Συμβαίνουν στην πόλη μας
8η Διαδικτυακή Συνάντηση: Δευτέρα 22 Μαρτίου, 8:00μ.μ.
Κινηματογραφική Γεωγραφία Συνάντηση 8η Διαδικτυακή Δευτέρα 22 Μαρτίου, 8:00μμ. «Το Γαλλικό Σινεμά. Ζακ Τατί, ο κωμικός με την ιδιότυπη κινηματογραφική γλώσσα» Ελάχιστοι σκηνοθέτες έχουν δημιουργήσει ένα ολοδικό τους σύμπαν, το οποίο μπορεί να γίνει αυτόματα αναγνωρίσιμο. Ένας όμως μπορεί να καυχηθεί για έναν καθαρά προσωπικό κόσμο και αυτός είναι ο Ζακ Τατί. Γεμάτο χρώματα, σχέδια και αυστηρές γραμμές που παίζει με τα συναισθήματα του θεατή είτε με μουσική, είτε δημιουργώντας καδραρισμένα ολιγόλεπτα σκετσάκια που λειτουργούν ιδεατά σε μια, συνήθως, 90 λεπτών αφήγηση. Είναι δύσκολο οι ταινίες του Τατί να περιγραφούν με κινηματογραφικούς όρους, γιατί δεν υπάρχει κάτι όμοιό του, ή τουλάχιστον που να έχει προηγηθεί αυτής της αισθητικής και της τεχνοτροπίας. Ο Ζακ Τατί (1907-1982), (αληθινό όνομα Ζακ Τατισέφ, εγγονός του Πρέσβη της τσαρικής Ρωσίας στη Γαλλία), υπήρξε κωμικός, ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Στις ταινίες του, διακρίνει κανείς μια λεπτή ποιότητα τρυφερής ποιητικής ειρωνείας και αγάπης για τον άνθρωπο, έναν έντονο περφεξιονισμό στην κατασκευή τους, την σχεδόν παντελή απουσία διαλόγων –που συνήθως όμως αντισταθμίζεται από μία εκπληκτική δουλειά στους υπόλοιπους ήχους– και μια διεισδυτική κριτική ματιά στον σύγχρονο τεχνολογικό κόσμο. Το λεπτό του χιούμορ πέρασε στο φιλμ μέσα από έναν ευφυή συνδυασμό όλων των εκφραστικών μέσων του κινηματογράφου. Στα τριάντα χρόνια της καριέρας του σκηνοθέτησε μόνον έξι ταινίες, κρατώντας αποστάσεις από τον έντονο συναισθηματισμό του Τσάπλιν και το φιλολογικό χιούμορ των αδερφών Μαρξ. Μετά την πρώτη ταινία του «Μέρα γιορτής» (1949) επινόησε και καθιέρωσε τον χαρακτήρα του κ. Ιλό στις επόμενες ταινίες του «Οι διακοπές του κυρίου Ιλό» (1953), «Ο θείος μου» (1958), «Playtime» (1967), «Ο κύριος Ιλό στο χάος της κυκλοφορίας» (1970), ενώ η γυρισμένη σε βίντεο «Παρέλαση»(1974) , παραγγελία της σουηδικής τηλεόρασης, αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του. Η κωμική φιγούρα του κ. Iλό ενός ευφάνταστου κινηματογραφικού τύπου σκιτσάρεται ως αυτή ενός αμήχανου αστού, απροσάρμοστου στους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, με παπιγιόν, παντελόνι μέχρι τους αστραγάλους, καμπαρντίνα, ομπρέλα και πίπα. Άνθρωπος χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον ζει τα ευτράπελά του εδώ και τώρα. Άλλωστε σε όλες τις ταινίες του εμφανίζεται από το πουθενά και ακολουθεί μια αβέβαιη πορεία που δεν βγάζει κάπου συγκεκριμένα. Ξεκινά πάντα με ρώμη και ζωτικότητα που δικαιολογούνται από την αθλητική του προτίμηση, αλλά ανακόπτεται ξαφνικά και αφοπλίζεται από κάποιο εμπόδιο, έναν αστεϊσμό (γκαγκ), ένα περιστατικό, ένα πρόσωπο, ένα πράγμα που βρίσκει ή παρατηρεί στη διαδρομή. Ένας χαρακτήρας που προσπαθεί να εξυπηρετήσει την ώρα που κανένας δεν ζητάει τη βοήθειά του, που μπλέκει διαρκώς σε φασαρίες και παρεξηγήσεις. Ένας αθώος, ένα μεγάλο απροσάρμοστο και απροστάτευτο «παιδί» στη ζούγκλα της