Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
«Είναι τόσο απλό να είναι κάποιος κάτι και ο καθείς μας τίποτα» Το χτύπημα που εγκέλαδου λίγο πριν το μεσημέρι, βρήκε τον κόσμο στην αγορά με τέτοια δύναμη, που μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα αφάνισε σχεδόν όλη την πόλη. Τραγωδία! Ουρλιαχτά παντού, κραυγές και χαλάσματα, και σιωπή, μια υπόκωφη εκρηκτική σιωπή δέους, φέρνοντας παράλυση σε όσους είχαν ακόμα αντοχή από κάπου να πιαστούν. Η ανταπόκριση από τις διπλανές περιοχές ήταν άμεση. Πολλοί έτρεξαν να συνδράμουν όπως μπορούσαν. Τροφή, κουβέρτες, αλλά και κασμάδες και φτυάρια, δε σταματούσαν ν' αλλάζουν χέρια και να υπόσχονται μια κάποια ανακούφιση, στην κρύα νύχτα που άρχιζε ν' ακονίζει τα νύχια της. Φυσικά ο θάνατος δεν μπορούσε να σταματήσει τη ζωή, αλλά ούτε και η ζωή το θάνατο. Κάπου κάπου, ακούγονταν από βαθιά μια εξαντλημένη φωνή που σιγόσβηνε κάτω από τις πλάκες και τα τσιμέντα, κι άλλοτε μιαν άλλη στεντόρεια και απαιτητική από τις πρόχειρες σκηνές - νοσοκομεία του δρόμου - , που μόλις είχε σχίσει το σκοτάδι διαλαλώντας τον ερχομό της. Όταν την βρήκαν ζωντανή, χαμένη τώρα δυο μέρες κάτω απ' τα ερείπια, την έφεραν στην σκηνή δίπλα στο νεογέννητο εγγόνι της. Το κοίταξε και χαμογέλασε ψελλίζοντας, Τι Ευτυχία, Τι Ευτυχία! Κι ήταν οι πρώτες κι οι τελευταίες λέξεις που ακούσαμε απ' τα χείλη της μέσα στην καταστροφή. ΠΊΝΑΚΑΣ : Νικόλαος Γύζης (1842-1901), κούκου. ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