Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Γιώργου Σκιάνη
Κακός μήνας ο Ιούλης για τη μεγάλη επαρχιακή πόλη με το ηπειρωτικό κλίμα. Και το 1987 τα αιρ κοντίσιον ήταν σχεδόν άγνωστα. Αφόρητη η ζέστη. Κόλλαγαν όλα επάνω μου. Αλλά δεν είχα πάει για διακοπές, ταξίδεψα για δουλειά. Αυτή ήταν η δουλειά μου: ταξίδια. Τριάντα τόσα χρόνια μετά, κάνει πάλι πολύ ζέστη. Αλλά είμαι στην Αθήνα και έχω κλιματισμό. Σερφάρω στο κομπιούτερ και τραβάω πού και πού μια τζούρα φραπέ με τρεις κουταλιές καφέ. Γυρίζω σε μια στιγμή την περιστροφική πολυθρόνα για να ξεμουδιάσω και αντικρίζω τη βιβλιοθήκη που έχω χρόνια να την συγυρίσω και τα βιβλία είναι το ένα πάνω στο άλλο, χωρίς καμιά σειρά και ταξινόμηση. Μου αρέσουν τα βιβλία και πάντα είχα την άποψη ότι στη βιβλιοθήκη δεν μπορεί παρά να είναι μόνο βιβλία, όχι φωτογραφίες, μπιμπελό και βιτρίνες. Με εκνευρίζουν τα λεγόμενα «σύνθετα». Δείχνουν έλλειψη σεβασμού στην πνευματική δημιουργία και στην πνευματικότητα γενικότερα. Όμως να που στη μεγάλη βιβλιοθήκη μου που πιάνει έναν ολόκληρο τοίχο υπάρχουν δυο χρυσά κινέζικα βάζα Canton με καπάκι, μέσα σε μια μικρή βιτρίνα. Αυτό κι αν είναι έκπληξη! Χρόνια τώρα, τα βάζα δεν τα έχω ξεσκονίσει, ούτε καν ακουμπήσει. Το τζάμι της βιτρινούλας είναι βρώμικο και θολό και μετά βίας διακρίνονται. Όμως η ματιά μου τα συναντάει συχνά, γνωρίζει την παρουσία τους κι αυτό μου φτάνει. Φτάνει και περισσεύει για να αφήσει τον νου να ταξιδέψει στην επαρχιακή πόλη, εκείνη την ανυπόφορα ζεστή μέρα που συνάντησα την Πέρσα μετά από δεκατέσσερα χρόνια. Η Πέρσα ήταν γειτόνισσα και συμμαθήτριά μου στο δημοτικό. Ήταν μοναχοπαίδι, ένα κορίτσι γελαστό - χωρίς να είναι χαζοχαρούμενο - σβέλτο και απίστευτα δυνατό. Στο σώμα, στην ψυχή και στο μυαλό δυνατό. Δεν υπήρχε κάτι που να μην έκανε η Πέρσα. Πιάνο, ξένες γλώσσες, μπαλέτο, ενόργανη, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, ιστιοπλοΐα, ξιφασκία, σκοποβολή και πάλι κάτι θα ξεχνάω. Θα κομπλάριζε τους πάντες αν δεν ήταν τόσο καταδεχτική και συνάμα διακριτική. Δεν ανοιγόταν η Πέρσα. Άκουγε με προσοχή, σχεδόν ευλαβικά, ότι είχες να της πεις και προσπαθούσε να σε βοηθήσει, πάντα διακριτικά, λέγοντας την άποψή της. Σπάνια θα την άκουγες να πει κάτι για τον εαυτό της και όταν το έκανε, ήταν απλά μια πληροφορία καθημερινής ρουτίνας. Αν ήταν όμορφη η Πέρσα, με τα κοντά μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια; Ήταν και παραήταν! Αλλά ήταν τόσο έντονη και ξεχωριστή προσωπικότητα που η ομορφιά της πέρναγε σε δεύτερη μοίρα. Τουλάχιστον για μένα. Δεν είχα ποτέ ιδιαίτερα στενές σχέσεις μαζί της. Οι γονείς της ήταν εκπαιδευτικοί, χημικός η μητέρα και φιλόλογος ο πατέρας και μερικές φορές μας είχαν κάνει μάθημα αλλά πιο συχνά το μάθημα σε μένα το έκανε η ίδια η Πέρσα. Μέχρις εκεί ήταν οι σχέσεις μας γιατί εγώ δεν ήμουν πολύ του αθλητισμού και έπαιζα σπίτι με τον μικρότερο αδερφό μου. Στο σχολείο πάλι, οι παρέες μου ήταν άλλες. Στο γυμνάσιο η Πέρσα πήγε στο Αμερικανικό Κολλέγιο κι εγώ στο δημόσιο του Βύρωνα. Συναντιόμασταν πια αραιά και πού στο δρόμο και λέγαμε μια καλημέρα, τι κάνεις. Η Πέρσα πέρασε χημικός μηχανικός από τους πρώτους κι εγώ στην Ανωτάτη με την