Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Τι κι αν είχαμε προκόψει; Η στράτα μας δεν πάγαινε πουθενά. Ή πάγαινε; Έτσι έλεγαν - τέλος πάντων, δεν ξέρω, αν και ξέρω προς τα που παγαίναμε, αλλά, ας μην το πω, ας το αφήσω προς ώρας. Τα γεννήματα ήταν καλά, καλά και βλογημένα - Δόξα σοι ο Θεός - το ίδιο και τ' αμπέλια και τα λιοχώραφα, φώτιζαν το δρόμο να τραβήξουμε, να ιδούμε άσπρη μέρα, μα, να, δεν άσπριζε η δόλια, δεν άσπριζε. Θαρρείς και τα μάτια μας ήταν καρφωμένα στα χαμηλά. Να ξεγεννούμε τα ζα, να ξεβοτανίζουμε τα χωράφια, να μαζώνουμε τους καρπούς και δε τα σηκώναμε τα έρμα, να ιδούμε το Θεό, τη χαρά και τη χάρη του, να μας ξανοίξει το νου, να χαρούμε το βιός μας και το λιγοστό περπάτημά μας απάνου στη πλάση. Ποιος Δαίμονας - σχώρα με Θε μου - μάς κρατούσε με τσ' άλυσούς του και δε κάναμε βήμα, μήτε μπρος μήτε πίσω, σα τους παλιογαϊδάρους που τα στυλώνουν και θαρρείς ριζώνουν απτ' αφιόνι τους. Τι να 'τανε τούτο το κακό, τι να 'τανε, που ουτ' όνομα δε μπορούσες να του δώσεις. Ή μπας και το 'νιωθα μονάχα εγώ; Γιατί κανένας δε μιλούσε για τούτα, μοναχά σε κοιτάζαν στα γρήγορα με το βλέμμα κενό, κι έπειτα τραβούσαν με το κεφάλι σκυμμένο, πάντα σκυμμένο στη δουλειά τους, στη προκοπή τους. Ε, να, έτσι μου 'ρθε να σκάσω μια μέρα και τα βρόντηξα όλα, και τα καλά και τ' άσχημα, κι ήταν τέτοια η βροντή που βούιξε ούλο το χωριό. Με πήραν απ' τα μούτρα..." Ο πατέρας σου κι ο πατέρας σου, δε ντρέπεσαι, τέτοια χουνέρια σ' άγιον άνθρωπο..." Τα πήρα κι εγώ και χάθηκα απ' τα μάτια τους. Δεν ξέρω, δε νογάω τίποτα πια, τα κάλυψε όλα το χώμα, σβηστήκαν και τα σημάδια. Ο πατέρας μου, ναι, άγιος άνθρωπος, παπάς του χωριού απ' τον πατέρα του και τον παππούλη του, τέτοιος που δε ξανάδε ο τόπος, κι ως φαίνεται μήτε θα ξαναδεί. Άνθρωπος που ντρεπόταν να γυρίσει με χρήματα στο σπίτι, όμως τα λόγια του - π' ανάθεμα την ώρα που τα ξεστόμισε και τρισανάθεμα την ώρα που τ' άκουσα απτ' τα χείλη του - κατρακυλούν ακόμα σα βράχοι ανάμεσα στ' αυτιά μου, από κείνη την καταραμένη μέρα, που έσπασαν όλα μέσα μου σε χίλια κομμάτια, και δεν ξανακόλλησαν ποτές. Θα 'τανε λίγο προτού το Πάσχα, κελαηδούσαν τα νερά και φλέγονταν από τον πόθο ανθισμένη όλη η φύσις, όταν απάνω σε μια σύγκρουση μεταξύ μας, γύρισε και μας είπε κατάμουτρα, εμένα και της αδερφής μου, το λόγο τον τρομερό. " Εγώ, εγώ εμπορεύτηκα το Χριστό για σας! " ΠΊΝΑΚΑΣ: Νικηφόρος Λύτρας, Το ωόν του Πάσχα. 1874-1875. ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