Σχόλια
Τα προβαδίσματα και το διαζευκτικό ή αντί του εν ελλείψει: Ένα δίλημμα χωρίς περιεχόμενο
18/11/2024

Πράγματι, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση, με τις ντιρεκτίβες της, μετατρέπει τους Δήμους σε τηλεκατευθυνόμενα νευρόσπαστα, ανελεύθερους, χωρίς πόρους, αρμοδιότητες, πρωτοβουλία, χωρίς ζωή.. απρόθυμους να ρί

Χαράλαμπος Λαζάνης
Το Πολυτεχνείο ζει
17/11/2024

''Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν κι οι καμπάνες, σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός, μαζί με τους νεκρούς του. Κι απά στην πέτρα της σιωπής, τα νύχια του ακονίζει, μονάχος κι αβοήθητος, της

Τάκης Μάτσας '' ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ''
Το Cine-Δράση συνδέεται με το Καλλιμάρμαρο
12/10/2024

Πολύ ωραία η χθεσινή πρωτοβουλία που πήρε η Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων "Cine-Δράση" για τη ζωντανή μετάδοση της συναυλίας. Έκλεισα την οθόνη στο σπίτι και έφτασα στο ΤΥΠΕΤ για να παρακολουθ

Μαρία Κυρίτση
Το Cine-Δράση συνδέεται με το Καλλιμάρμαρο
12/10/2024

Έχετε δίκιο κα Μαργαρίτη. Κι εμείς αιφνιδιαστήκαμε. Ως διοργανωτές, απολογούμαστε...

admin
Το Cine-Δράση συνδέεται με το Καλλιμάρμαρο
11/10/2024

Και τη στιγμή που θα έλεγε ο Φοίβος ένα τραγούδι που θα συγκλοόνιζε τους πάντες...οι φίλοι του συλλόγου μάλωναν με όσους ήρθαμε να παρακολουθησουμε τη συναυλία κ ψήφιζαν γιατί δεν μπορούσαν να αντιληφ

Μαργαρίτη Σοφία

30 μαγικά λεπτά με την Ιωάννα Καρυστιάνη και τους ήρωές της

Απόσπασμα από την εκδήλωση του Cine – Δράση για τα «ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»

