Συμβαίνουν στην πόλη μας
Παρουσίαση: Μαρίνα Παπαχριστοδούλου
Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες και ακόμα περισσότερα κοσμητικά επίθετα για να περιγράψει κάποιος τα αισθήματα και τις σκέψεις που προκλήθηκαν σε όσους παρακολουθήσαν την συζήτηση με τον Παντελή Μπουκάλα που οργάνωσε η Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine Δράση την Πέμπτη 6 Απριλίου. Ποιος δεν έχει χορέψει στους ρυθμούς του Μενούση, του Μπιρμπίλη του Μεσούτ αγά; Χωρίς να αναρωτηθεί για το βαθύτερο νόημα του ή να προβληματιστεί για το γεγονός ότι μια γυναίκα τιμωρήθηκε με την εσχάτη των ποινών χωρίς λόγο και εκ του μη όντος; Ποιος δεν ρίγησε στο άκουσμα της «Ανδρονίκης» που «όταν την περνούσαν μπροστά απ’ τον καφενέ εσπάσαν τα ποτήρια που πίνασι καφέ»; Είναι τα δύο τραγούδια με τα οποία άνοιξαν την εκδήλωση οι μουσικοί, μέλη του συγκροτήματος «Ζιαφέτι», Δημήτρης Περρής (λαούτο, φωνή) και Γιώργος Κουβαράς (κλαρίνο). Εξάλλου, αντλούμε μεγάλη απόλαυση διαβάζοντας Παντελή Μπουκάλα. Δημοσιογράφος, συγγραφέας, ποιητής, ερευνητής, βιβλιοκριτικός, μεταφραστής, επιμελητής εκδόσεων, διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, έχει να επιδείξει ένα πλούσιο και πολύπλευρο έργο, αφήνει ιδιαίτερο στίγμα σε ό,τι καταπιάνεται, ξεχωρίζει για την κριτική σκέψη του, το εύρος των γνώσεων, τους ανοιχτούς πνευματικούς του ορίζοντες, το ήθος και τη σεμνότητα του, χαρακτηριστικά καθόλου αμελητέα αυτή την περίοδο. Ανοίγοντας την εκδήλωση η πρόεδρος του Cine–Δράση Μαρίνα Παπαχριστοδούλου, εξήγησε ότι η παρουσίαση της δουλειάς του Παντελή Μπουκάλα έγινε με δύο στόχους: Ο πρώτος είχε ως αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και την - σχεδόν εθιμοτυπική - συζήτηση που πιάνουμε κάθε Μάρτη και αφήνουμε κάθε Απρίλη, για το αν δηλ. υφίσταται ή όχι γυναικείο «πρόβλημα». Δεν θα θέλαμε να δώσουμε εδώ μια απάντηση, που μάλλον είναι προφανής, (εκτός ίσως από κάποιους μελετητές που κλεισμένοι στα γραφεία τους δεν βλέπουν την πραγματικότητα), αλλά θα θέλαμε να δούμε μια διαφορετική πλευρά του προβλήματος, η οποία αφορά την έμφυλη βία και τον τρόπο που η Λαϊκή Παράδοση βλέπει το Γυναικείο Φύλο, ως μιας υπαρκτής και διαχρονικής διάστασης του γυναικείου ζητήματος. O δεύτερος στόχος αφορά το ζήτημα της ταυτότητας. Στην ουσία, το σύνολο της δουλειάς του Παντελή Μπουκάλα μας διευκολύνει να αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Παίρνοντας τον λόγο ο Παντελής Μπουκάλας ξεκίνησε κάνοντας μια περιγραφή της σχέσης του γυναικείου φύλου με το δημοτικό τραγούδι, παίρνοντας αφορμή από τα τραγούδια που προαναφέρθηκαν: «Η «Ανδρονίκη» είναι από τα τελευταία γνήσια