Συμβαίνουν στην πόλη μας
Άρθρο του Δ. Δαμίγου, Καθηγητή και Κοσμήτορα της Σχολής Μεταλλειολόγων-Μεταλλουργών Μηχανικών του Ε.Μ.Π.
Στις αρχές Ιουλίου, κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η κυβέρνηση θα θεσμοθετήσει τη λειτουργία «μη κρατικών» ΑΕΙ, χωρίς συνταγματική αναθεώρηση του Άρθρου 16 με «όχημα» τις διακρατικές συμφωνίες στο πλαίσιο του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Σύμφωνα με απόψεις ορισμένων συνταγματολόγων, το Άρθρο 28 αναφέρει ότι οι διακρατικές συμφωνίες υπερισχύουν του κοινού νόμου αλλά δεν υπερισχύουν του Συντάγματος (βλ. άποψη Ακρίτα Καϊδατζή, αναπληρωτή καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ1). Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας προσέγγισης από την πλευρά της κυβέρνησης, με αναφορά στην «ανάγνωση» του Άρθρου 16. Είναι πράγματι απορίας άξιο πώς μπορεί να «αναγνωστεί» το Άρθρο 16, ειδικά οι παράγραφοι 5 και 6 που αναφέρουν: «...5. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση... 6. Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Tο υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει...» Στα σημεία αυτά θα επανέλθουμε στο τέλος. Ένα ακόμη επιχείρημα που ακούγεται μεταξύ άλλων από την πλευρά της κυβέρνησης είναι η ανάγκη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, αναφορικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μεταξύ των κρατών-μελών. Και για το σημείο αυτό, συνταγματολόγοι αναφέρουν ότι, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μεταξύ των κρατών-μελών στον τομέα της εκπαίδευσης υφίσταται ήδη στη χώρα μας μέσω των κολεγίων και των συνεργαζόμενων με αυτά ξένων πανεπιστημίων (βλ. άποψη Ακρίτα Καϊδατζή, αναπληρωτή καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ)1, τα οποία – με σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών της σημερινής και προηγούμενων κυβερνήσεων – παρέχουν πτυχία με επαγγελματική αναγνώριση. Μάλιστα, η αναγνώριση αυτή γίνεται σε βάρος των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων, καθώς εξισώνει από πλευράς επαγγελματικών δικαιωμάτων 4ετή και 5ετή πτυχία με 3ετή ή 4ετή, αντίστοιχα, στην καλύτερη περίπτωση (κι ενώ εκκρεμεί η έκδοση επαγγελματικών δικαιωμάτων για πολλά Τμήματα ή Σχολές του δημόσιου πανεπιστημίου). Αυτό επομένως που επιχειρείται, επί της ουσίας, είναι και η ακαδημαϊκή ισοτίμηση των πτυχίων, με αυτά των ελληνικών πανεπιστημίων, όπως έχει αναφέρει και ο υπουργός ΠΑΙΘ2: «...Επειδή συνεχίζουμε να έχουμε αυτή την απαγόρευση, έστω και για το τελευταίο κομμάτι των ακαδημαϊκών δικαιωμάτων, αυτό γεννάει ένα διεθνές “σινιάλο” ότι η Ελλάδα είναι ένα έθνος εκπαιδευτικά ανάδελφο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ότι έχει αυτή την ιδιαιτερότητα...» Ωστόσο, αυτή η γενικευμένη αναφορά κάθε άλλο παρά αληθής είναι. Τα πτυχία που απονέμονται από πανεπιστήμια του εξωτερικού αναγνωρίζονται με διαδικασίες “fast-track” (εντός 2 μηνών σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ιστοσελίδα «Ερωτήσεις (faq)» του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης - ΔΟΑΤΑΠ), εφόσον το σύνολο των σπουδών έχουν πραγματοποιηθεί αποκλειστικά σε αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής. Στα δε αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής περιλαμβάνονται 4545 πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων πανεπιστήμια από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ομοσπονδία Αγίου Χριστοφόρου και Νέβις ακόμη και από άγνωστες χώρες (όπως αναφέρεται για τα πανεπιστήμια Universitario En Estudios Europeos Contemporaneos και Universidad Distrital "Francisco Jose De Galdas"). Ο λόγος, λοιπόν, που δεν αναγνωρίζονται ακαδημαϊκά οι τίτλοι σπουδών που απονέμονται από συνεργαζόμενα κολέγια ή παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΔΟΑΤΑΠ, είναι οι περιορισμοί που θέτει το Άρθρο 16, καθώς αναφέρεται επί λέξει στην ιστοσελίδα του: «...Πτυχία που απονέμονται μετά από πραγματοποίηση σπουδών ή μέρους σπουδών σε παράρτημα εκπαιδευτικού ιδρύματος της αλλοδαπής στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζονται ακαδημαϊκά, καθώς η αναγνώρισή τους δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος...» Με απλά λόγια, η κυβέρνηση επιχειρεί με ερμηνευτικές ακροβασίες και επιλεκτικές αναγνώσεις να παρακάμψει το άρθρο 16 του Συντάγματος που ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών ξένων πανεπιστημίων κρατικός φορέας επικαλείται ρητά ως περιοριστικό παράγοντα στην αναγνώριση τίτλων σπουδών από μη δημοσίου δικαίου νομικά πρόσωπα που λειτουργών στην Ελλάδα. Πέραν όμως από τα συνταγματικά θέματα που ανακύπτουν από τη συγκεκριμένη πρόθεση της κυβέρνησης (για την οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν έχει υπάρξει καμία σχετική ενημέρωση ούτε διαφαίνεται ειλικρινής διάθεση διαλόγου μέχρι στιγμής), έχει σημασία να διερευνηθούν, στη βάση της διεθνούς και ελληνικής πραγματικότητας, τα επιχειρήματα που επικαλείται η κυβέρνηση και άλλοι υποστηρικτές των ιδιωτικών πανεπιστημίων. «...