« Σας ευχαριστώ πάρα – πάρα πολύ που είστε εδώ απόψε και μου κάνετε δώρο από τη ζωή σας όση ώρα χρειαστεί... Θα βάλω τα δυνατά μου να μην πλήξετε, να ανάψει ένας σπινθήρας στην αποψινή βραδιά και στο τέλος, να μην αισθανθείτε ότι θα ήταν καλύτερα να είχατε μείνει σπίτι να δείτε ποδόσφαιρο ή να είχατε πάει, ας πούμε, για μια μπύρα. Κι’ αυτά είναι πολύ ωραία, αλλά έλα που μας λείπει πολύ κάποιες φορές και σε κάποιες περιόδους να μπορούμε να συναντιόμαστε και να κοιταζόμαστε στα μάτια, όχι μέσα από έναν υπολογιστή ή μέσα από ένα τηλεφώνημα, μην το χάσουμε αυτό, μην το χάσουμε... Νοιώθω παράξενα για την ιδιότητά μου... Γιατί βιβλία ήθελα να γράφω, δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας. Να γράφω ήθελα, να λέω ιστορίες, μια ροπή που την ανακάλυψα σε πολύ μικρή ηλικία -και αιτία ήταν, όπως έχει συμβεί και σε πολλούς άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς και δημιουργούς σε άλλους τομείς της τέχνης- μια παιδική αρρώστια, μια περιπέτεια περίπου τριών ετών που με έκανε να κοιτάζω με χίλιους τρόπους αυτά που μπορούσα από το δωμάτιο, τα φύλλα των δέντρων έξω, το σεντόνι, το μαξιλάρι, το πρόσωπο του γιατρού, της νοσοκόμας, να προσέχω κάθε τι που λεγότανε, να ερμηνεύω τις λέξεις, να ερμηνεύω ένα σύννεφο στον ουρανό, να ερμηνεύω ένα θρόισμα, να ερμηνεύω -στο βαθμό που μπορούσα - από 10 έως 13 ετών τι εμπειρία να είχα; - τις σχέσεις. Τότε ανακάλυψα ότι ήθελα, με κάποιον δικό μου τρόπο, να εκφράζομαι. Στην αρχή το έκανα διαβάζοντας ή όπως πολλοί άλλοι τότε, επικοινωνώντας μέσω της «Η Διάπλασις των παίδων» με σκίτσα και γραπτά, ποιήματα. Στο Γυμνάσιο, εξατάξιο εκείνης της εποχής, έγραφα ένα σωρό ποιήματα και πάρα πολλά ερωτικά, με τα οποία οι συμμαθήτριές μου τα φτιάχνανε με τους ναύτες, τους αεροπόρους και τους φαντάρους – είχαμε πολλές φάσεις στα Χανιά της Κρήτης απ’ όπου κατάγομαι, εγώ το είχα ρίξει στη φιλολογία, αυτές στην ερωτική ζωή. Τέλος πάντων... Κοιτάξτε να δείτε αγαπητές φίλες και φίλοι, που πολύ σας ευχαριστώ και πάλι που είσαστε εδώ… Κάθε επόμενο βιβλίο, έχει ρίζες και ποτίζεται και από το προηγούμενο ή και από όλα τα προηγούμενα του κάθε δημιουργού. Και αυτό συμβαίνει γιατί – κατά κανόνα- του έχει διαφύγει κάτι μείζον ή έλασσον, που ελπίζει ότι μπορεί να το καλύψει σ’ ένα επόμενο γραπτό του. Και του έχει διαφύγει, πότε κατά τύχη, πότε σκόπιμα, όταν νοιώθει ότι δεν έχει την τόλμη, δεν έχει την επάρκεια ή όταν καταφεύγει σε κόλπα, συμβαίνει κι αυτό, να προσπαθεί να σκηνοθετήσει το καμουφλάζ των κενών του ή να σκηνοθετήσει τους αξεπέραστους φόβους του. Βέβαια, συμβαίνει στους συγγραφείς, αυτή η λεπτοδουλειά, το ψιλοκοσκίνισμα κάθε φορά της κεντρικής ιδέας, της λογοτεχνικής ατμόσφαιρας και ιδίως των χαρακτήρων που φιλοτεχνεί, πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών τριταγωνιστών και κομπάρσων, που όλοι μαζί συναποτελούν το ανθρώπινο τοπίο της ιστορίας του, συμβαίνει ψιλοκοσκινίζοντας και επιχειρώντας σε κάθε επόμενη δουλειά του να διεισδύσει πιο βαθιά στην ανθρώπινη περιπέτεια, σ’ αυτά που παίζονται στο μυαλό και στην ψυχή των χαρακτήρων του. Συμβαίνει πολλές φορές αυτός ο εμπλουτισμός της επιχειρηματολογίας του, να τον οδηγεί και σε