δεύτερη. Στο φοιτητικό κίνημα ήμουν πολύ ενεργός ενώ εκείνη συμμετείχε σε δεύτερο ρόλο. Συναντηθήκαμε το 1973 στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, χαιρετηθήκαμε εγκάρδια και αγκαλιαστήκαμε. Αυτό ήταν. Μετά την έχασα. Έμαθα πώς πήγε στην επαρχία για να δουλέψει σε κάποιο εργοστάσιο. Εγώ είχα βρει δουλειά σε χαρτοποιεία και είχα παρατήσει τη σχολή. Έγινα εμπορικός αντιπρόσωπος και ταξίδευα στην επαρχία. Εκείνο το βράδυ του ’87 με την αφόρητη ζέστη, πέρασα από το βιβλιοπωλείο που ήταν ακριβώς δίπλα από το ξενοδοχείο για να βρω κάτι να διαβάσω. Ήξερα ότι θα μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Ψάχνοντας είδα το 1934 του Μοράβια και έκανα να το κατεβάσω από το ράφι, όταν άκουσα τη φωνή της. Γύρισα και την είδα. Φορούσε εφαρμοστή αθλητική φόρμα, τα μαλλιά της ήταν μακριά και το μακιγιάζ την έκανε να φαίνεται πολύ διαφορετική απ’ ότι την ήξερα. Όμως η φωνή της ήταν ίδια. Αγκαλιαστήκαμε. Η Πέρσα με ρώτησε πού μένω και της είπα. Μου πρότεινε να έρθω στο σπίτι της που ήταν στην άκρη της πόλης, αρκετά δροσερό και με αιρ κοντίσιον. Αιφνιδιάστηκα και στην αρχή αρνήθηκα αλλά μετά συμφώνησα. Πήγαμε στο σπίτι της, μια μονοκατοικία επιπλωμένη με κλασικά κομμάτια και κάτσαμε στη μεγάλη βεράντα. Έφερε ουίσκι και άναψε ένα πούρο. Με ρώτησε τι κάνω. Της είπα για τη δουλειά, ότι δεν είχα κάνει οικογένεια, ο αδερφός μου είχε φύγει στην Αυστραλία, ο πατέρας μου δεν ζούσε πια και εγώ έμενα με τη μάνα μου στο πατρικό. Εκείνη μου είπε ότι έφυγε στην επαρχία για να πιάσει δουλειά σε εργοστάσιο λιπασμάτων και ότι πριν από πέντε χρόνια έκανε την δική της επιχείρηση για να αξιοποιήσει μια πατέντα της. Τελικά κατάφερε να στήσει ένα εργοστάσιο κατασκευής πυρίμαχων υλικών. Ανύπαντρη κι αυτή σαν κι εμένα. Βρήκαμε κοινό σημείο στη λογοτεχνία και στη τζαζ και μου ζήτησε να διαλέξω από την τεράστια συλλογή με τα βινύλια για να ακούσουμε μουσική από ένα πολύ ποιοτικό στερεοφωνικό συγκρότημα. Φυσικά άφησα την ευθύνη των επιλογών σε εκείνη και η νύχτα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε και χωρίς να χρειαστούμε βοήθεια κλιματιστικού. Το πρωί αγκαλιαστήκαμε και αποχωριστήκαμε. Δεν διατηρήσαμε επαφή. Ώσπου, περίπου τέσσερα χρόνια μετά την συνάντησή μας, με πήρε τηλέφωνο ένα δικηγόρος από την επαρχία. Με ρώτησε αν γνωρίζω την Περσεφόνη Αϊβαλιώτη. Όταν του απάντησα θετικά, με πληροφόρησε ότι δυστυχώς απεβίωσε και με όρισε εκτελεστή της διαθήκης της. Θα έπρεπε να κάνω τον κόπο να μεταβώ στην επαρχιακή πόλη για να μου ανακοινωθεί η διαθήκη και να συνεννοηθώ για το τι οφείλω να πράξω. Η γη έφυγε κάτω από τα πόδια μου. Όλο αυτό ήταν ένα κακό όνειρο. Χρειάστηκα τρεις μέρες για να συνέλθω στοιχειωδώς. Την τέταρτη μέρα έφυγα για την επαρχία και το γραφείο του δικηγόρου. Πρόκειται για μια τραγωδία, μου είπε. Πριν από περίπου ένα χρόνο σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της Αϊβαλιώτη σε αυτοκινητιστικό. Τώρα εκείνη έβαλε τέρμα στη ζωή της. Αυτό το τελευταίο το άκουσα σαν μέσα σε όνειρο. Το επανέλαβα πολλές φορές μέσα μου για να το δεχτώ. Η Πέρσα αυτοκτόνησε. Τους τελευταίους μήνες είχε ρευστοποιήσει τα πάντα. Το εργοστάσιο, τα αυτοκίνητα, το σπίτι επιπλωμένο, τις