Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Αυτή η δίψα για θάνατο τον κρατούσε σφιχτά από τα χρόνια της νιότης του. Πως να λεγε στους γονιούς του σαν τον έπιαναν βυθισμένο σε γκρεμνούς ρέμβης, σταυρώνοντάς τον με ερωτήσεις. Αργότερα, βρήκε τον τρόπο να αποφεύγει το βλέμμα της γυναίκας του, μιλώντας της αφηρημένα για καλλιτεχνική μελαγχολία, ίσως και μια μικρή - ασήμαντη οικογενειακή κατάθλιψη. Έτσι και στα παιδιά του, τα άφησε ελεύθερα να κολυμπάνε στα νερά του μαντεύοντας τα βάθη του. Ξαπλωμένος στο δωμάτιο του νοσοκομείου, κοιτούσε τώρα στο παράθυρο τα κύματα του δειλινού που αργοκυλούσαν ηδονικά, χαρίζοντας σε δυο περιστέρια τα ενδύματα του πάθους. Έδιωξε ευγενικά τα παιδιά του και σαν έμεινε μόνος, έκλεισε αργά τα υγρά μάτια του, χαμογελώντας πεπεισμένος, πως οι άνθρωποι έχουν φτερά μα φοβούνται να τ' ανοίξουν. ΠΙΝΑΚΑΣ: Evelyn De Morgan, Η Νύχτα και ο Ύπνος. 1878. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