η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα που δεν έχει μη κρατικά πανεπιστήμια…λύνουμε το θέμα του κρατικού μονοπωλίου...» Καταρχάς θα πρέπει να γίνει σαφές πως δεν υπάρχουν «κρατικά» και «μη κρατικά» πανεπιστήμια, αλλά δημόσια και ιδιωτικά. Αυτοί οι όροι εξάλλου χρησιμοποιούνται και από την Eurostat (public/private). Ποια είναι, λοιπόν, η κατάσταση στην ΕΕ-27 και στο Ηνωμένο Βασίλειο (το οποίο μέχρι το 2020 ήταν μέλος της). Με βάση τα στοιχεία της Eurostat5 η συντριπτική πλειονότητα (άνω του 83%) των εγγεγραμμένων φοιτητών (πλήρους φοίτησης) σε προγράμματα σπουδών επιπέδου Bachelor ή ισοδύναμου, φοιτούν σε δημόσια πανεπιστήμια. Στην Ελλάδα, το Λουξεμβούργο, τη Δανία, την Ιρλανδία και την Ολλανδία, το ποσοστό αυτό ανέρχεται ή αγγίζει το 100%. Επίσης, σε χώρες όπως η Μάλτα, η Βουλγαρία, η Εσθονία (την τελευταία 5ετία), η Γαλλία, η Κροατία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σουηδία, τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 85- 93%. Στον αντίποδα βρίσκονται η Λετονία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το 100% φοιτούν, σύμφωνα με τη Eurostat, σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί πως τα πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κατά βάση δημόσια (μόλις 10 ή λιγότερα ιδιωτικά δίνουν πανεπιστημιακά πτυχία) αλλά είναι ανεξάρτητοι οργανισμοί και για το λόγο αυτό η Eurostat τα κατατάσσει στην κατηγορία των ιδιωτικών αλλά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους μέσω της επιδότησης των διδάκτρων και όχι μόνο, όπως αναφέρεται παρακάτω. Το ίδιο ισχύει και για τη Λετονία, στην οποία λειτουργούν δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια. Επίσης, σε ιδιωτικά πανεπιστήμια φοιτούν περίπου το 60-65% των φοιτητών σε Βέλγιο, Κύπρο και Φινλανδία. Υπάρχει, ωστόσο, ένα ιδιαίτερο σημείο που πρέπει να διευκρινιστεί. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια διακρίνονται σε «ιδιωτικά εξαρτώμενα από την κυβέρνηση ιδρύματα» (Private government dependant institutions), όταν χρηματοδοτούνται κυρίως από δημόσιους πόρους και ως «ανεξάρτητα από την κυβέρνηση» ιδρύματα (Private government independant institutions) όταν χρηματοδοτούνται από ιδιωτικούς πόρους. Στην πραγματικότητα λοιπόν, το σύνολο των αγγλικών και φινλανδικών πανεπιστημίων και η πλειονότητα των λετονικών και βελγικών πανεπιστημίων χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους. Στις υπόλοιπες χώρες (και κυρίως στην Κύπρο), τα ιδιωτικά πανεπιστήμια χρηματοδοτούνται βασικά από ιδιωτικούς πόρους. Συμπερασματικά, με εξαίρεση την Κύπρο, σε όλες τις άλλες χώρες που λειτουργούν ιδιωτικά πανεπιστήμια βασικός χρηματοδότης παραμένει το Κράτος (σε ποσοστό από 80% έως και 100%). Σε ιδιωτικά μη εξαρτώμενα από την κρατική χρηματοδότηση πανεπιστήμια φοιτούν περίπου 9,8% του συνόλου των φοιτητών της ΕΕ-27 (για το έτος 2021, 928.327 φοιτητές σε σύνολο 9.495.315 εγγεγραμμένων φοιτητών πλήρους φοίτησης). Αντίστοιχη είναι και η εικόνα στις σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου. Σε σύνολο ΕΕ-27 πάνω από το 83% των μεταπτυχιακών φοιτητών πλήρους φοίτησης σπουδάζουν σε δημόσια πανεπιστήμια. Σε αρκετές χώρες (Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Κροατία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία και Σουηδία) τα ποσοστά είναι άνω του 90% έως και 100%. Όπως και στην περίπτωση των προπτυχιακών σπουδών, το σύνολο των φοιτητών πραγματοποιούν μεταπτυχιακές σπουδές σε ιδιωτικά πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Λετονία, ενώ υψηλά είναι τα ποσοστά στην Κύπρο (άνω του 80%) και στο Βέλγιο (άνω του 60%) (Σχήμα 6). Ωστόσο, με εξαίρεση την Κύπρο, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που σπουδάζουν οι μεταπτυχιακοί φοιτητές χρηματοδοτούνται κυρίως από δημόσιους πόρους (βλ. Σχήματα 7 και 8). Το 2021, επί του συνόλου των μεταπτυχιακών φοιτητών στην ΕΕ-27 (4.735.307), ποσοστό 13,3% (632.823) φοιτούσε σε ιδιωτικά πανεπιστήμια χρηματοδοτούμενα από ιδιωτικούς πόρους, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Η κατάσταση διαφοροποιείται σημαντικά σε επίπεδο διδακτορικών σπουδών, όπως φαίνεται στα Σχήματα 9 έως 12 που ακολουθούν. Συγκεκριμένα, σε ποσοστό άνω του 94% οι υποψήφιοι διδάκτορες εκπονούν τη διδακτορική τους διατριβή σε δημόσια πανεπιστήμια. Ακόμη και στην Κύπρο το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 70%, ενώ μόνο στη Λετονία και το Ηνωμένο Βασίλειο το 100% των διδακτορικών φοιτητών σπουδάζουν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ωστόσο, και στις δύο αυτές χώρες τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (τα οποία ειδικά στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι ιδιωτικά όπως περιγράφηκε), στηρίζονται στην κρατική χρηματοδότηση. Σε ιδιωτικά, μη εξαρτώμενα από την κρατική χρηματοδότηση, πανεπιστήμια φοιτούν το 80% των φοιτητών της Μάλτας (μόνο το 2021), το 45% των φοιτητών της Σλοβενίας και το 30% περίπου των φοιτητών της Κύπρου. Σε σύνολο ΕΕ-27, ωστόσο, το συνολικό ποσοστό των υποψηφίων διδακτόρων σε ιδιωτικά πανεπιστήμια που στηρίζονται σε ιδιωτικούς πόρους ήταν μόλις 3,2% το 2021 (14.600 σε σύνολο 462.633), επιβεβαιώνοντας πως η έρευνα είναι σχεδόν αποκλειστικά χρηματοδοτούμενη από κρατικούς πόρους. «...