μια υπερεκτίμηση της σημασίας των εργαλείων του και υπερεκτίμηση της εγκυρότητας της ματιάς του. Χρειάζεται διαρκώς να βρίσκουμε εκείνο το διάστημα που θα προσγειωθούμε στην πραγματικότητα, στην καθημερινότητα και με ταπεινοφροσύνη να ελέγξουμε τα γραπτά μας, τα υλικά μας και τον τρόπο επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους σε κάθε εποχή. Τα λέω αυτά γιατί πιστεύω ότι πάνω-κάτω - εσείς που είστε εδώ μπορεί να έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο ήδη, μπορεί και το τελευταίο, διαβάζετε και άλλους συγγραφείς, μπορεί να έχετε διαβάσει ένα διήγημα κτλ. – με έχετε πάρει χαμπάρι, αποκλείεται να σας αιφνιδιάσω, ξέρετε σε ποιους στίχους χτυπάω το κεφάλι μου, ξέρετε ποιο ξέφωτο ψάχνω με λαχτάρα να βρω και φτάνω μετά από καιρό ασθμαίνουσα και πέφτω ξερή. Ξέρετε και ότι οι χαρακτήρες, που μέσα από αυτούς προσπαθώ να αφηγηθώ αυτά που με αναστατώνουν μέσα μου, συνήθως είναι άσημοι, δεν είναι αυτό που λέμε τα τελευταία χρόνια «επιδραστικοί» στο κοινωνικό σύνολο. Είναι άνθρωποι της καθημερινότητας, του κιλού, των μετόπισθεν, αντιήρωες θα έλεγα, και πάντα επιδιώκω να καταδείξω τις δυνατότητές τους και τη σημασία που έχουν στην εγγραφή μέσα στο ενιαίο κοινωνικό σύνολο, μέσω της γλώσσας, αυτής που προσπαθώ κάθε φορά να φτιάξω για τη λογοτεχνική ατμόσφαιρα της κάθε ιστορίας, ώστε να είναι συμβατή με την εποχή, με τους χαρακτήρες κτλ. Μια γλώσσα που την αντιλαμβάνομαι πότε σαν φιλί, πότε σαν μαχαιριά, την επιθυμώ πάντως αισθαντική, την επιθυμώ να βοηθάει τον αναγνώστη να μην τον πάρει ο ύπνος και σκυλοβαρεθεί, αλλά την επιθυμώ και με μια σεμνότητα, να μην προσπαθεί να προσπεράσει με εκκεντρικότητες, γλωσσικές εκφράσεις που η ακεραιότητά τους έχει κερδίσει έδαφος μέσα στη διαχρονικότητα της γλώσσας. Δεν γίνεται λογοτεχνία -κακά τα ψέματα- δίχως να ακουμπήσεις βαθιά, να ξύσεις σωθικά, καρδιές, ψυχές ανθρώπων. Μέσω των λογοτεχνικών ηρώων προσπαθώ να αγγίξω τον αναγνώστη και να του δώσω ψυχή και σωθικά των χαρακτήρων μου. Αν διαθέτω εγώ, όσο διαθέτω, όταν διαθέτω..., όταν μπορώ να το καταφέρω, γιατί δεν το καταφέρνω πάντα, κάποιες φορές αποτυγχάνω. Και είναι όρος της αληθινής λογοτεχνίας να μπορέσεις να δώσεις ψυχή και σωθικά στους χαρακτήρες σου. Γιατί έτσι έχει σημασία η ιστορία που θα αφηγηθείς, αν είναι αληθοφανείς οι χαρακτήρες, αν αξίζει να ασχοληθούμε μαζί τους, αν δεν είναι απλώς τραλαλά, λαμπεροί που λένε σήμερα στις διάφορες εκπομπές και σάιτ του συρμού, αν μας αφορούν! Και μας αφορούν αν κι εμείς κατά κάποιο τρόπο αξίζουμε και συναντηθούμε σε κάποιες σελίδες μαζί τους. Παρεμπιπτόντως, επειδή νομίζω ότι είμαι καλύτερη αναγνώστρια από πεζογράφος, αν εγώ βρω σε ένα βιβλίο τρείς σελίδες, πέντε σελίδες που αξίζουν και βάζουνε διατύπωση σε κάτι που κι εμένα με απασχολεί και δεν μπορώ να βρω τις λέξεις για να το πω στον εαυτό μου και να ηρεμίσει το μυαλό μου, να μπει σε μια τάξη, αν λοιπόν βρω πέντε σελίδες, έναν ήρωα, έναν χαρακτήρα, λέω χαλάλι! Δεν είμαι απ’ αυτούς που θα ψιψιρίσω και θα πω, περισσεύαν εκατό σελίδες ή ήταν πολύ «εβαπορέ», είχαν μεγαλύτερη ανάπτυξη ή έκανε κοιλιά στη μέση ή αυτό ή εκείνο. Νοιώθω ευγνωμοσύνη στον δημιουργό αν με κάποιο τρόπο με έχει