Δημοτικό Συμβούλιο
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
«Απ' όπου να πιάσεις τη φωτιά θα καείς» Να! Έδωσε μια στην καρδάρα με το γάλα και γιόμισε ο τόπος σφίγγες και γατιά. Η γυναίκα του κοίταζε αμίλητη, απηυδισμένη. Τι να ειπεί η καψερή. Από τότε που την επήρε ο προκομένος - πράγματι δουλευτής καλός, άξιος σα μουλάρι - μόλις εγέμιζε με μύρια βάσανα και κόπους την καρδάρα τηνε κλώτσαγε. Λες κι αυτός ήταν ο καημός του. Να τηνε γεμίσει και να τηνε στείλει στους χίλιους διαβόλους. Σάμπως και κείνη να την είχε παντρευτεί για να πιαστεί από τον κόσμο, να μην αλαργέψει. Αρχίνισε με το μαραγκούδικο του πατέρα του. Μόλις το ανάλαβε και το ανέστησε, του 'δωσε μια και το 'στειλε στο πάτο. Τα ίδια με το λιοτρίβι που νοίκιασε, πάνω που πήρε ν' αφήνει τ' άφησε, κι άλλα πολλά «γαλακτερά» που δεν έχεις που να πιάσεις και που ν' αφήσεις. Η μάνα του χαροκαμένη, πάλευε να ιδεί τι μάχαιρες στρίβουν στα σωθικά του, ποιος σατανάς τον έχει φλογισμένο. Αλλά κι αυτός δε σήκωνε κουβέντα. Πάνω που τον έπιανε να του πει δυο λόγους έφευγε. Κι καρδάρες όπως γιόμιζαν έτσι άδειαζαν, σα συννεφιές. Κυριακάτικα σηκώθηκε αχάραγα. Πήρε δυο μπουκιές στο πόδι κι ανακοίνωσε τελειωμένα στη γυναίκα του, Θα πάγω στη πόλη, εδώ δεν έχει ψωμί. Εκείνη το 'νιωσε που δε θα ματαγύριζε. ... Καλά, του 'πε χαμένη... Καλά εγώ, τα μωρά; Τα μωρά είν' Ελπίδα, κοίτα νάβρεις καλό πατέρα. ΠΊΝΑΚΑΣ: Γιάντες, Ν. Γύζης. ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