μεγαλούπολης. Αδέξιος, χαμένος, εφευρετικός, ακροβάτης γκαφατζής. Η παρουσία του σε κάθε χώρο προκαλεί αναστάτωση, τόσο που παραφράζοντας τον νόμο του Μέρφυ θα λέγαμε ότι «Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, σίγουρα θα πάει αν είναι παρών ο κ. Ιλό». Ο Τατί τοποθέτησε τον κ. Ιλό, ως alter ego του, μέσα στο χάος του σύγχρονου κόσμου, αφήνοντας τον εκεί ανυπεράσπιστο να αντιμετωπίσει όλον τον παραλογισμό του. Η μορφή του κ. Ιλό έχει δεχθεί κριτική και έχει παρομοιαστεί με τον χαρακτήρα του Charlie Chaplin και Buster Keaton. Ο Τατί ήταν αντίθετος με αυτή τη σύγκριση και υποστήριξε πως ο Ιλό δεν είναι ένας γελωτοποιός, δεν είναι καν ηθοποιός. Ο ίδιος ήθελε να δημιουργήσει έναν άνδρα απλό και ειλικρινή, που κινείται στους δικούς του ρυθμούς. Αυτό έχει επιτευχθεί στην ταινία «Playtime» όπου ο κύριος Ιλό παρουσιάζεται αδιάφορος αλλά και ανίκανος να ενταχθεί στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Την στιγμή που όλοι έχουν έναν συγκεκριμένο ρόλο, εργάζονται ασταμάτητα ίσως και μηχανικά σαν τα μυρμήγκια, ο Ιλό αποκλίνει από αυτή την πορεία. Όλη η ταινία αποτελεί ένα απολαυστικό αλλά και καυστικό σχόλιο για τη «μηχανοκίνητη» κοινωνία της αυτοματοποίησης και των περίεργων εφευρέσεων που είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας, παγιδεύοντας τελικώς τον εφευρέτη τους, τον άνθρωπο. Για το «Playtime» ο Τατί αφιέρωσε τρία χρόνια από τη ζωή του και τεράστια ποσά. Ένα ντεκόρ χτισμένο εξ ολοκλήρου εκτός στούντιο, μια πόλη που πήρε το παρατσούκλι «Tativille», όπου το μπετόν αρμέ και το τζάμι είναι κυρίαρχα στοιχεία μπροστά στους ανθρώπους-μυρμήγκια. Και όμως αυτή η τόσο φιλόδοξη ταινία υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποτυχίες του γαλλικού κινηματογράφου και οδήγησε τον δημιουργό της στη χρεοκοπία. Με τα χρόνια επανεκτιμήθηκε και σήμερα, χάρη στην επίπονη προσπάθεια της εταιρείας «Les films de mon oncle» («Οι ταινίες του θείου μου») που ίδρυσε η κόρη του Τατί, Σοφί Τατισέφ, προβάλλεται σε όλον τον κόσμο με ρετουσαρισμένη κόπια. Στο φιλμ «Ο θείος μου» που θεωρείται η μεγαλύτερη επιτυχία του Τατί, ο κ. Ιλό έρχεται αντιμέτωπος με σύγχρονο τρόπο ζωής. Σε μια σύγχρονη κοινωνία παριστάνει το άτομο μιας παλαιάς εποχής και η άγνοιά των νέων συνθηκών κρίνει με πολύ χιούμορ τις καταστάσεις. Η ταινία ενεργούσε (και ενεργεί) ως κριτική προς την αναπτυσσόμενη μοντερνιστική αρχιτεκτονική που στα τέλη τις δεκαετίας του 1950 αποτελούσε την προδιαγεγραμμένη επιλογή για τα προάστια του Παρισιού. Σε κάθε ταινία του ο Τατί δίνει έμφαση στις λεπτομέρειες. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, όλα είναι ευθυγραμμισμένα και απόλυτα συμμετρικά. Το φουτουριστικό τοπίο αποτελείται από αυτοκίνητα παρκαρισμένα μόνο μπροστά από τα παρκόμετρα, πολυώροφα κτίρια από γυαλί κι ατσάλι και δωμάτια εργασίας τέλεια οργανωμένα σε μορφή λαβυρίνθου. Όλα είναι ωραία αισθητικά, χωρίς όμως να προωθούν την άνεση. Τα σύγχρονα διαμερίσματα περιβάλλονται από θεόρατα διαυγή τζάμια που η χρησιμότητα τους δεν σχετίζεται με την ασφάλεια και την