βοηθήσει. Έλεγε ο Πεσσόα μια φράση -που νομίζω τα λέει όλα- ότι η λογοτεχνία και όλη η τέχνη είναι μια απόδειξη ότι η ζωή δεν αρκεί. Αυτό ισχύει για τους δημιουργούς, ισχύει και για τους αποδέκτες της τέχνης. Συγκεκριμένα για τη λογοτεχνία μπορώ να πω ότι πρέπει να είναι ντουέτο ο πεζογράφος με τον αναγνώστη του, δεν πάει κανένας μόνος του πουθενά, δεν γίνεται. Προτιμώ να γράψω κάτι κι εσείς να το συμπληρώσετε με τον καλύτερο τρόπο μέσα σας, να το πάτε και κάπου που εγώ είμαι ανυποψίαστη. Γιατί όπως εγώ κουβαλάω τις δικές μου εμπειρίες, κρυπτομνησίες, ανησυχίες, με τον ίδιο τρόπο κι εσείς, ως πλήρεις υπάρξεις και προσωπικότητες, κουβαλάτε τον δικό σας εαυτό, τα δικά σας ερωτήματα και τις δικές σας εμπειρίες. Κάπου θα συναντηθούμε και ο ένας θα εμπλουτίσει την πραγματικότητα και την περιπέτεια της ζωής του άλλου. Ερχόμαστε στα «ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»... Τι τίτλος είναι αυτός καταρχήν; Aς πούμε… Αισθάνομαι ότι έπαιξε ρόλο σ’ αυτή την περιπέτεια του τελευταίου βιβλίου, το πώς αισθανόμουν εγώ μετά από ένα σερί ματαιώσεων. Έψαχνα να βρω μια εποχή νεότητας, να το πω έτσι… Όχι γιατί αναζητούσα τα στητά βυζιά και τον σφριγηλό ποπό, δεν είμαι τόσο ούφο, αλλά μια εποχή που αγαπούσαμε παράφορα, αγαπούσαμε τρελά, αγαπούσαμε, χωρίς να μας νοιάζει να επαληθευτεί αυτό που αγαπούσαμε, χωρίς να μας νοιάζει να περιμένουμε ανταλλάγματα. Αγαπούσαμε! Θεωρώ την αγάπη κάτι τρομερά σημαντικό και δύσκολο, δύσκολο όσο την επανάσταση! Και θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος που καταφέρνει να αγαπά με ανιδιοτέλεια, πιστεύω ότι είναι ένα κορυφαίο γεγονός, ένα μεγάλο κεφάλαιο για την κοινωνία μας. Τα «Ψιλά γράμματα» λοιπόν, σκεφτόμουνα, είναι ένας τίτλος αληθινά ταπεινός, δεν είναι πόζα, σε καμία περίπτωση, είναι αυτά που θα μπορούσαν να κερδίζουν περισσότερο την προσοχή λόγω της σημασίας τους στη ζωή αλλά τα βάζουμε στην άκρη. Είτε γιατί δεν τα εκτιμούμε, δεν τα ζυγίζουμε σωστά, είτε γιατί δεν μας συμφέρει, ακριβώς επειδή μπορεί να προκαλέσουν ένα είδος ζυγίσματος και του δικού μας εαυτού και της δικής μας ύπαρξης, ένα είδος αυτοκριτικής μέσα στην πορεία του χρόνου. Διάλεξα ως εξώφυλλο, όπως πάντα, ένα έργο της αγαπημένης μου Άννας Παλιεράκη – στην τελευταία φάση της ζωής ήτανε κάτοικος Βριλησσίων – πολύ σπουδαία ζωγράφος για μένα και φίλη από τα νεανικά μας, φοιτητικά χρόνια. Κατά κάποιο τρόπο είχα ορκιστεί από το πρώτο βιβλίο, την «κυρία Κατάκη», της έλεγα, Άννα, αν αξιωθώ να γράψω κι άλλα, θέλω να ‘χω πάντα δικό σου εξώφυλλο. Η Άννα έχει φύγει οκτώ χρόνια από τη ζωή κι εγώ καταφέρνω να βρίσκω πάντα κάτι δικό της. Η ιστορία ξεκινάει το ’72 και ολοκληρώνεται το 2006, δηλαδή περίπου 35 χρόνια κρατάει. Βασικές τοποθεσίες που απλώνεται είναι το Αγρίνιο, ο νομός Αττικής, αλλά υπάρχουν και τα ξεπετάγματα, θα πάμε και στην Κρήτη λιγάκι, θα πάμε και στη Θεσσαλονίκη, μέσω ενός ήρωα, αδελφού του πρωταγωνιστή, θα κάνουμε και πολύ μικρές βόλτες εκτός συνόρων. Βασικός ήρωας είναι ένας άνθρωπος που τον ένοιωσα βήμα – βήμα, σιγά – σιγά, που στην αρχή κρεμάστηκα από πάνω του, γιατί ως ένας ήσυχος, άσημος, όπως σας έλεγα και πριν, όχι ηγετική φυσιογνωμία ή ταγός της