Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Πάρτα! Του πέταξε με δύναμη μια χούφτα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα στο πρόσωπο. Τώρα θα 'χεις όλες τις αποδείξεις που χρειάζεσαι για να με φωνάζεις πόρνη. Ορίστε! Μιας βδομάδας υπηρεσίες, ίσες με τον τίμιο μισθό του μήνα σου. Πάρτα σου είπα, πάρτα! Να πιάσουν τόπο τα βρωμόλογά σου! Ο πατέρας της την κοίταζε αποσβολωμένος. Πώς αυτό το μικρό, αθώο κοριτσάκι - το κρίνο του - είχε μεταμορφωθεί σε ύαινα με κόκκινα δόντια καθώς του ξέσκιζε την ψυχή. Έσκυψε το κεφάλι, δεν μπορούσε άλλο να την βλέπει, και μέσα σε βουβά δάκρυα ψιθύρισε τρέμοντας... Πήγαινε, πήγαινε σε παρακαλώ να πλυθείς, σε παρακαλώ... Η κοπέλα βυθισμένη σε μια βαθιά, πορφυρή οδύνη, κουλουριάστηκε στον καναπέ, ραγίζοντας κάθε λίγο την πνιγηρή σιωπή με σπασμούς και αναφιλητά. ...Σε παρακαλώ, τρεμόσβησε ξανά ο πατέρας, και πέφτοντας γονατιστός, μάζεψε προσεχτικά ισιώνοντας τα βρώμικα χρήματα, που στα χέρια του φάνταξαν καθαρότερα, τόσο καθαρά, όσο τα λόγια που κάποτε βρώμισε το κορίτσι του. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Νικηφόρος Λύτρας, Άνθη Επιταφίου. 1901.
ΣΧΟΛΙΑ