δημοτικά τραγούδια που πλάστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως μαρτυρούν οι πηγές. Το πραγματικό γεγονός στο οποίο παραπέμπει, συνέβη στην Πάτρα, όπου μια κοπέλα ντύθηκε τα «ευρωπαϊκά», πήγε στο καφενέ ζήτησε καφέ και σε άλλες παραλλαγές και ναργιλέ. Το να βγει μόνη, χωρίς τη συνοδεία αρσενικού μέλους της οικογένειας της, επρόκειτο για ατόπημα. Και μπορεί εμείς να συνηθίζουμε να υποθέτουμε ότι μόνο στις ισλαμικές κοινωνίες μια γυναίκα χρειάζεται τη συνοδεία αντρός, ωστόσο και στις χριστιανικές κοινωνίες, μέχρι πριν κάποια χρόνια, (σε ορισμένες περιοχές ακόμα και σήμερα), η γυναίκα δεν μπορεί να βγει μόνη χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί... Ακόμα και στα δικαστήρια στους βιασμούς, αν ο δικηγόρος του βιαστή πει ότι η βιασμένη φορούσε μίνι η ετυμηγορία είναι μία: «τάθελε». Δυστυχώς, το γυναικείο ζήτημα είναι βαρύ-βαρύ, ντροπή του - πατριαρχικού - πολιτισμού μας και θα συνεχίσει να είναι, όσο οι εξουσίες δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι υπάρχουν γυναικοκτονίες, ότι ο όρος αυτός έχει ένα ειδικό περιεχόμενο. Ξέρουμε ότι έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη συζήτηση για την γυναικοκτονία, ότι η σημερινή κυβέρνηση αρνείται να αποδεχτεί το ειδικό περιεχόμενο της, αλλά έκαστος με τις αξίες του, τις αποδοχές και τις παραδοχές του. Ας γυρίσουμε την Ανδρονίκη. Το τραγούδι φτιάχτηκε εκεί, στην Πάτρα. Αλλά τα δημοτικά τραγούδια έχουν ένα γνώρισμα: δεν παγώνουν στον χρόνο. Επειδή δεν έχουν ιδιοκτήτη, ταξιδεύουν και όσο ταξιδεύουν αλλάζουν, προσαρμόζονται. Μπορεί να έγινε στην Πάτρα, έφυγε από εκεί, έφτασε στην Ανατολική Ρωμυλία και σε όλα τα μέρη που μιλιέται η ελληνική γλώσσα και τα ιδιώματα της. Η ιστορία έμεινε βασικά η ίδια. Ο αδελφός σκοτώνει την αδελφή επειδή ντρόπιασε την οικογένεια τους, το σόι ολόκληρο. Μπορεί να αλλάζει το όπλο με το οποίο γίνεται ο φόνος, μένει σταθερή αυτή η απίστευτης ομορφιάς εικόνα του στίχου «όταν την επερνούσαν από τον καφενέ, εσπάσαν τα ποτήρια που πίνασι καφέ». Δεν γνωρίζω πολλούς επώνυμους, προσωπικούς ποιητές που δεν θα έδιναν όλα τους τα ποιήματα για να αγοράσουν αυτό το δίστιχο, ο Σολωμός θα το έκανε πάντως. Εγώ θα έδινα όλα μου τα βιβλία, ό,τι είχα και δεν είχα. Θέλω να πω είναι απίστευτης ομορφιάς εικόνες που συγκινούν όταν τις ακούς. Μένει σταθερό το όνομα του Βαγγέλη. Ενώ αντίστοιχα το όνομα της δολοφονημένης αδελφής ξεκινάει από Ανδρονίκη για να γίνει Ευφροσύνη, Φεβρωνία, για να γίνει οτιδήποτε. Στο «Αίμα της αγάπης» έχω καταγράψει όλες αυτές τις παραλλαγές. Ο Βαγγέλης είναι Βαγγέλης σε όλες τις παραλλαγές. Γιατί ο αδελφός είναι ρόλος και