μετοχές. Τα χρήματα και τα βιβλία τα προόριζε για συγκεκριμένα ιδρύματα που περιθάλπουν κακοποιημένα παιδιά και γυναίκες. Τα βινύλια και το στερεοφωνικό τα άφηνε σε μένα, μαζί με δύο κινέζικα βάζα που ήταν σε βιτρίνα. Πρόσθετε ότι επιθυμούσε να ανοίξω τα καπάκια των βάζων. Το σπίτι θα παραδινόταν στους καινούργιους ιδιοκτήτες σε δυο μέρες. Έπρεπε να βιαστώ. Πήρα τα κλειδιά από τον δικηγόρο και πήγα. Η μονοκατοικία τη μέρα μου φάνηκε διαφορετική. Χωρίς την Πέρσα την ένοιωσα ξένη, εχθρική. Τα σκούρα ήταν όλα ανοιχτά και το φως χιμούσε μέσα βίαια. Δεν άντεξα, έκλεισα τα παράθυρα και άναψα φώτα. Είδα την βιτρίνα και τα κινέζικα βάζα. Τα κατέβασα από την θέση τους και τα άφησα επάνω στο γραφείο. Ανάμεσα τους, στη βιτρίνα, ήταν ένα κλειδί. Το κατέβασα κι αυτό. Πήρα βαθειά ανάσα και ξεκαπάκωσα το ένα βάζο. Είδα μέσα στάχτη. Σκέφτηκα ότι ήταν των γονιών της. Μέσα στις στάχτες βρήκα μια φωτογραφία. Ένας άντρας. Μου φάνηκε γνωστός. Επανέλαβα την διαδικασία και για το άλλο βάζο. Τα ίδια. Στάχτες και φωτογραφία άντρα γνωστού. Μα τι; Ανατρίχιασα. Πριν από λίγους μήνες τα μέσα ασχολήθηκαν για μέρες με δύο κυνηγούς που εξαφανίστηκαν. Είχαν βρεθεί τα σκυλιά τους να γαυγίζουν μέσα σε κλουβιά στην καρότσα του αγροτικού, πολύ αίμα στο χώμα, ίχνη από σύρσιμο και ροδιές από άλλο όχημα. Θυμόμουν ότι οι τύποι αυτοί είχαν συνεργείο αυτοκινήτων αλλά είχαν και παρτίδες με διακινητές ναρκωτικών. Οι έρευνες είχαν στραφεί προς τον υπόκοσμο χωρίς αποτέλεσμα. Σιγά-σιγά το θέμα ξεθύμανε. Είχα αναψοκοκκινίσει. Τα μηλίγγια μου χτυπούσαν ακατάπαυστα. Το μάτι μου έπεσε στο κλειδί. Άνοιγε ένα συρτάρι του γραφείου. Μέσα ήταν μερικές σελίδες ταχτοποιημένες. Ένα ιδιόχειρο γραπτό με τον ωραίο και λιτό γραφικό χαρακτήρα της Πέρσας. Ενημέρωνε ότι αυτοί οι άνθρωποι την άρπαξαν από τον δρόμο και την βίασαν όταν ήταν δεκατεσσάρων. Την εγκατέλειψαν σε ένα ερημικό σημείο. Γύρισε στο σπίτι της, πλύθηκε και συγυρίστηκε. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Κράτησε τον αριθμό του αυτοκινήτου. Από τον αριθμό βρήκε τους δράστες. Πήγε στην επαρχιακή πόλη και τους αναγνώρισε, έχοντας πάρει προφυλάξεις για να μην την δουν. Μετά αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί και να περιμένει με υπομονή την ευκαιρία. Μάζεψε και άλλες πληροφορίες. Δεν ήταν το μοναδικό θύμα. Οι κοπέλες δεν τολμούσαν να μιλήσουν. Όταν πέθαναν οι γονείς της, ένοιωσε ότι έφτασε η ώρα. Ήταν Κυριακή πολύ πρωί. Τους έστησε καρτέρι στο κυνήγι. Τους πυροβόλησε με την καραμπίνα της και τους φόρτωσε με το παπαγαλάκι στο φορτηγάκι του εργοστασίου. Τους μετέφερε εκεί και τους μετέτρεψε σε στάχτη στο καμίνι. Είχε μια δουλειά και την τελείωσε. Έφτασε η ώρα να φύγει κι εκείνη. Άδειασα τις στάχτες στη λεκάνη της τουαλέτας και έκαψα τις φωτογραφίες και τα γραπτά. Φόρτωσα το στερεοφωνικό, τα βινύλια και τα βάζα στο αυτοκίνητο και έφυγα. Ακούω Τελόνιους Μονκ, πίνω ουίσκι και καπνίζω ένα κοχίμπα. Τα μάτια μου είναι στραμμένα στη βιτρίνα που πρέπει να βρίσκονται τα κινέζικα βάζα. Νοιώθω ένα σύγκρυο, σα να περνάει μέσα μου η παγωμένη ψυχή ενός κοριτσιού δεκατεσσάρων χρονών. Ο Γιώργος Σκιάνης είναι Φυσικός – Γεωφυσικός. Ζει στα Βριλήσσια.
ΣΧΟΛΙΑ