Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
..." Από την ώρα που έχυσε το αίμα του σ' αυτό το χώμα, το βάφτισε πατρίδα. Η πατρίδα μου έλεγε και δάκρυζε γονατιστός και το φιλούσε. Ήρθαν όμως κι οι μέρες του ανέμου που τον έσπρωξαν μακριά κι ανακατεύτηκε με άλλα αίματα και χώματα... Μα το δικό του, το χώμα του, δε το ξέχασε ποτές. Αυτή τη μητρική μυρωδιά που ανέδυε, σαν τρίβονταν απάνω του τα σύννεφα και ξεσπούσαν φλόγες, την πήρε μαζί του, μπόλιασε τα σωθικά του, και την κρατούσε σημάδι κι οδηγό για το γυρισμό του. Ένα γυρισμό, που στοίχειωσε μες το κεφάλι μας, από τότε που αξημέρωτα τον ξέσυραν με τη βία απ' το σπιτικό μας, κι απομείναμε με τη μάνα μου να ρωτάμε... Μια ζωή να ρωτάμε και να ψάχνουμε... " - Γιατί σταμάτησες παππού; - Νόμιζα πως κοιμάσαι. - Πως να κοιμηθώ αν δε μου μιλάς; - Κι όταν σταματάω, πάλι σου μιλώ. - ... Δεν σ' ακούω... - Κλείσε τα μάτια σου και θα μ' ακούσεις. Η σιωπή, είναι η δυνατότερη φωνή του πόνου. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: C. David Freidrich, Περιπλανώμενος πάνω από τη θάλασσα ομίχλης.
Μπάμπης Δαμουλιάνος ΕυαγγελάτοςΌ
Όπου και ο μεγάλος πόνος είναι, φαίνεται και λέγεται βουβός!