το όνομα του ρόλου μένει σταθερό. Είναι ο Ιάγος, Ιάγος θα μείνει παντού. Ενώ Ανδρονίκη είναι όλες οι γυναίκες, όλα τα γυναικεία ονόματα. Οι δημοτικοί τραγουδιστές που δεν είναι μορφωμένοι, δεν έχουν διαβάσει ούτε Σαίξπηρ ούτε αρχαιοελληνική τραγωδία κρατάνε σταθερό το όνομα του Βαγγέλη. Βαγγέλης είναι και στην Κυπριακή εκδοχή, την Σκυριανή, την Ηπειρωτική, παντού είναι ο ίδιος ο Βαγγέλης, το όνομα της γυναίκας αλλάζει γιατί είναι όλες οι γυναίκες. Όλες οι γυναίκες φονεύονται, όλες είναι αξιοφόνευτες. Στην κυπριακή εκδοχή- επειδή υπάρχει μια συζήτηση ότι είναι φτωχή η γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού- για αυτό και ο πρώτος τόμος είναι τόμος γλωσσικής υπεράσπισης του δημοτικού. Δηλαδή ήθελα να αποδείξω ότι το δημοτικό τραγούδι είναι πάμπλουτο σε λέξεις, επινοητικότατο και διεισδυτικότατο. Ιδίως είναι ασύλληπτη η γλωσσοπλαστική ικανότητα στα μοιρολόγια και τα ερωτικά τραγούδια. Η γλώσσα του δημοτικού δεν είναι φτωχή και παρακατιανή. Είναι πλούσια, παιχνιδιάρα και ελευθερόστομη, αποτυπώνοντας έτσι πιστά την ελευθεροφροσύνη του συλλογικού δημιουργού της. Οι εξαιρετικής διαύγειας λέξεις άπαξ που έχω καταγράψει είναι ένα γερό τεκμήριο, πιστεύω, όπως και τα συναρπαστικά πολυσύνθετα που τιμούν το σωματικό ή ψυχικό κάλλος του αγαπημένου προσώπου. Αρκετά τραγούδια «καθαρίστηκαν» από λογίους ή «εμπλουτίστηκαν» για να ταιριάζουν περισσότερο με κάποιο δογματικό και αυθαίρετο «εθνικώς ορθό», κι έχασαν έτσι τον χαρακτήρα τους. Δυστυχώς, αργήσαμε πολύ να δεχτούμε ότι στη δημοτική ποίηση οφείλουμε το ίδιο σέβας που οφείλουμε στην προσωπική ποίηση, αρχαία και νέα. Στην κυπριακή εκδοχή λοιπόν, ακουστήκε ένα ουσιαστικό και ένα ρήμα που είναι περίεργα. Και εγώ πρώτη φορά τα άκουσα: «τραβάει το ριβολβέρι, τη ριβολβόρησε». Αυτό είναι το ρεβόλβερ, όπως το εξελλήνισαν οι Κύπριοι αδελφοί μας που τα κάνουν αυτά. Για αυτούς τα στέκια είναι οι μπριζόλες. Κατάφεραν να εξελληνίσουν το ρεβόλβερ προσθέτοντας ένα γιώτα στο τέλος, όπως στα χωριά το τρακτέρ κλίνεται, γίνεται τα τρακτέρια, όχι τρακτέρς. Το τραγούδι του Μενούση είναι αυτό με τις περισσότερες παραλλαγές από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο δημοτικό. Αγαπημένο τραγούδι παρότι έχει φονικό περιεχόμενο. Και μάλιστα υπάρχει φόνος εκ ζηλοτυπίας χωρίς να υπάρχει ανομία, απιστία εκ μέρους της γυναίκας. Υπάρχει μια φήμη, μια κουβέντα στο καφενείο. Στην Ανδρονίκη την κουβέντα αυτή αναλαμβάνουν να την πουν οι δύο φίλοι του Βαγγέλη, οι οποίοι ουσιαστικά εκπροσωπούν την κοινωνία Αυτοί πηγαίνουν και λένε στο Βαγγέλη, ο οποίος ή δεν θα το πληροφορούνταν ποτέ ή και αν το πληροφορούνταν μπορεί να