Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Ε, ο Έρωντας κι ο Θάνατος ήσαν τυφλοί, αόμματοι που λένε από γεννησιμιού τους, κι έτσι στα ψαχουλευτά μας έβρισκαν μεσ' τα σκοτάδια, κι έπαιζαν και χαίρονταν και γελούσαν σα δίδυμα αδέρφια που ' νταν, για το ποιος θ' αρπάξει τους πιο πολλούς. Όποιος γλίστραγε του ενός, μάγκωνε στον άλλον, κι έτσι εγύριζε ο τροχός της φύσης, και δώστου ξανά μανά να πιάσομε το Μάη, τον Οχτώβρη, το Γενάρη και πάει λέγοντας. Μα τα φερε δόλιος άνεμος και πιάσαν τα μαχαίρια, και σαν αδέρφια χόλωσαν, ποιος να βγάλει πιο βαθιά το μάτι τ' άλλου. Χτύπαγε ο ένας μια, κι αντιγύριζε ο άλλος. Χτύπαγε δυο, και λαβώνονταν ο ίδιος απ' τις μαχαιριές του. Ποτάμια χύνονταν το αίμα, έβαψαν οι λίμνες κι οι κάμποι, σείστηκε όλος ο ντουνιάς απ' το κακό τους. Κι απάνω π' αποσώνανε και σπούσαν οι λεπίδες, γιομίζοντας αστράλια το στερέωμα, κατέβηκε η μοίρα και τους εχώρισε, λέγοντας του ενός. "Εσύ, όταν θα βλογάς, ο άλλος θ' αποκοιμιέται, κι o άλλος σα φυσάει εσύ θ' αποξυπνάς." "Δώσετε τώρα τα χέρια, γιατί το αίμα δε χωρίζει, μόνο σταλάζει στην ίδια θάλασσα που κάποτε όλοι κολυμπούμε." ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα. 1865.
ΣΧΟΛΙΑ