θα μείνουν εδώ οι περισσότεροι από τους 40.000 Έλληνες που σπουδάζουν στο εξωτερικό... η Ελλάδα θα γίνει περιφερειακό κέντρο εκπαίδευσης...» Ένα δεύτερο επιχείρημα που προβάλλεται από την πλευρά της κυβέρνησης είναι πως η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα θα συμβάλλει όχι μόνο στην παραμονή στην Ελλάδα του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων που επιλέγουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, αλλά και στην προσέλκυση δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων, χιλιάδων ξένων φοιτητών. Μια πιο ψύχραιμη και αντικειμενική ματιά στα δεδομένα και στα γεγονότα αναδεικνύει μια διαφορετική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Στατιστικού Ινστιτούτου της UNESCO (UNESCO Institute for Statistics – UIS), το 2021 σπούδαζαν στο εξωτερικό 37.530 Έλληνες φοιτητές . Οι Έλληνες φοιτητές σπουδάζουν κυρίως σε Ηνωμένο Βασίλειο (25,3%), Γερμανία (11,6%), Κύπρο (11,2%), Βουλγαρία (11,2%), Τουρκία (7,5%), Γαλλία (6,1%), ΗΠΑ (5,6%), Ιταλία (4,00%), Ρουμανία (2,7%), Ελβετία (2,1%), Σουηδία (1,9%), Δανία (1,9%), Αυστρία (1,4%), Βέλγιο(1,00%), Ισπανία (0,9%), Καναδά (0,6%), Σλοβακία (0,5%), Τσεχία (0,5%), Φινλανδία (0,5%) και Αλβανία (0,5%). Αυτό που κρύβει επιμελώς η κυβέρνηση είναι ότι, όπως δείχνουν σχετικές έρευνες, ένα μικρό ποσοστό (περίπου 5%) των φοιτητών που φοιτούν σε άλλη χώρα παρακολουθούν προπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι επιλέγουν να σπουδάσουν, σε προπτυχιακό επίπεδο, στο εξωτερικό σχετίζονται με το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχα τμήματα στη χώρα τους, ή δεν μπορούν να εισαχθούν στα τμήματα που επιθυμούν (χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα αποτελούν οι ιατρικές σχολές στη χώρα μας). Το μεγαλύτερο ποσοστό μεταβαίνουν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές, προσδοκώντας κατά κύριο λόγο, και σύμφωνα με σχετικές έρευνες8,9, την επαγγελματική αποκατάσταση στη χώρα που επιλέγουν να σπουδάσουν. Η ίδρυση, επομένως, ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν θα έχει σημαντική επίδραση στη μείωση των αριθμών αυτών και η επίκληση της κυβέρνησης στους Έλληνες που σπουδάζουν στο εξωτερικό είναι προσχηματική. Αν επιθυμούσε πραγματικά να παραμείνουν οι φοιτητές αυτοί στην Ελλάδα δεν θα καταργούσε ούτε θα συγχώνευε τα προηγούμενα χρόνια δεκάδες Σχολές και Τμήματα πανελλαδικά, ούτε θα θέσπιζε την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής αφήνοντας δεκάδες χιλιάδες υποψήφιους εκτός ΑΕΙ. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της UNESCO10, στην Ελλάδα το 2021 σπούδαζαν 23.792 ξένοι φοιτητές, τα 2/3 περίπου εκ των οποίων ήταν από την Κύπρο και, ακολούθως, από την Αλβανία (6% περίπου), τη Γερμανία (5% περίπου) και τη Ρωσία (2% περίπου). Το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό των ξένων φοιτητών σχετίζεται με το γεγονός ότι οι αγγλόφωνες χώρες είναι οι πιο ελκυστικές για τους διεθνείς φοιτητές. Αυστραλία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ δέχονται μαζί περισσότερο από το 40% όλων των μετακινούμενων φοιτητών των χωρών του ΟΟΣΑ και των χωρών-εταίρων11. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η φοιτητική μετανάστευση οφείλεται κυρίως στις διαφορές μεταξύ των χωρών προέλευσης και προορισμού ως προς την εκπαιδευτική ικανότητα (π.χ. έλλειψη εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων στη χώρα προέλευσης), τις αποδόσεις ή ανταμοιβές για την εκπαίδευση και τις δεξιότητες του εργαζόμενου, τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις της χώρας υποδοχής, την πιο προσιτή κινητικότητα (π.χ. χαμηλότερο κόστος φοίτησης) και την υψηλότερης ποιότητας εκπαίδευση στη χώρα υποδοχής. Επιπλέον, η απόφαση για σπουδές στο εξωτερικό μπορεί να καθορίζεται από μη οικονομικούς παράγοντες, όπως η πολιτική σταθερότητα ή η πολιτιστική και θρησκευτική εγγύτητα μεταξύ χωρών προέλευσης και προορισμού (αυτή η παράμετρος μπορεί να εξηγεί, για παράδειγμα, τους περίπου 3.000 Έλληνες που σπουδάζουν στην Τουρκία, εάν είναι Έλληνες Μουσουλμάνοι). Στην Ελλάδα, παρατηρείται επίσης μία παραδοξότητα. Οι ξένοι φοιτητές αντιστοιχούν στο 3% περίπου του συνόλου των εγγεγραμμένων προπτυχιακών φοιτητών, στο 1,35% των μεταπτυχιακών και στο 1,3% περίπου των διδακτορικών φοιτητών. Σχεδόν σε όλες τις χώρες το ποσοστό των ξένων φοιτητών αυξάνεται με το επίπεδο εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο, καθώς υπάρχουν εξωγενείς (ως προς την εκπαίδευση) παράγοντες, όπως οι προοπτικές απασχόλησης με ικανοποιητικές συνθήκες και απολαβές και η υποχρηματοδότηση της έρευνας, μεταξύ άλλων. Τέλος, μέχρι στιγμής, δεν έχει δοθεί μια πειστική απάντηση στο εξής ερώτημα: γιατί τα σημερινά κολέγια, τα οποία προσφέρουν προπτυχιακές, μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια, δηλαδή ακριβώς το σχήμα που περιγράφει η κυβέρνηση για τα ιδιωτικά ΑΕΙ, δεν έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να προσελκύσουν ένα σημαντικό αριθμό ξένων φοιτητών; «...τα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας μόνο να κερδίσουν μπορούν...» Ένα ακόμη επιχείρημα που ακούγεται στο δημόσιο διάλογο είναι πως η συνύπαρξη δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων θα ωφελήσει τα δημόσια πανεπιστήμια και θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, και με βάση τη διεθνή εμπειρία αναμένεται να συμβεί το αντίθετο. Καταρχάς, δεν υπάρχει ιδιωτικό πανεπιστήμιο που να μην χρηματοδοτείται, άμεσα ή έμμεσα, από δημόσιους πόρους. Τα συνήθη κανάλια άμεσης χρηματοδότησης είναι δύο. Το πρώτο αφορά στην παροχή φοιτητικών δανείων από το κράτος ή με την εγγύηση του κράτους, καθώς και υποτροφιών προς προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές για να πληρώσουν τα δίδακτρα των σπουδών τους. Το δεύτερο έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση της έρευνας από δημόσιους πόρους. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ πάνω από το 50% των φοιτητών λαμβάνει δάνειο για να καλύψει τα δίδακτρα και το κόστος διαβίωσης κατά η διάρκεια των σπουδών. Περίπου το 93% των συνολικών δανείων προέρχεται από κρατικές (ομοσπονδιακές) πηγές χρηματοδότησης12 κι ένα σημαντικό ποσοστό αυτών καταλήγει σε ιδιωτικά μη-κερδοσκοπικά ή και κερδοσκοπικά πανεπιστήμια (Σχήμα 15). Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, στην πράξη όλα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στις ΗΠΑ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κρατική στήριξη. Μάλιστα, εκτιμάται ότι τα ομοσπονδιακά φοιτητικά δάνεια τους επιτρέπουν να αυξάνουν τα δίδακτρα πολύ υψηλότερα από ό,τι θα μπορούσαν διαφορετικά να χρεώνουν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μολονότι – όπως αναφέρθηκε – τα πανεπιστήμια είναι κατά βάση δημόσια (σε πρόσφατη μελέτη αναφέρεται ότι από τους 813 ιδιώτες παρόχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μόνο 10 προσφέρουν πανεπιστημιακό πτυχίο15), η άμεση κρατική χρηματοδότηση μειώθηκε, σε πραγματικές τιμές, κατά 63% μεταξύ 2008-2019, ήτοι από 7,097 δισ. λίρες, το 2008, σε 3,335 δισ. λίρες, το 201916. Ο λόγος ήταν πως η χρηματοδότηση αυτή κατευθύνθηκε σε φοιτητικά δάνεια, τα οποία αυξήθηκαν από 1,914 δισ. λίρες, το 2008, σε 9,127 δισ. λίρες, το 2019. Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η υποκατάσταση της κρατικής επιχορήγησης με την παροχή φοιτητικών δανείων από το κράτος δεν είναι «ουδέτερη». Η κρατική επιχορήγηση μετατρέπεται σε ιδιωτικό χρέος και δη σε επιχειρηματική δραστηριότητα κατά την οποία ο δανειστής (εν προκειμένω το Δημόσιο), θα λάβει το ποσό που χορήγησε προσαυξημένο με τόκους. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το οικονομικό αποτέλεσμα όμως δεν αλλάζει για τα πανεπιστήμια, καθώς λαμβάνουν την κρατική χρηματοδότηση έμμεσα από τα δίδακτρα που καταβάλλουν οι φοιτητές. Ωστόσο, η πολιτική αυτή έχει ωθήσει τα δημόσια πανεπιστήμια στο όριο της χρεοκοπίας. Γιατί συνέβη αυτό; Όταν οι εποχές ήταν καλές, τα πανεπιστήμια επένδυσαν μεγάλα ποσά κυρίως στη βελτίωση των κτηριακών τους εγκαταστάσεων για να προσελκύσουν περισσότερους φοιτητές και, συνεπώς, μεγαλύτερα έσοδα. Από το 2014 έως το 2019 ξόδεψαν «σχεδόν όσο το συνολικό κόστος της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012» (πάνω από 8,8 δισ. λίρες), αλλά σχεδόν το σύνολο των επενδύσεων αφορούσε στην κτηριακή και όχι στην τεχνική υποδομή που είναι απαραίτητη για την ψηφιακή μετάβαση αλλά και την πραγματοποίηση έρευνας. Αντίστοιχα προβλήματα εμφανίστηκαν και στις ΗΠΑ. Το 2016, λόγω της πίεσης των λειτουργικών εξόδων, των ορίων στις αυξήσεις των διδάκτρων και του αυξανόμενου ανταγωνισμού, 176 ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έκλεισαν ή ενοποιήθηκαν με άλλο ίδρυμα. Και ενώ οι περισσότεροι από τους φοιτητές που επηρεάστηκαν ήταν σε κερδοσκοπικά ιδρύματα, τα περισσότερα από τα ίδια τα ιδρύματα (101 από τα 176) είναι μη κερδοσκοπικά. Οι επιπτώσεις από τις δυσμενείς εξελίξεις επεκτάθηκαν στο διοικητικό προσωπικό, τους φοιτητές, το διδακτικό προσωπικό και αλλά και τις τοπικές κοινωνίες. Πέραν όμως από τους δημόσιους πόρους που κατευθύνονται σε ιδιωτικά πανεπιστήμια μέσω της πληρωμής διδάκτρων των φοιτητών (κυρίως με τη μορφή δανείων και λιγότερο μέσω υποτροφιών, π.χ. στις ΗΠΑ το 2021-22 οι υποτροφίες από ομοσπονδιακές πηγές χρηματοδότησης ανήλθαν σε 39,3 δισ. δολάρια περίπου και τα αντίστοιχα δάνεια σε 89,6 δισ. δολάρια14), τα ιδιωτικά πανεπιστήμια χρηματοδοτούνται από το Κράτος και για τη διεξαγωγή έρευνας. Στις ΗΠΑ, η συνολική χρηματοδότηση της έρευνας στην ανώτατη εκπαίδευση ανέρχεται σε 80,842 δισ. δολάρια, εκ των οποίων το 51,3% χρηματοδοτείται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το 5,5% από τη μη-κεντρική κυβέρνηση. Αξίζει να αναφερθεί ότι μόλις το 6% της έρευνας χρηματοδοτείται ιδιωτικούς πόρους. Επίσης, σε ποσοστό 27,5% η έρευνα είναι αυτοχρηματοδοτούμενη και αφορά κυρίως (63%) σε βασική έρευνα. Για παράδειγμα, κατά το οικονομικό έτος 2022, οι ερευνητικές δαπάνες στο ΜΙΤ, το οποίο είναι ιδιωτικό πανεπιστήμιο, ανήλθαν σε 783,2 εκατ. δολάρια. Tο 67% περίπου της έρευνας χρηματοδοτήθηκε από δημόσιους πόρους (ομοσπονδιακή κυβέρνηση, κρατικούς φορείς, πολιτειακές κυβερνήσεις, κλπ.). Το υπόλοιπο 33% χρηματοδοτήθηκε από: τη βιομηχανία (19% επί του συνόλου), μη κερδοσκοπικά ιδρύματα (12%) και το ίδιο το πανεπιστήμιο (2%). Αντίστοιχη είναι η εικόνα στα περισσότερα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Είναι, επομένως, προφανές ότι η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ στην Ελλάδα θα μειώσει περαιτέρω τους διαθέσιμους ερευνητικούς πόρους για τα δημόσια πανεπιστήμια, όπως και τους πόρους από προγράμματα ΕΣΠΑ που αφορούν σε ερευνητικές υποδομές κ.