προστασία από τον εξωτερικό κόσμο. Αντίθετα, σαν βιτρίνες καταστήματος, εκθειάζουν το περιεχόμενο των αγαθών που έχουν οικειοποιηθεί οι ένοικοί τους. Αυτά τα σπίτια, (πχ στις ταινίες Playtime και Mon Oncle), δηλώνουν ένα ακραίο φετιχισμό, «τον φετιχισμό του μοντέρνου», τον οποίο ο ήρωας αδυνατεί να κατανοήσει και με τον οποίο είναι εντέλει αντίθετος. Ο σύγχρονος άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την τάση για επιδειξιμανία και αυτοπροβολή, ο τρόπος ζωής του συνδέεται άρρηκτα με τον καταναλωτισμό. Η σκηνή στο εστιατόριο (στο Playtime) παρουσιάζει μια νοσταλγική ματιά πάνω στη μπουρζουζία και τον μοντερνισμό, ο οποίος τελικά επιτίθεται στον άνθρωπο που τον εμπνεύστηκε. Όλα όσα έχουν κατασκευαστεί για να εντυπωσιάσουν αρχίζουν να φθίνουν. Οι τοίχοι καταρρέουν σαν τεχνητά σκηνικά, τα τζάμια θρυμματίζονται με ένα άγγιγμα, όλα αυτά αποκαλύπτουν την πειραματική αλλά και πρόχειρη κατασκευή του κτιρίου. Οι υπηρέτες της σύγχρονης ζωής, οι επιχειρηματίες, τρέχουν να κρύψουν τον χαμό που προκλήθηκε, πριν το ανακαλύψουν οι πελάτες τους. Οι ίδιοι με τη σειρά τους δεν δίνουν σημασία στην καταστροφή, η μέθη τους κάνει ευάλωτους και αδιάφορους προς την όλη κατάσταση. Κύριο μέλημα τους είναι η ευχαρίστηση. Κανείς δεν νοιάζεται για τα απομεινάρια της μοντέρνας ζωής ούτε φαίνεται να νοσταλγούν την παράδοση, αναλώνονται στην πρόσκαιρη και εύκολη διασκέδαση. Στο φιλμ «Ο κ. Ιλό στο χάος της κυκλοφορίας» (Trafic) ο ιδιοκτήτης μιας μικρής αυτοκινητοβιομηχανίας θέλει να επιδείξει την τελευταία του δημιουργία – ένα υπερσύγχρονο όχημα κατασκήνωσης εξοπλισμένο με σχεδόν όλα όσα μπορεί κανείς να φανταστεί. Το αναθέτει στον τυχερό υπάλληλο κ. Ιλό. Και όλα πάνε στραβά και σύντομα όλοι συνειδητοποιούν ότι αυτό μπορεί να αποδειχθεί το χειρότερο ταξίδι της ζωής τους. Παρακολουθώντας την έξοχη τελική σεκάνς μας διαποτίζει εσωτερική αγαλλίαση αλλά και απροσδιόριστη μελαγχολία, καθώς γνωρίζουμε ότι ο κ. Ιλό αποχαιρετά οριστικά τον μαγικό κόσμο των φευγαλέων κινούμενων εικόνων. Μέσα στο ασφυκτικό μποτιλιάρισμα που προκαλεί μια ισχυρή καταιγίδα ο πάντοτε ανθρωπιστής Ιλό αποσύρεται έχοντας μια όμορφη γυναίκα στο πλευρό του, προστατευμένος από την πιστή ομπρέλα του, που επιτέλους δικαιολογεί την παρουσία της. Αν και το «Trafic» προοριζόταν να βοηθήσει τον Τατί να μειώσει τις απώλειες από την οικονομική καταστροφή του «Playtime», τελικά απέτυχε να σώσει τον σκηνοθέτη από την πτώχευση. Για άλλη μια φορά, η επιτυχία δεν ήρθε. Απογοητευμένος από το κοινό, περιφρονημένος από τους κριτικούς, εγκατέλειψε πρόωρα το σινεμά. Πόσο αλήθεια έχασε ο κινηματογράφος καθώς δεν δόθηκε στον Τατί η θέση που δικαιωματικά του άξιζε; Διδασκαλία: Παναγιώτης Δενδραμής, σκηνοθέτης και διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Κρήτης. Το σεμινάριο μπορείτε να το παρακολουθήσετε διαδικτυακά στη διεύθυνση: https://us02web.zoom.us/j/86989079267?pwd=RmRnS3V5NGg4ck9rRGEzVGJVeDQzUT09 Meeting ID: 869 8907 9267 Passcode: 986330 Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine – ΔΡΑΣΗ
ΣΧΟΛΙΑ