κοινωνίας, θα μπορούσε να με συγκρατεί και να με μαζεύει μ’ ένα χαλινάρι, να μην ξεφύγω σε πολιτικολογίες και συνθηματολογίες που καμιά φορά έχω την τάση και μετά ελεεινολογώ τον εαυτό μου. Ήθελα έναν άνθρωπο ταπεινό. Έναν άνθρωπο ταπεινό που να τον εμπιστευτώ, γιατί με πολύ ήσυχο, ήπιο τρόπο, μου δείχνει και μου εξομολογείται ορισμένα πράγματα. Και είναι ένας άνθρωπος που με πλάγιο τρόπο λέει επίσης, την μεγάλη σημασία που έχουν τα τιμαλφή της ζωής, τα μεγάλα θέματα. Κι ένας άνθρωπος που επίσης λέει, ότι μπορεί κάποιος να εξασφαλίσει βασικά υλικά αγαθά, που λείπανε στις προηγούμενες παλιές δεκαετίες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα λείπει το ποίημα. Επαναλαμβάνω ότι λήγει το 2006 η ιστορία μου. Η εξασφάλιση πολλών υλικών αγαθών από τότε έχει αμφισβητηθεί, έχουν λεηλατηθεί αυτά τα πράγματα, ήταν μια εποχή τότε που ο κόσμος νόμιζε, δεκαετίες του ’90 και του 2000, ότι είχε αποχαιρετήσει οριστικά τη φτώχεια, τη μιζέρια και τη μετανάστευση και ότι όλα αυτά, η πόρκα μιζέρια, ανήκαν στα ντοκιμαντέρ και στις έρευνες για το παρελθόν. Ο Μιχάλης Τσιούλης είναι ένας άνθρωπος που αναρωτιέται εάν υπήρξε ποτέ εξυψωμένος. Και θυμάται μια νύχτα του ’73, που άκουσε τη λέξη Ελευθερία, με έναν τρόπο που του έδινε ένα πανανθρώπινο νόημα. Ο Μιχάλης Τσιούλης αγαπά τους έλικες, τις μπίλιες και τα ρουλεμάν γιατί είναι ένας πολύ ευσυνείδητος μηχανικός πυροσβεστικών αεροπλάνων. Και αγαπά και σέβεται τόσο πολύ τη ζωή, δεν διανοείται ότι εξαιτίας μιας αβλεψίας, μιας βίδας, να διακινδυνέψει ένας πιλότος, να διακινδυνέψουν άνθρωποι σε μια πυρκαγιά, να διακινδυνέψουν όμορφα δέντρα, όμορφες κουκουνάρες, όμορφα φυτά, χελώνες και ζώα του δάσους που μπορούν να απανθρακωθούν. Ο Μιχάλης Τσιούλης λέει ότι δεν θέλει ούτε πολύ αγάπη, ούτε πολύ χαρά, ούτε πολλά λεφτά στη ζωή. Θέλει ορισμένα πράγματα που ευφραίνουν την ανυπόκριτη καρδιά του. Ο Μιχάλης Τσιούλης είναι ένας άνθρωπος που δεν θέλει και πάρα πολύ ρεαλισμό στη ζωή του. Με σεμνότητα και πολύ ήσυχο τρόπο, σκέφτεται μερικές φορές αναδρομικά όλη του τη ζωή, σαν αναδρομικές ημερολογιακές εγγραφές, σαν ανεξάρτητα κεφάλαια, τα οποία όμως το ένα συμπληρώνει το άλλο, γιατί κατά κάποιο τρόπο μιλάνε για κορυφαία θέματα στη ζωή του καθενός μας: Για την επιθυμία, την προσδοκία, για την ματαίωση, για τη θλίψη, για την μνήμη. Και όταν λέμε την μνήμη, δεν εννοούμε ένα διάγγελμα ή μια σούμα με τα βερεσέδια του παρελθόντος, αλλά πιο ουσιαστικά πράγματα. Κοντά σ’ αυτόν, υπάρχει ο αδελφός του, ο Κίμωνας, ο οποίος είναι διπλωμάτης καριέρας. Που μετά από μια διαδρομή, θα διαπιστώσει ότι οι φιλοδοξίες του ήταν κενό γράμμα, ο ίδιος αυτοσαρκάζεται και λέει ότι τελικά δεν είναι ολοσέλιδος, όταν παρουσιάζεται ένα βιβλίο του που περνάει στα ψιλά στις εφημερίδες, ένα ακόμη βιβλίο του, δεν είμαι ολοσέλιδος, δεν είμαι δίστηλος, δεν είμαι μονόστηλος, μια απλή παράγραφος ήμουνα. Είναι η μητέρα, η Όλγα, η οποία σκέφτεται ότι λέμε τις αλήθειες μας κατόπιν εορτής, σκεφτόμαστε ορισμένα πράγματα κατόπιν εορτής, πενθούμε κατόπιν εορτής και εξομολογείται και η ίδια ότι νομίζει πως ο φόβος κλαδεύει τα νιάτα. Και την ίδια την κλάδεψε στα δεκαοκτώ. Μια γυναίκα που σημάδεψε ασφαλώς όλη της