ά. Όπως αναφέρει η κυβέρνηση, η ίδρυση των ιδιωτικών ΑΕΙ θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των πανεπιστημίων προκειμένου να λάβουν μεγαλύτερο μερίδιο από τη (μικρή) πίτα. Όμως, η ενίσχυση του ανταγωνισμού δεν έχει απαραίτητα θετικό πρόσημο. Το 2004, έρευνα του Observer έδειξε ότι τα βρετανικά πανεπιστήμια που βρίσκονταν υπό οικονομική πίεση λόγω ανταγωνισμού απένεμαν πτυχία σε φοιτητές που θα έπρεπε να αποτύχουν στις εξετάσεις, με αντάλλαγμα τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους δίδακτρα24. Στο πιο γνωστό παράδειγμα, ο καθηγητής R. Wynne, επικεφαλής του Τμήματος σχεδιασμού, μηχανικής και πληροφορικής του Πανεπιστημίου του Bournemouth, έστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο διδακτικό προσωπικό καλώντας τους διδάσκοντες να «ελαχιστοποιήσουν» τον αριθμό των αποτυχόντων φοιτητών στις εξετάσεις λόγω της πτώσης των αιτήσεων. Το σκάνδαλο των «πτυχίων προς πώληση» άγγιξε ακόμη και διάσημα ιδρύματα και αφορούσε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, ξένους και εγχώριους φοιτητές. Καθηγητές σε ιδρύματα σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Οξφόρδης, του Λονδίνου και του Swansea, δήλωσαν στον Observer ότι το σκάνδαλο υπονομεύει τα ακαδημαϊκά πρότυπα, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν δημοσίως για να μην χάσουν τη δουλειά τους. H έμμεση χρηματοδότηση λαμβάνει χώρα μέσω της φοροαπαλλαγής των ιδιωτικών δωρεών, της απαλλαγής των ιδιωτικών πανεπιστημίων από τους φόρους ακίνητης περιουσίας και, μερικές φορές, και από τους φόρους επί των εσόδων από τα δίδακτρα και την παροχή υπηρεσιών. Πέραν όμως από τις αρνητικές αυτές πτυχές του ανταγωνισμού, υπάρχει μία ακόμη πτυχή του προβλήματος που πρέπει να συζητηθεί: με ποιους όρους θα κληθούν τα δημόσια πανεπιστήμια να ανταγωνιστούν τα ιδιωτικά; Η επόμενη ενότητα επιχειρεί να διερευνήσει αυτή τη διάσταση. «...”Ναυαρχίδα” είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο....» Ο υπουργός ΠΑΙΘ, σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη, δήλωσε πως το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί για την κυβέρνηση τη «Ναυαρχίδα» της ανώτατης εκπαίδευσης. Ποια είναι όμως η αλήθεια; Η απόπειρα για την αναθεώρηση του άρθρου 16 που επιχειρήθηκε το 2006-2007 από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και τη συναίνεση αρχικά του ΠΑΣΟΚ, απέτυχε χάρη στο πανεκπαιδευτικό μέτωπο που αναπτύχθηκε, με αιχμή του δόρατος το φοιτητικό κίνημα. Μετά το 2007, ξεκίνησε μία συστηματική προσπάθεια απαξίωσης των δημόσιων πανεπιστημίων, αξιοποιώντας στο έπακρο τη χρυσή ευκαιρία που δόθηκε με την οικονομική κρίση. Τα πανεπιστήμια εξαθλιώθηκαν οικονομικά και λειτουργικά. Σύμφωνα με στοιχεία της EUA25, η κρατική χρηματοδότηση μειώθηκε σε πραγματικούς όρους, μεταξύ 2009-2016, σε ποσοστό άνω του 65%. Μάλιστα, η μείωση αυτή συνοδεύτηκε με ταυτόχρονη αύξηση των φοιτητών, όπως φαίνεται και στο Σχήμα 1926. Ο οικονομικός στραγγαλισμός συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat27 (βλ. Πίνακα 4), το 2017 η μέση δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή στην Ελλάδα ήταν 1.480 ευρώ περίπου, η χαμηλότερη στην ΕΕ-27 και μόλις στο 15,5% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (9.553 ευρώ). Αντίστοιχη ήταν η εικόνα για το 2018 και το 2019 (τελευταίο έτος που αναφέρονται στοιχεία για την Ελλάδα και όλες τις χώρες). Το 2019, η μέση δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή στην Ελλάδα ήταν 1.780 ευρώ, περίπου το 17,5% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (10.132 ευρώ). Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, το ίδιο έτος, η δημόσια χρηματοδότηση ήταν 2.759 και 3.533 ευρώ ανά φοιτητή, αντίστοιχα. Με βάση τα στοιχεία της πιο πρόσφατης έκθεσης της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ)28, ο συνολικός αριθμός των ενεργών προπτυχιακών φοιτητών (σημειώνεται ότι στην έκθεση της ΕΘΑΕΕ ως ενεργοί φοιτητές θεωρούνται όσοι εγγράφονται μέχρι ν+2 έτη), των μεταπτυχιακών φοιτητών και των εν ενεργεία υποψηφίων διδακτόρων ήταν 503.864. Αν η δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή ανερχόταν στο μέσο όρο της ΕΕ-27, η συνολική κρατική δαπάνη θα έπρεπε να αγγίζει τα 5,1 δισ. ευρώ έναντι των 938,7 εκατ. ευρώ που τελικά διατέθηκαν. Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι, η δημόσια αυτή χρηματοδότηση περιλαμβάνει τις πιστώσεις μισθοδοσίας, τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και την ετήσια επιχορήγηση από το ΥΠΑΙΘ. Συνεπώς, σε ορισμένες κρίσιμες κατηγορίες δαπανών η μείωση που έχει επέλθει είναι μη διαχειρίσιμη. Στο ΕΜΠ, για παράδειγμα, η επιχορήγηση του Τακτικού Προϋπολογισμού για λειτουργικές δαπάνες μειώθηκε μεταξύ 2009-2021 κατά 70% περίπου (από 11,165 εκατ. ευρώ σε 3,386 εκατ. ευρώ περίπου). Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος αρκεί να αναφερθεί ότι με βάση τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό για το έτος 2021, οι εγγεγραμμένες δαπάνες για τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο, καθαριότητα και ύδρευση ήταν 3,635 εκατ. ευρώ, δηλ. 249 χιλ. ευρώ υψηλότερες από το σύνολο του Τακτικού Προϋπολογισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμισθεί πρακτικά το Αποθεματικό του Ιδρύματος, καθώς από 4.995.503 ευρώ το 2019, μειώθηκε σε 3.518.918 ευρώ και περαιτέρω σε 1.735.478 ευρώ το 2021. Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου το 2022, το αποθεματικό ήταν 1.830.764 ευρώ, ήτοι μειωμένο κατά 63,4% σε σχέση με το 2019. Παράλληλα με την υποχρηματοδότηση, τα δημόσια πανεπιστήμια βρίσκονται αντιμέτωπα με την υποστελέχωση του διδακτικού προσωπικού. Ο λόγος φοιτητών ανά διδακτικό προσωπικό στην Ελλάδα με βάση την ΕΘΑΑΕ28 είναι ο χειρότερος στην ΕΕ-27, καθώς, το 2020, αντιστοιχούσαν 47 φοιτητές ανά μέλος διδακτικού προσωπικού έναντι περίπου 13 φοιτητών ανά μέλος διδακτικού προσωπικού στην ΕΕ-27. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ29 (Πίνακας 5), το συνολικό διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων30 που ανήκει στο τμήμα και διδάσκει σε αυτό, αυξήθηκε κατά 23,3% μεταξύ 2001/02 και 2008/09 και τα μέλη του τακτικού διδακτικού προσωπικού (μέλη ΔΕΠ) κατά 32,6%. Μεταξύ 2008/9 και 2016/17, το συνολικό διδακτικό προσωπικό μειώθηκε κατά 3,1% και τα μέλη ΔΕΠ κατά 19,3%. Κατά τα ακαδ. έτη 2017/18 έως 2019/20 φαίνεται ότι υπάρχει αύξηση τόσο του συνολικού διδακτικού προσωπικού, όσο και των μελών ΔΕΠ. Ωστόσο, η αύξηση αυτή είναι πλασματική καθώς από το ακαδ. έτος 2017/18 προσμετράται και το διδακτικό προσωπικό των πρώην ΑΤΕΙ. Αν ληφθεί υπόψη το συνολικό διδακτικό προσωπικό και τα μέλη ΔΕΠ των ΑΤΕΙ για το ακαδ. έτος 2008/09 (11.278 και 2.322, αντίστοιχα), η μείωση του διδακτικού προσωπικού μεταξύ 2008/9 και 2019/20 είναι περίπου 24% και αυτή των μελών ΔΕΠ περίπου 22%. Παράλληλα, ωστόσο, αυξήθηκε ο αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2008/9 και 2019/20 ο αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών, λαμβάνοντας υπόψη μόνο όσους βρίσκονται εντός της προβλεπόμενης διάρκειας φοίτησης κατά την ΕΛΣΤΑΤ, αυξήθηκε πάνω από 60%. Σημειώνεται πως η αύξηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι προσμετρώνται (μετά το ακαδ. έτος 2016/17) και οι φοιτητές των πρώην ΑΤΕΙ. Αυτό ωστόσο συμβαίνει και για τα μέλη του διδακτικού προσωπικού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μείωση των μόνιμων μελών ΔΕΠ και αύξηση άλλων κατηγοριών διδασκόντων με επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Για παράδειγμα, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ29, το ακαδημαϊκό έτος 2009/10, το διδακτικό προσωπικό που ανήκε στο τμήμα και δίδασκε σε αυτό αριθμούσε 13.299 μέλη εκ των οποίων το 71,5% ήταν μέλη τακτικού διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού (ΔΕΠ). Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019/20, το διδακτικό προσωπικό ανερχόταν σε 19.063 μέλη, αλλά μόλις το 52,1% ήταν μέλη ΔΕΠ. «... η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα ωφελήσει και την κοινωνία και την οικονομία...» Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα ωφελήσει την κοινωνία και την οικονομία, κάνοντας λόγο για αύξηση του ΑΕΠ (κατ’ εκτίμηση 1%, δηλαδή πάνω από 2 δισ. ευρώ…), προσέλκυση ξένων επενδύσεων, δημιουργία νέων θέσεων διδακτικού προσωπικού, κ.ά. Μάλιστα, το ίδιο το ΥΠΑΙΘ, στις ερωτήσεις και απαντήσεις που έδωσε για το «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο» σημειώνει χαρακτηριστικά: «...Σε πολλές χώρες άλλωστε η ίδρυση ή η περαιτέρω ανάπτυξη μη κρατικών πανεπιστημίων συνετέλεσε σημαντικά στην αύξηση τόσο της πρόσβασης των παιδιών των ασθενέστερων οικονομικά οικογενειών στην ανώτατη εκπαίδευση όσο και της κοινωνικής κινητικότητας...» Ποια είναι όμως η πραγματικότητα; Καταρχάς, όπως το θέτει ο οικονομολόγος Joseph Stiglitz, «...η πρόσβαση στην καλή εκπαίδευση εξαρτάται όλο και περισσότερο από το εισόδημα, την εκπαίδευση και τον πλούτο των γονέων…». Αυτό βέβαια ισχύει όχι μόνο για την τριτοβάθμια αλλά και για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, υπάρχουν αρκετές μελέτες που δείχνουν ότι η πρόσβαση στα κορυφαία ιδρύματα παρουσιάζει έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση. Μάλιστα, οι ανισότητες δεν οφείλονται μόνο στο κόστος φοίτησης. Οι διαφορές στην πρόσβαση σε ελίτ ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι πολύ πιο έντονες, καθώς υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί με τους οποίους οι οικογένειες με υψηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο μπορούν να αποκτήσουν πλεονέκτημα στην πρόσβαση σε τέτοια ιδρύματα. Για παράδειγμα, οι κανόνες «κληρονομιάς» είναι ιδιαίτερα σημαντικοί στα φημισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ενώ παιδιά από την εργατική τάξη έχουν λιγότερες πιθανότητες να φοιτήσουν σε πανεπιστήμια υψηλού κύρους. Όπως αναφέρεται από τον Simon Marginson, καθηγητή Διεθνούς Ανώτατης Εκπαίδευσης στο University College London και διευθυντή του Κέντρου ESRC/HEFCE για την Παγκόσμια Ανώτατη Εκπαίδευση, η Suzanne Mettler στο βιβλίο της “Degrees of Inequality” σημειώνει ότι, το 1970, το 40% των φοιτητών στις ΗΠΑ, των οποίων οι οικογένειες ανήκαν στο ανώτερο εισοδηματικό τεταρτημόριο, είχαν αποκτήσει πανεπιστημιακό πτυχίο μέχρι την ηλικία των 24 ετών. Μέχρι το 2013 το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί στο 77%. Για τις οικογένειες που ανήκαν στο κατώτερο εισοδηματικό τεταρτημόριο το 1970, μόνο το 6% αποκτούσε πανεπιστημιακό πτυχίο και μέχρι το 2013, το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί μόλις στο 9%. Επίσης, ο Joseph Soares, στο βιβλίο του “The Power of Privilege: Yale and America's Elite Colleges” έδειξε ότι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια της κατηγορίας 1 (Tier 1) στις ΗΠΑ, το 64% των φοιτητών προέρχεται από οικογένειες που το εισόδημά τους ανήκει στο ανώτερο 10% και ότι, σύμφωνα με τον Πρύτανη του Yale, μόνο το 5% των αμερικανικών οικογενειών μπορούν να πληρώσουν το συνολικό κόστος των διδάκτρων. Πρόσφατη έρευνα των Caroline Hoxby και Christopher Avery δείχνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών με πολύ υψηλές επιδόσεις αλλά με χαμηλό εισόδημα δεν υποβάλλουν καν αίτηση σε φημισμένα (και υψηλού κόστους) πανεπιστήμια. Επιπλέον, όσοι προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, επιλέγουν κυρίως διετή αντί για τετραετή προγράμματα σπουδών για να μειώσουν το κόστος φοίτησης. Η υπερεκπροσώπηση των φοιτητών από οικογένειες με υψηλό εισόδημα στα πιο φημισμένα και επιλεκτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικά στα ιδιωτικά, δεν παρατηρείται μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη35. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να μην ευθύνεται για τις ακραίες εισοδηματικές ανισότητες, οι οποίες απορρέουν από το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά οι ανισότητες αυτές υπονομεύουν αναμφίβολα την αξιοκρατική κρίση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Εκτός από τις ανισότητες αναφορικά με την πρόσβαση στα υψηλού κύρους και κόστους ιδρύματα, οι φοιτητές που προέρχονται από χαμηλού εισοδήματος οικογένειες είναι αντιμέτωποι με τον εφιάλτη των φοιτητικών δανείων. Στις ΗΠΑ, το ποσό των οφειλόμενων φοιτητικών δανείων υπερβαίνει τα 1,76 τρισ. δολάρια (κάθε φοιτητής/απόφοιτος οφείλει κατά μέσο όρο 37.718 δολάρια σε κρατικά δάνεια, ενώ αν συμπεριληφθεί και το ιδιωτικό χρέος, το ποσό αυξάνει σε 40.500 δολάρια περίπου)36. Μάλιστα, το μέσο χρέος σε φοιτητικά δάνεια για τις νομικές σχολές ανέρχεται σε 145.500 δολάρια, για τις ιατρικές 201.490 δολάρια σε και για τις οδοντιατρικές σε 292.169 δολάρια. Για να αποκτήσουμε μια αίσθηση των μεγεθών, το πρώτο τρίμηνο του 2023, το ελληνικό δημόσιο χρέος ανερχόταν σε 335,27 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 1/5 του χρέους των φοιτητικών δανείων στις ΗΠΑ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο τα δίδακτρα εισήχθησαν αρχικά το 1998, με ένα «συμβολικό τέλος» 1.000 λιρών. Το 2012 είχαν αυξηθεί στις 9.000 λίρες και σήμερα ανέρχονται σε 9.250 λίρες. Σύμφωνα με έκθεση του IFS38, οι φοιτητές από τα φτωχότερα στρώματα συσσωρεύουν χρέος 57.000 λιρών για να αποφοιτήσουν από ένα τριετές πρόγραμμα σπουδών. Το ύψος των φοιτητικών δανείων, το 2023, πλησίασε τα 206 δισ. λίρες, από μόλις 10 δισ. λίρες, το 2001-2002, με δυσοίωνες προβλέψεις. Το 2013 πωλήθηκαν σε ιδιωτικά funds φοιτητικά δάνεια ύψους 900 εκατ. λιρών για μόλις 120 εκατ. λίρες και το 2017 πουλήθηκαν δάνεια λογιστικής αξίας 2,5 δισ. λιρών για 1,7 δισ. λίρες. Αυτό έχει δραματικές συνέπειες για τους φοιτητές, καθώς είναι γνωστή η επιθετικότητα των ιδιωτικών funds, όπως έχει αποδειχθεί από τη δράση τους και στη χώρα μας στο πεδίο των στεγαστικών δανείων. Όμως οι επιπτώσεις των διδάκτρων δεν σταματούν εκεί. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι χιλιάδες φοιτητές αναγκάζονται να εργαστούν σε διάφορους – και όχι πάντα θεμιτούς – τομείς για να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους στο πανεπιστήμιο, ενώ οι απόφοιτοι που έχουν δάνεια καθυστερούν να δημιουργήσουν οικογένεια, ειδικά οι γυναίκες, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην απόκτηση κατοικίας45, βασίζονται σε κοινωνικά επιδόματα για να επιζήσουν κλπ. Όσον αφορά στο διδακτικό προσωπικό, η πραγματικότητα φαίνεται να καταρρίπτει το μύθο των καλοπληρωμένων από τα δίδακτρα διδασκόντων στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Οι δαπάνες των ιδιωτικών πανεπιστημίων (τα οποία κατά κανόνα χρεώνουν υψηλότερα δίδακτρα από τα δημόσια) για τις αμοιβές του διδακτικού προσωπικού είναι στις περισσότερες χώρες χαμηλότερες σε σχέση με τα δημόσια πανεπιστήμια. Μάλιστα, σε ορισμένες χώρες που δεν έχουν δίδακτρα, ούτε σε προπτυχιακό ούτε σε μεταπτυχιακό επίπεδο, τα πανεπιστήμια δαπανούν μεγαλύτερα ποσοστά στη μισθοδοσία του εκπαιδευτικού προσωπικού και προσφέρουν υψηλότερες απολαβές. Εκτός από τις μισθολογικές απολαβές, και παρά τη διαρκή άνοδο του ύψους των διδάκτρων, επιδεινώνονται και οι εργασιακές σχέσεις. Πάνω από τα δύο τρίτα (68%) του διδακτικού προσωπικού στα αμερικανικά κολέγια και πανεπιστήμια εργάζονταν με συμβάσεις εργασίας το φθινόπωρο του 2021, σε σύγκριση με περίπου 47% το φθινόπωρο του 1987 και σχεδόν το ήμισυ (48%) του διδακτικού προσωπικού ήταν μερικής απασχόλησης το φθινόπωρο του 2021, σε σύγκριση με περίπου 33% το 1987. Ως αποτέλεσμα, μόνο το 24% του διδακτικού προσωπικού είχαν μόνιμη θέση πλήρους απασχόλησης το φθινόπωρο του 2021, σε σύγκριση με το 39% περίπου το φθινόπωρο του 198748. Σχετικές έρευνες δείχνουν μάλιστα ότι το προσωπικό μερικής απασχόλησης στα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι 9% υψηλότερο από τα δημόσια. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η κυβέρνηση εκτιμά ότι με την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1%, πάνω από 2 δισ. ευρώ περίπου. Η εκτίμηση αυτή φαίνεται να είναι υπερτιμημένη λαμβάνοντας υπόψη ότι, το 2020 ο κύκλος εργασιών των 20 ιδιωτικών κολλεγίων στη χώρα ήταν 46,7 εκατομμύρια ευρώ (με το 90% περίπου να αφορά στα 8 μεγαλύτερα από αυτά)50. Ανεξάρτητα από τις εκτιμήσεις, όμως, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και η αναπόφευκτη θέσπιση διδάκτρων ενδέχεται να έχει μακροπρόθεσμα αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στην κοινωνία, όπως ήδη περιγράφηκε, αλλά και στην οικονομία. Σύμφωνα με την Hanson46, στις ΗΠΑ, μεταξύ 2000-2023, το υπόλοιπο του χρέους των ομοσπονδιακών φοιτητικών δανείων αυξήθηκε κατά 399%. Από το 2006, το συνολικό υπόλοιπο του χρέους των ομοσπονδιακών φοιτητικών δανείων έχει αυξηθεί κατά 116% ή με ετήσιο ρυθμό 8% (λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό), με αποτέλεσμα οι οικονομολόγοι να