μην έδινε σημασία. Όταν, όμως, του το λένε οι φίλοι ταυτόχρονα του επισημαίνουν ότι «Βαγγέλη πρέπει να αρθείς στο ύψος των περιστάσεων». Αυτό σημαίνει ότι τραβάω μαχαίρι, δεν υπάρχει άλλη αντίδραση. Πρέπει να αναλάβει το ρόλο του να ξεπλύνει τη ντροπή και η ντροπή ξεπλένεται σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο με αίμα. Στην περίπτωση του Μενούση δεν έχουμε κάτι τις χειροπιαστό. Απλά λέγεται ότι του έδωσε να πλύνει το μαντίλι ή «σαν την είδες, σαν την ξέρεις πες μας τι φορά» όπου ανάλογα με το πόσο αθυρόστομο είναι η παραλλαγή, ξεκινάει με το ότι είδε το φουστάνι και καμιά φορά μπορεί να δει το μεσοφόρι, που ήταν έγκλημα τότε να δει κάποιος το μεσοφόρι. Μιλάμε για εποχές όπου υπάρχουν τραγούδια που όταν φαίνεται ο αστράγαλος της γυναίκας στο ποτάμι που έχει πάει να πλύνει ή στη θάλασσα που έχει κατέβει, αστράφτει και σταματάει ένα ολόκληρο καράβι μαγνητισμένο από την ομορφιά του αστραγάλου. Τα τραγούδια αυτά να σκεφτούμε από ποιους γράφτηκαν και γιατί ενδεχομένως γράφτηκαν. Είναι τεκμηριωμένο ότι -όπως είπε και ο Στίλπων Κυριακίδης, ένας από τους ισχυρότερους και παραγωγικότατους λαογράφους και μελετητές του δημοτικού τραγουδιού και του λαϊκού πολιτισμού γενικότερα- το δημοτικό τραγούδι είναι το «Βασίλειο της Γυναικός», εγώ θα προτιμούσα «Η Δημοκρατία της Γυναίκας», αλλά αυτά είναι προσωπικοί καημοί. Τι θέλει να μας πει και το λέει με όμορφα λόγια ο Κυριακίδης; Ότι τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια είναι δημιουργήματα των γυναικών των γυναικείων ομάδων ή ομίλων, όχι των αντρών. Θα το καταλάβουμε αν σκεφτούμε ότι κανένας άντρας δεν θα κάτσει να γράψει νανούρισμα για το παιδί του. Το πολύ-πολύ να του βάλει στην εποχή μας το νανούρισμα, στο μαγνητόφωνο, στο κινητό. Άρα τα νανουρίσματα ή τα ταχταρίσματα, άλλη μια μεγάλη κατηγορία, είναι γυναικεία δημιουργήματα. Αν και στο Βιζυηνό έχουμε την περίπτωση δημιουργίας μοιρολογιού από άντρα Ρομά. Άλλο ένα παράδειγμα που αποδεικνύει το σπουδαίο ρόλο των Ελλήνων τσιγγάνων στη δημιουργία και τη διάδοση του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Εκεί είναι άντρας που φτιάχνει το μοιρολόι μετά από παραγγελία της χήρας, η οποία κρατάει τον τσιγγάνο σπίτι της, ένα παράσπιτο μάλλον, για να της φτιάξει το μοιρολόι και να τον πληρώσει στο τέλος. Και στη διάρκεια των δύο εβδομάδων ή όσο χρειαστεί, τον σιτίζει κιόλας και τελικά τον κρατάει μια εβδομάδα ακόμα μέχρι να μάθει να το λέει η ίδια καλά. Τα μοιρολόγια είναι κυρίως δημιουργήματα των γυναικών γιατί αυτές είναι που θα κλάψουν. Οι άντρες -και αυτό υπάρχει από παλιά- δεν πρέπει να κλαίνε, ένα θέμα που έχει ασχοληθεί