την οικογένεια και πολύ τον ήρωά μου, μ’ έναν τρόπο, πιστεύω εγώ, που έχει μέσα και πολύ κατανόηση και τρυφερότητα. Είναι ο μπαμπάς, συνταξιούχος δάσκαλος, ο Πολύχρονης, μ’ αυτόν αρχίζει το βιβλίο με μια περίεργη και περιπετειώδη βόλτα, που στη μισή είναι ζωντανός και στην άλλη μισή δεν είναι, οδηγεί ο γιός του. Είναι δάσκαλος, που θεωρεί ότι πολλές φορές το παρελθόν είναι φερτά υλικά και μπάζα για να φρακάρει ο νους, που με την παρέα του των δασκάλων, μας ξεναγών σε πολλές περιπέτειες μικρών και μεγάλων καταστάσεων μέσα στη ζωή. Μια παρέα δασκάλων, που κι αυτούς πολύ τους αγάπησα και προσπάθησα μέσα από αυτούς να μιλήσω και για την οικογένεια, για την οποία πιστεύω ότι ο πιο εύκολος τρόπος για να αποφύγεις την ιεροποίηση, είναι να αποφύγεις και την δαιμονοποίηση. Οι άνθρωποι δεν είναι ένα πράγμα, πότε είναι πιο τρυφεροί, πότε πιο σκληροί, πότε πιο καλοί, πότε πιο δίκαιοι, πότε λίγο άδικοι, η αντιφατικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ένα πολύ μεγάλο κίνητρο για τον συγγραφέα, να ψάξει τα γιατί και τα διότι, δεν είμαστε μονοκόμματοι. Ούτε ο Μιχάλης Τσιούλης. Είναι και άλλοι ήρωες, είναι μια νονά του Κίμωνα, η οποία, λέει ας πούμε, ότι στην ηλικία της ο χρόνος είναι αυτός που δεν γυρνάει, δεν κουτσαίνει και δεν κατουριέται απάνω του ενώ προστίθενται τα χρόνια στη ζωή. Με βεβαρυμμένη προσωπική ζωή η ίδια. Να μην σας ζαλίσω όμως με πολλά πρόσωπα. Έχω εκτιμήσει και κομπάρσους μέσα στην ιστορία μου, όπως τον «Καρβουνιάρη», αυτό είναι ψευδώνυμο ενός ήρωα, συγγενούς της γιαγιάς, ο οποίος υπήρξε αντάρτης παλιά, μετά μετανάστης ανθρακωρύχος στο Σαρλερουά, και μετά επιστρέφοντας, μοναχικός και σημαδεμένος από το παρελθόν, που κρατάει μια τσάπα, γυρίζει στα δασωμένα, σκάβει και ψάχνει να βρει πού είναι παραχωμένα τα οστά του και πού έχει θάψει τον εαυτό του. Το μυστήριο λύνεται μέσα στο βιβλίο. Είναι μια νεαρή Νάντια, βαφτισιμιά ενός δασκάλου, η οποία έχει τριφασικό μυαλό και θεωρεί ότι κάνει καλό στους ανθρώπους μια – δυο φορές στη ζωή τους να πάθουν κάτι γενναία ξεφτυλίκια για να προσγειωθούν και να τους κοπεί η φόρα και ο τουπές. Όλοι μαζί αυτοί τι είναι; Και πολλοί άλλοι που περνάνε, όπως ο προσωπάρχης στη βάση των πυροσβεστικών που δουλεύει ο Μιχάλης, κάποιοι συνάδελφοι, κάποιες σπιτονοικοκυρές, όλοι αυτοί αποτελούν για μένα μια πινακοθήκη, που την βλέπω να συμπληρώνει ήρωες από προηγούμενα βιβλία. Αυτή η πινακοθήκη έχει να κάνει με ανθρώπους καθημερινούς, άλλους προσαρμοστικούς κάθε φορά στις απαιτήσεις της ζωής, άλλους αναχωρητές, γιατί υπάρχουν και οι μεν και οι δε, εμείς μπορούμε να μαθαίνουμε και από τους μεν και από τους δε. Οι καλλιτέχνες και γενικά οι συγγραφείς δεν είμαστε εισαγγελείς να κουνάμε το δάχτυλο, προσπαθούμε να καταλάβουμε, και την μια μεριά και την άλλη. Μέσα σ’ όλους αυτούς, μια εξέχουσα θέση έχει και μια Πόπη, εξίσου υπαρκτό και φανταστικό πρόσωπο, ένα κορίτσι που ο Μιχάλης Τσιούλης το είδε το 1973 στον Επιτάφιο της γειτονιάς του, στον οποίο Επιτάφιο πήγε όχι επειδή ήτανε θρήσκος αλλά επειδή Μεγάλη Παρασκευή είχαν εκτελέσει στο Αγρίνιο, στην πατρίδα του, στη γενέτειρά του οι Γερμανοί 110 ανθρώπους. Ένα βάρος που στα χρόνια του σχολείου, με