Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Όταν την πρωτοπήγε στους γονιούς του έλαμπε σα γύφτικο σκεπάρνι. Η Ματίνα τους είπε κι έμειναν αγάλματα, ρωτώντας και ξαναρωτώντας αμήχανοι τα νέα της πρωτεύουσας. Η μάνα του παλαβώθηκε να στρώνει και να ξεστρώνει το τραπέζι κι πατέρας του πάγαινε κι αρχόταν τάχα μου να βλέπει τον κόκορα π' αρρώστησε και δεν κάνει τη δουλειά του. Πέρασε με το στανιό η ώρα, τέλειωσαν το φαγητό, έπιασαν τον καφέ κι απόμειναν να κοιτάζονται βράζοντας ο καθένας στη φωτιά του. Η μάνα νιώθοντας τον άντρα της να φουσκώνει μες την βαριά αντάρα της σιωπής, πήρε κομπιάζοντας το λόγο, Ε, και πότε λες με το καλό γιέ μου; Το γοργόν μάνα, το γοργόν και χάριν έχει, αφού βλέπω και σεις πως είστε σύμφωνοι... Τι 'ταν να τ' ακούσει ο πατέρας, πνίγηκε με τον καφέ και βγήκαν τα μάτια του απόξω ν' αγναντέψουν καλλίτερα τον κόσμο, σάμπως και μες τις τρύπες τους δε καταλάβαιναν τι έβλεπαν και τι άκουγαν. Πετάχτηκε απ' το σκαμνί της η μάνα, έφτυνε και σταύρωνε, και δώστου να τον χτυπά στην πλάτη να φύγει το κακό, είδε κι έπαθε να τον συνεφέρει και τον έβαλε μέσα να ξαπλωθεί, καθώς λέει ήταν ξεθεωμένος απτ' αχάραγα στα χωράφια. Αφού βράδιασε πια και τακτοποίησε τους μουσαφιραίους, πήγε κι αυτή να γείρει σιμά του αντρός της, χτυπημένη απ' τα μαντάτα και το μόχθο του σπιτιού. Τόνε βρήκε ανάσκελα, ακίνητο με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, να μετράει τ' άστρα που γυρόφερναν το νου του, Τι λες...; του ψιθύρισε. ...Τι να πω... Ακούστηκε σα να μιλούσε του εαυτού του. Δεν έχω δει - μα το θεό - δεν έχω δει ασχημότερη γυναίκα... Ναι, μα δείχνει καλή, κι αυτό θα μείνει σα σπάσει το βάζο, θ' απομείνει το μέλι να γλυκαίνει τα σωθικά τους, κοιμήσου... ΠΊΝΑΚΑΣ: Sir John William Waterhouse, Γλυκό Καλοκαίρι. 1912 ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