και η αρχαία τραγωδία. Τα τραγούδια της ξενιτιάς είναι επίσης δημιουργήματα των γυναικών, γιατί αυτές μένουν πίσω και πρέπει να συνεχίσουν να δρουν. Ξέρουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις παντρεύοντας σε πολύ μικρή ηλικία, δεν λογοδίνονταν απλώς, έφευγαν ταξίδι για να καζαντίσουν οι σύζυγοι και όταν γυρίσουν, αν γυρίσουν γιατί καμιά φορά τους μάγευε μια μάγισσα ή μια φράγκισα ανάλογα με το που είχαν ξενιτευτεί στην Ανατολή ή τη Δύση. Τα κλέφτικα τραγούδια, ναι, είναι αντρικά δημιουργήματα αλλά κάποια έχουν δημιουργηθεί σχεδόν κατά παραγγελία, καθώς οι κλέφτες είχαν στις ομάδες τους οργανοπαίχτες και μουσικούς που έκαναν τα τραγούδια. Υπήρχαν τέτοιοι και στην αυλή του Αλή Πασά. Μάλιστα λέγεται ότι ο τρίτος του γιος ήξερε αρχαία ελληνικά και έφτιαξε τραγούδι για να τον πείσει, αν θέλει να πολεμήσει να συμμαχήσει με τους Έλληνες που είναι γενναίοι πολεμιστές κλπ. Έχει και αυτό τη σημασία του με την έννοια ότι ο γιος ενός τέτοιου πασά ήξερε ελληνικά. Πότε τα έφτιαχναν οι γυναίκες αυτά τα τραγούδια; Στα νυχτέρια χειμωνιάτικα ή καλοκαιρινά όπου μαζεύονταν στο σπίτι της μιας ή της άλλης για να φτιάξουν τα προικιά, γιατί τα κορίτσια έπρεπε να προικίζονται. Σε αυτά τα νυχτέρια λέγονταν ποιήματα, αινίγματα, έπιναν κανένα λικέρ παραπάνω, ελευθερώνονταν τα στόματα δίνονταν κάποιες πληροφορίες για το τι συνέβη στον παραπάνω μαχαλά, στο διπλανό χωριό, κάποιο δράμα, ένα φονικό και να τη η πρώτη ύλη για το τραγούδι που το έπλαθαν, το δοκίμαζαν. Η ετοιμασία ενός τραγουδιού μπορούσε να κρατήσει και ένα και δύο χρόνια. Ήταν η ομάδα που τα ετοίμαζε, δεν είχαν ιδιοκτήτη, ήταν τραγούδια ακτημόνων. Ακτήμονες ποιητές σήμερα δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όμως κάποια μέρη και λέγεται ότι αν συνεχίσει να δημιουργείται δημοτικό τραγούδι αυτό θα γίνεται στην Κρήτη ή την Κάρπαθο κυρίως με τη μορφή της μαντινάδας. Εκεί, πράγματι φτιάχνονται μαντινάδες εξαιρετικού επιπέδου ακόμα και σήμερα, δύο στις πενήντα, δύο στις εκατό δεν έχει σημασία. Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά ότι οι φίλοι μας οι Κρητικοί τσακώνονται για το τίνος είναι η μαντινάδα. Συνεπώς έχει αλλάξει ο χαρακτήρας της σχέσης του δημιουργού με το δημιούργημα του. Αν ήταν δημοτικοί τραγουδιστές δεν θα ενδιαφέρονταν για την ιδιοκτησία του. Αλλά γιατί δημιουργήθηκαν αυτά τα τραγούδια που αφορούν ακραία περιστατικά, μια αδελφοκτονία στην «Ανδρονίκη» ή μια γυναικοκτονία από το τίποτα στο «Μενούση»; Σκέφτομαι ότι τα τραγούδια είναι αθέλητες μαρτυρίες. Στην δημοτική ποίηση δεν υπάρχει εσκεμμένος χαρακτήρας. Δεν θα φτιάξει ένα ποίημα η ανθρώπινη ομάδα, ο όμιλος, για να το παραδώσει στην αθανασία ή στην επόμενη γενιά. Δεν το σκέφτεται έτσι. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η πρώτη που σκέφτηκε ότι θα την διαβάζουν και αργότερα ήταν η Σαπφώ. Μέχρι τότε, οι προηγούμενοι ποιητές δεν ενδιαφέρονταν για το μέλλον, δεν περνούσε από το μυαλό τους η αθανασία. Η ποίηση είχε παροδικό μόνο χαρακτήρα. Έτσι και το δημοτικό τραγούδι ή ποίημα ήταν παροδικό. Δεν πρόσμενε, δεν ήξερε, άρα δεν στόχευε στο να τραγουδηθεί αύριο-μεθαύριο. Αν συνέβαινε αυτό, θα συνέβαινε, αλλά εμείς δεν θα είμαστε εκεί, σκέφτονταν. Συνεπώς οι μαρτυρίες αυτές είναι αθέλητες, αλλά παραμένουν ισχυρότατες. Χωρίς αυτές δεν θα ξέραμε πολλά για την νοοτροπία των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Γιατί με τα τραγούδια δεν μαθαίνουμε κάποια κομμάτια της ιστορίας μας, αλλά για τις νοοτροπίες, τον τρόπο δηλαδή που οι πρόγονοι μας αντιμετώπιζαν τα μείζονα γεγονότα της ζωής: τον θάνατο, τον έρωτα, την ξενιτιά, την απιστία. Αυτά είναι τα βασικά. Πώς τα αντιμετώπιζαν; Αυτό που έχω δει από τα ακούσματα και τα διαβάσματα μου και με αφοπλίζει γενικά είναι ότι τέτοιο ελεύθερο πνεύμα σπάνια θα βρεις πέρα από τα δημοτικά τραγούδια. Το νόημα τους είναι ελεύθερο και δεν εννοώ μόνο τα κλέφτικα ή τα τραγούδια της ελευθερίας. Παρεμπιπτόντως δεν υπάρχει κλέφτικο τραγούδι που να αναφέρει τη λέξη ελευθερία ή πατρίδα. Το ίδιο ελεύθερο πνεύμα συναντάμε και στη νοοτροπία των προγόνων μας στα μεγάλα γεγονότα και τον έρωτα με μέλη άλλων θρησκειών ή άλλων φυλών. Εδώ είναι ένας ολόκληρος τομέας όπου η ελευθερία του πνεύματος με την οποία αντιμετωπίζονται τα θέματα είναι εξαιρετική. Θέλω να πω ότι το δημοτικό τραγούδι παρακολουθεί όσα συμβαίνουν στη ζωή. Δεν θέλει να δώσει ηθικά διδάγματα. Αν καμιά φορά βρούμε σε κάποιο δημοτικό στο τέλος ένα δίστιχο που μοιάζει με ηθικό δίδαγμα, όπως μάθαμε να γράφουμε στις σχολικές εκθέσεις, πρέπει να υπολογίζουμε ότι αποτελεί προσθήκη από κάποιο λόγιο. Δεν δίνει ηθικά διδάγματα το δημοτικό τραγούδι. Δεν θα πει «πολεμήστε για την ελευθερία». Απλά θα αφηγηθεί το βιογραφικό ενός κλέφτη ή ενός καπετάνιου που σκοτώθηκε για την ελευθερία. Ή την ιστορία μιας ελληνοπούλας που θα σκοτωθεί για την πατρίδα. αυτό το παράδειγμα υπάρχει από μόνο του. Θέλετε να το ακολουθήσετε; Αν όχι, υπάρχουν και άλλοι δρόμοι. Η ζωή έχει ποικιλία. αυτή την ποικιλία δεν την αρνείται, δεν την λογοκρίνει, δεν την αποσιωπά το δημοτικό τραγούδι. Αν η Ελληνοπούλα αγαπήσει Φράγκο, ή ο Έλληνας Φραγκοπούλα, αγάπησαν. Εμείς θα δούμε προς τα που θα οδεύσει η σχέση αν θα ευοδωθεί ή θα εμποδιστεί και θα υπάρξει θάνατος. Η Ελληνοπούλα λέει «κάλιο να δω το αίμα