συγγενείς των εκτελεσμένων και όλα αυτά που παίξανε ρόλο στη ζωή του. Πήγε εκεί και στη χορωδία ξεχώρισε ένα κορίτσι που είχε περασμένο ένα μπουμπούκι στο λουλάκι του ρολογιού, και νόμιζε πως είδε την ίδια τη βραδιά του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του ’73. Είναι ένας άνθρωπος ευαίσθητος και ευάλωτος, που θεωρεί ότι αυτό το πλάσμα εκφράζει εκείνη την εποχή. Την φαντάζεται να μεγαλώνει, πολλές φορές να του κάνει κριτική, ότι κάποια στιγμή θα την συναντήσει για να κάνει μαζί της κάποια συζήτηση για όλα αυτά που έχουν περάσει. Την είπα Πόπη. Στην αρχή την έλεγα Λενιώ μέσα στο βιβλίο, όπως και τον ήρωά μου τον έλεγα Βουκάλη, από ένα συμφοιτητή παλιό, τον Αντώνη τον Βουκάλη, ο οποίος «έφυγε» τον Νοέμβριο, ήταν φοιτητής της ιατρικής και «γιατρός χωρίς σύνορα» και πολύ αγαπητός, πολύ σεμνός συνάδελφος, σύντροφος, συντοπίτης, Χανιώτης, απ’ όλα. Όλα τα συν καλοσύνης και ευσυνειδησίας. Την είπα λοιπόν Πόπη, γιατί θυμόμουν μια κοπέλα από τα παλιά, την Πόπη την Βουτσινά, που είχαμε τον ίδιο γιατρό και την είχα δει στα τελευταία της στο Σισμανόγλειο, και μου είπε ότι στο δωμάτιο επάνω υπάρχει ένα Στέλθ, ήταν ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τότε, τα Στέλθ είναι τα αεροπλάνα που δεν κάνουν ήχο, δεν δίνουν σήμα... Το βιβλίο έχει πολλά μέσα. Και προσωπικά στοιχεία και ασφαλώς μετασκευασμένα και ψιλοκοσκινισμένα. Είναι ένα βιβλίο που δεν ξέρω αν έκανα καλά που το έγραψα να πω την αλήθεια. Βιβλία για το Πολυτεχνείο, για το Πολυτεχνείο – Πολυτεχνείο, δεν θέλω να το παρανοήσετε, δεν θα μπορούσαν να είχαν για τίτλο «Ψιλά γράμματα», σε καμία περίπτωση. Και έχουν γραφτεί ήδη αρκετά, και μυθιστορήματα και δοκίμια και σε ένθετα κυριακάτικων εκδόσεων κτλ, έχει γράψει η Πέπη Ρηγοπούλου, έχει γράψει ο Δημήτρης Παπαχρήστος, η Κωστούλα Μητροπούλου παλιότερα, σε ένθετα εφημερίδων κατά καιρούς ο Σιδέρης, ο Λυγερός, πολλοί, υπάρχουν συλλογικές εκδόσεις που έχουν βγάλει ιστορικοί – και πρόσφατα, πριν δυο – τρία χρόνια βγήκε- πολλών λογιών βέβαια. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις βέβαια, μόλις βγει ένα βιβλίο καταφέρνουμε και σφαζόμαστε μεταξύ μας. Είναι κι ένα δύσκολο θέμα, ίσως επειδή χρειάζεται να περάσει πολύ περισσότερος χρόνος. Δεν θέλω να σας ζαλίσω παραπάνω… Έλεγε ο Ζενέ, «η σκοτεινή, η ανέλπιδη περιοχή όπου δρα ο καλλιτέχνης». Ή έλεγε ο Γκόρκι, «καλλιτέχνης σαν θλιμμένος άνθρωπος. Έχουν ειπωθεί πολλές σπουδαίες φράσεις για τη δουλειά της τέχνης και τη δουλειά της πεζογραφίας, που μπορούμε και να τις αμφισβητήσουμε αν θέλετε, αλλά πολλές φορές κι εμείς που δεν είμαστε Ζενέ, δεν είμαστε Γκόρκι και δεν είμαστε Πεσσόα, απλώς ταπεινά προσπαθούμε στο μέτρο του δυνατού να κάνουμε τη δουλειά μας, καταφέρνουμε κάθε φορά το κατά δύναμιν. Προσωπικά θέλω να σας πω, ότι αρχικά μπορεί να είχα γράψει αρκετά κεφάλαια σε δεκαπεντασύλλαβο, ίσως γιατί σκεφτόμουνα έναν ήρωα σαν τον Μιχάλη Τσιούλη, που τον εμπιστεύτηκα ακριβώς γιατί δεν μου παρουσιάστηκε στο μυαλό μου, ως σοφός, ως ακλόνητος υπερήρωας που κατέχει την αλήθεια για όλο το διάβα του χρόνου στον τόπο μας. Και αλλού, τον εμπιστεύτηκα για την ταπεινοφροσύνη του. Στο τέλος διαβάζω κάθε βιβλίο και νομίζω πως