Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Μπορεί ο έρωτας να χτύπησε δύο, ίσως και τρείς φορές την πόρτα - δεν ήταν σίγουρος, καθώς δεν άκουσε κρότο, πόσο δε μάλλον λυγμό. Ίσως να κοιμόταν, ίσως να ήταν αφημένος σε σκέψεις... Πιο πρακτικές - κατά το πλείστον αναγκαίες. Συνέχισε όμως συχνά να κοιτάζει απ' το παράθυρο, να ανοίγει τις νύχτες την εξώπορτα σιγουρεύοντας την απουσία, καθώς τον τύλιγε ανεπαίσθητα με τα βαριά διάφανα πέπλα του ο χρόνος. Κάποιο βράδυ ένιωσε ξαφνικά μια αδιόρατη παρουσία στο δωμάτιο. Σηκώθηκε αργά, στις μύτες των ποδιών, ερευνώντας διστακτικά το σπίτι. Όχι, θα τον γέλασε το όνειρο. Όχι, δεν ήταν κανείς. Κανένας, ήταν σίγουρος. Μόνο που σαν σύννεφο, άρχισαν να απλώνονται παιδικά γέλια σαρώνοντας τον χώρο, πηδώντας από ψιθύρους σε ιαχές θριάμβου, δονώντας τους ανήλιαγους έρημους τοίχους. Πανικόβλητος άνοιξε όλα τα παράθυρα ως αναζήτηση διαφυγής, αλλά τα γέλια χόρευαν ήδη εντός του. Κλαίγοντας, έπεσε στα γόνατα κρύβοντας το πρόσωπο του μέσα σε απόκοσμους λυγμούς, μέχρι που τον κύκλωσαν ολομέταξα πορφύρα κύματα, κυλώντας τον σε μια θάλασσα μακρινή, χορτασμένη από κάθε είδους έννοια. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Edward Atkinson Hornel, Ο χορός της Άνοιξης.
ΣΧΟΛΙΑ