μου τη γης να κοκκινίσει, παρά να δω τα χείλι μου Τούρκος να τα φιλήσει» ή «Φράγκος να τα φιλήσει» ή σε άλλα τραγούδια λέει στη μάνα της «θέλω να πάω στα Γιάννενα να γίνω Βοϊβοδίνα» και αυτά που μου λες εσύ πχ ότι είμαι Ελληνίδα, η δική μου αντοχή αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, εμένα τη Σταυρούλα ή την Παναγιώτα δεν με αφορά. Υπάρχουν χιλιάδες Σταυρούλες και χιλιάδες Παναγιώτες άρα υπάρχουν χιλιάδες συμπεριφορές. Αυτή η λεβεντιά του δημοτικού τραγουδιού να παραδέχεται κάτι που δεν συμβαδίζει με αυτό που θα θέλαμε να γίνεται πρέπει να τη ζηλεύουμε και να της υποκλινόμαστε. Δεν λογοκρίνει τίποτα. Ό,τι συμβαίνει πρέπει να το πει. Και αυτό ισχύει και για τις αγριότερες εκδοχές που δυσκολευόμαστε ακόμα και να τις κουβεντιάσουμε δηλαδή με την παιδοκτονία από την ίδια τη μάνα, όπως στο τραγούδι της «Μάνας Φόνισσας». Ο Νικόλαος Πολίτης λέει ότι θυμίζει τα θυέστεια δείπνα, το δράμα των Ατρειδών δηλαδή, αλλά είναι πιο σκληρό το τραγούδι της «Φόνισσας Μάνας» γιατί στα θυέστεια δείπνα είναι ο θείος που βράζει τα ανίψια του και τα δίνει στον πατέρα τους να τα φάει, ενώ στο τραγούδι είναι η ίδια η μάνα που σκοτώνει το γιο της και τον δίνει να φάει ο πατέρας. Είναι ένα τραγούδι που ξεπερνάει τις αντοχές και του ίδιου του λαϊκού τραγουδιστή για αυτό και προσπαθεί να μετριάσει την τερατωδία. Ξέρουμε από τα κείμενα πολλών ότι οι Έλληνες έπλαθαν τραγούδια για κάθε είδους θέμα. Αλλά γιατί ασχολούνταν με αυτά τα ακραία θέματα οι λαϊκοί τραγουδοποιοί και τραγουδιστές; Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι πάντα οι άνθρωποι ήθελαν να διηγούνται δραματικά γεγονότα και ακραία δραματικά γεγονότα. Στην Οδύσσεια υπάρχουν χιλιάδες τρόποι θανάτου από τέρατα. Στις δημοτικές παραλλαγές δεν υπάρχουν τέρατα. Τέρας μπορεί να γίνει ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο δημοτικός τραγουδιστής δεν το σκέφτεται καν. Το κάνει. διαφορετικά σκέφτεται ο επώνυμος ποιητής που ασχολείται και επηρεάζεται από το δημοτικό τραγούδι, όπως πχ ο Καζαντζάκης που έγραψε τον «Πρωτομάστορα», εμπνευσμένος από το τραγούδι «Το Γεφύρι της Άρτας». Καμιά φορά μπορούμε να σκεφτούμε ότι κάποιος λόγιος μπήκε στο χώρο του δημοτικού τραγουδιού και έφτιαξε αυτός το αρχικό τραγούδι. Αυτό μπορεί να γίνει. Πχ κάποιος που έχει καλύτερη μνήμη, κάποιος που ξέρει γράμματα όπως ο παπάς ή ο δάσκαλος μπορεί να το κάνει. Αλλά αν δεν το αποδεχτεί η κοινότητα την άλλη μέρα θα ξεχαστεί. Αν το αποδεχτεί η ομάδα, όσο ακραίο και να είναι αμέσως θα το εντάξει τη δική της κανονικότητα. Και μόνο έτσι θα περπατήσει το τραγούδι, θα πάει από χωριό σε χωριό, από ένα δήμο στον επόμενο, θα