έχω τριγύρω τους ήρωες και κοιτάζω τα μάτια τους, να δω τι θα μου πούνε… Τους ταμπέλωσα στα γρήγορα, τους έκανα μονοδιάστατους και μονόχνοτους; Τον Μιχάλη Τσιούλη είχα στα μάτια μου, μαζί με την μάνα του και τον πατέρα του και τις διάφορες κοπέλες που περάσαν από τη ζωή του και τους δασκάλους και όλους αυτούς, αλλά τον είχα και ήθελα να τολμώ να τον κοιτάξω στο πρόσωπο. Με πολύ αγάπη, έγνοια και με πολύ καλή καρδιά. Παρεμπιπτόντως, ψάχνοντας να βρω κάτι χαρτιά για να κάνω κάποιες ρυθμίσεις όπως πολύς κόσμος, βρήκα αρκετούς από τους δεκαπεντασύλλαβους που είχα γράψει και που τους έχω στο βιβλίο και τρία – τέσσερα κεφάλαια που τα είχα χάσει επίσης, αλλά καλύτερα που δεν τα έβαλα, πιο πυκνό γραπτό. Όσοι το έχετε διαβάσει μπορεί να νομίζετε ότι ήταν πολύ σκοτεινό και βαρύ το βιβλίο αλλά ήθελα να είμαι έντιμη. Σαφώς έχω πιά την τεχνική να μπορώ να κάνω αυτό που λέμε, ένα βιβλίο ισορροπημένο. Στη θλίψη, να βάλω και μερικά κεφάλαια που να είναι πιο αλέγρα. Εγώ θεωρώ ότι υπάρχουν τέτοιες σφήνες στο βιβλίο. Το ζευγάρι των κολυμβητών, για όσους το έχουν διαβάσει, στην Κινέττα. Ανθρώπων μεγάλης ηλικίας που ο ένας στηρίζει τον άλλο και είναι σαν τα κορίτσια της συγχρονισμένης κολύμβησης. Να βάλω εξεπιτούτου, να λοξοδρομήσω για να ισορροπήσω αυτή την απέραντη μοναξιά που έχει ο Τσιούλης, το βιβλίο και που με ξενάγησε σ’ αυτή την μεγάλη περιπέτεια, δεν ήθελα να το κάνω, θα το θεωρούσα ένα πολύ μεγάλο κόλπο. Έχουμε διαβάσει αριστουργηματικά βιβλία για πολέμους, για στρατόπεδα συγκέντρωσης, εδώ ή στο εξωτερικό, που δεν το παίξανε και έτσι κι αλλιώς. Πιστεύω ότι και σκοτεινό να είναι ένα κείμενο, εάν έχει αλήθεια μέσα και εντιμότητα, στο τέλος λειτουργεί λυτρωτικά. Έτσι αισθάνομαι ως αναγνώστρια για το βιβλίο, έτσι ελπίζω να συνεχίσω να λειτουργώ, έτσι ελπίζω να δείτε κι εσείς τα ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ». * Απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από την παρουσίαση του νέου της βιβλίου της Ιωάννας Καρυστιάνη με τίτλο «ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», εκδόσεις Καστανιώτης, που διοργάνωσε το Cine – Δράση την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023 στο ΤΥΠΕΤ, στα Βριλήσσια. Πρόκειται για το πρώτο ημίωρο της εκδήλωσης, όπου η ίδια η συγγραφέας, εκτός κειμένου, μιλάει για το βιβλίο της και τους ήρωές του. Ακολούθησαν ακόμη 110 λεπτά συζήτησης, ένα πολύτιμο και ενδιαφέρον υλικό, που θα προσπαθήσουμε να απομαγνητοφωνήσουμε στη συνέχεια. Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine Δράση

ΣΧΕΤΙΚΑ: Συμβαίνουν στην πόλη μας
ΣΧΟΛΙΑ
Πείτε μας τη γνώμη σας
Τα σχόλια δημοσιεύονται άμεσα και είναι αποκλειστική ευθύνη του συντάκτη του σχολίου. Οι διαχειριστές της παρούσας ιστοσελίδας διατηρούν το δικαίωμα διαγραφής των σχολίων εκείνων που έχουν διαφημιστικούς σκοπούς, κρίνονται ως ρατσιστικά ή προσβάλλουν πρόσωπα.
Τοιχο-διωκτικά

Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω κινδυνεύουμε. Εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους.

Περί ποιήσεως (Μιχάλης Γκανάς)
Ημερολόγιο Δράσεων και Εκδηλώσεων

Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες Δράσεις για τις επόμενες ημέρες...

Newsletter