρια ζωής, ας μη τα περιμένουμε. Σήμερα οι νέοι άνθρωποι αγόρια και κορίτσια δεν υφαίνουν, δεν κεντούν αλλά σπουδάζουν μουσική, ξένες γλώσσες, τέχνες, επιστήμες. Ανασύρουν, αξιοποιούν, δημιουργούν και εμπλουτίζουν την υπάρχουσα παραδομένη παράδοση με διακρίσεις. Όσο για την γενικευμένη μειονεξία του συλλογικού εαυτού αυτή πράγματι υπήρξε και υπάρχει από την βίαιη ή ύπουλη μεθοδευμένη εισβολή των επικυρίαρχων μας με τα καθρεφτάκια τους ακόμη και με την μορφή των Lexus. Μόδα είναι, θα περάσει. Άλλωστε "ιθαγενείς" πάντα υπήρχαν, υπάρχουν, θα υπάρχουν...