διαδοθεί. Γιατί όπως είπαμε τα τραγούδια ταξιδεύανε, ταξιδευτές ήταν αυτοί που τα τραγουδούσαν και τα μετέφεραν. Ήταν οι αοιδοί και μάλιστα- δεν είναι παραμυθένιο, είναι καταγραμμένο- υπάρχουν πολλοί τυφλοί αοιδοί. Είναι χαρακτηριστική η κουβέντα του Κολοκοτρώνη ότι τα τραγούδια τα φτιάχνουν «οι στραβοί με τες λίρες». Οι στραβοί αυτοί για να βιοποριστούν με τιμή και αξιοπρέπεια μάθαιναν τραγούδια, πήγαιναν στην άκρη του χωριού και τα έλεγαν γιατί δεν ήθελαν να ζητιανεύουν. Είχαν εξαιρετική μνήμη. Ξέρουμε όλοι ότι η απώλεια μιας αίσθησης ενισχύει τις υπόλοιπες. Και οι άλλοι κυκλοφορητές ήταν οι τσιγγάνοι που είχαν το επιπλέον πλεονέκτημα ότι ξέρανε πολλά μουσικά όργανα και κυρίως δύσκολα μουσικά όργανα όπως ο ζουρνάς. Ο ζουρνάς άλλωστε είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο όργανο, γι' αυτό και βρίσκουμε από παλιά τις πληροφορίες ότι το έπαιζαν αποκλειστικά οι Γύφτοι, όπως τους αποκαλούσαν τότε. Στη φυλή αυτή χρωστάει πολλά το δημοτικό τραγούδι, αφού ήταν ο κύριος αναμεταδότης του από περιοχή σε περιοχή, λόγω του νομαδικού της βίου και της μεγάλης εξοικείωσής της με τη μουσική. Παρότι όμως οι ρομά/τσιγγάνοι είναι οι κύριοι συμπαραγωγοί του δημοτικού τραγουδιού και κύριοι μεταφορείς του από περιοχή σε περιοχή, έχουν παραμεριστεί από την ιστορία του και το ίδιο συμβαίνει με τους Βούλγαρους, τους Φράγκους και τους Εβραίους». Τα βιβλία στα οποία βασίστηκε η συζήτηση είναι: - Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, (Άγρα, 2016, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2017) - Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση. (Άγρα, 2017) - Κόκκιν' αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή. (Άγρα, 2019) - Ο έρως και το έθνος. Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπη. Έχει κυκλοφορήσει το 2022 ο πρώτος τόμος που αναφέρεται στις σχέσεις και τους έρωτες των Ελλήνων με τους Βλάχους, Μαύρους, Αρβανίτες, Τούρκους και ετοιμάζεται ο δεύτερος, που αφορά τις αντίστοιχες σχέσεις με τους Ρομά / Τσιγγάνους, «οι οποίοι...», όπως λέει ο συγγραφέας. Τα βιβλία αυτά, αφιερωμένα στην γλωσσική δημιουργικότητα της δημοτικής ποίησης είναι μέρος μιας σειράς με γενικότερο τίτλο «Πιάνω γραφή να γράψω... Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι». Όταν ολοκληρωθεί η σειρά, θα έχουν διερευνηθεί περίπου είκοσι θέματα, με την ανώνυμη ελληνική ποίηση στο κέντρο, αλλά με συχνές αναφορές, «επισκέψεις» τις λέει ο συγγραφέας στην επώνυμη ή προσωπική ποίηση σε όλες τις φάσεις της, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και στην ανώνυμη ποίηση γειτονικών μας λαών. Μαρίνα Παπαχριστοδούλου
ΣΧΟΛΙΑ