συγκρίνουν την αύξηση του χρέους των φοιτητικών δανείων με τη φούσκα των ακινήτων που προκάλεσε την ύφεση του 2007-2009 και την επακόλουθη παγκόσμια οικονομική ύφεση. Στα τέλη Ιουνίου του 202351, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε ότι ο ομοσπονδιακός νόμος δεν εξουσιοδοτεί το Υπουργείο Παιδείας να διαγράψει το χρέος των φοιτητικών δανείων που επιχειρούσε η κυβέρνηση Biden και, συνεπώς, οι πληρωμές των φοιτητικών δανείων - που είχαν ανασταλεί - θα ξεκινήσουν εκ νέου. Σύμφωνα με οικονομολόγους, η αποπληρωμή των φοιτητικών δανείων θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης στις ΗΠΑ έως και 9 δισ. δολάρια μηνιαίως ή πάνω από 100 δισ. δολάρια ετησίως, αφού με βάση το Bloomberg, «…καθώς οι μηνιαίες πληρωμές του (φοιτητικού) χρέους επανέρχονται, η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος θα μπορούσε να μειωθεί κατά περίπου 0,1% το 2023 και 0,3% το 2024…»52, ενώ με βάση άλλες έρευνες όταν ο λόγος του φοιτητικού χρέους προς το εισόδημα ενός καταναλωτή αυξάνεται κατά 1%, η κατανάλωσή του μειώνεται κατά 3,7%46. Και οι αρνητικές επιπτώσεις δεν περιορίζονται μόνο στην κατανάλωση. Κοινή μελέτη του Pennsylvania State University και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ διαπίστωσε «...σημαντική και οικονομικά σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ των μεταβολών στο φοιτητικό χρέος και των νέων επιχειρήσεων που απασχολούν έναν έως τέσσερις υπαλλήλους...». Αντίστοιχα ευρήματα έχουν προκύψει και από άλλες σχετικές έρευνες. Τα πανεπιστήμια είναι πλήρως αυτοδιοικούμενα οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί Με βάση το άρθρο 16 του Συντάγματος, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι πλήρως αυτοδιοικούμενα και οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί. Τι σημαίνει αυτό; Ότι τα ιδρύματα έχουν διοικητική αυτονομία (δεν μπορεί ο χρηματοδότης τους να ορίσει τη Διοίκηση του Ιδρύματος) και οι διδάσκοντες δεν είναι υπάλληλοι, ούτε καν του κράτους που καταβάλλει τους μισθούς τους, αλλά δημόσιοι λειτουργοί, γεγονός που τους εξασφαλίζει την ακαδημαϊκή ελευθερία στη διδασκαλία και την έρευνα. Γι’ αυτό κι έχει σημασία η διοικητική αυτοτέλεια, ανεξάρτητα από το αν ένα πανεπιστήμιο είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Για παράδειγμα, η καθηγήτρια του Texas A&M University (δημόσιο πανεπιστήμιο και μέλος του Texas A&M University System) τέθηκε σε διαθεσιμότητα επειδή σε ομιλία της φαίνεται να επέκρινε τον Αντικυβερνήτη Dan Patrick, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την έκταση της πολιτικής παρέμβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ιδίως σε θέματα που σχετίζονται με την υγεία (η καθηγήτρια είναι ειδικός στην κρίση των οπιοειδών και μίλησε σε εκδήλωση για το συγκεκριμένο θέμα)55. Το Texas A&M University System διοικείται από 10μελές συμβούλιο, 9 μέλη εκ των οποίων διορίζονται από τον Κυβερνήτη του Texas κι, επομένως, δεν υφίσταται διοικητική αυτονομία. Στα ιδιωτικά πανεπιστήμια τα ζητήματα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς η διοίκηση λογοδοτεί σε μετόχους κι έτσι εγείρονται ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις όσον αφορά στην ακαδημαϊκή ελευθερία, σε όλες τις εκφάνσεις της: την ελευθερία της ακαδημαϊκής διδασκαλίας, την ελευθερία της έρευνας και την ελευθερία του λόγου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, η ιδιωτική διαχείριση και οι οργανωτικές και δομές είναι διαφορετικές από εκείνες των δημόσιων πανεπιστημίων. Για παράδειγμα, ο πρύτανης ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου μπορεί να καθορίσει την ερευνητική ατζέντα ενός καθηγητή ή να απαγορεύσει ορισμένα θέματα από τις διαλέξεις του επειδή οι φοιτητές ισχυρίζονται ότι δεν έχουν πρακτική χρησιμότητα56. Μάλιστα, η ισχύς του είναι μεγαλύτερη πάνω σε μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού που εργάζονται με συμβάσεις εργασίας ή και έργου, όπως κατά βάση συμβαίνει στα ιδιωτικά (αλλά τελευταία ολοένα και περισσότερο και στα δημόσια) πανεπιστήμια. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όλα τα δημόσια κολέγια και πανεπιστήμια δεσμεύονται νομικά να σέβονται τα συνταγματικά δικαιώματα του προσωπικού και των φοιτητών τους και η προστασία που παρέχεται από την Πρώτη Τροπολογία είναι πάγιο δικαίωμα στις δημόσιες πανεπιστημιουπόλεις. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν δεσμεύονται από την Πρώτη Τροπολογία. Η συντριπτική πλειονότητά τους θεωρεί – και παρουσιάζει – τους εαυτούς τους ως προπύργια της ελεύθερης σκέψης και έκφρασης. Στην πράξη, ωστόσο, εάν κάποιο ιδιωτικό κολέγιο ή πανεπιστήμιο επιθυμεί να θέσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ηθικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών κανόνων πάνω από τη δέσμευση για ελεύθερη έκφραση, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει57. Και συνήθως το κάνει, όταν θεωρεί πως μπορεί να θιγεί η οικονομική του ευρωστία. Σε ένα πρόσφατο συμβάν, η πρόεδρος του University of Pennsylvania, Elizabeth Magill, και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, Scott Bok, παραιτήθηκαν από την ηγεσία του (ιδιωτικού) πανεπιστημίου. Η εμπιστοσύνη προς την κα Magill είχε κλονιστεί λόγω της παρουσίας της σε ένα παλαιστινιακό λογοτεχνικό συνέδριο και της αρχικής αντίδρασης του πανεπιστημίου στην επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου. Απόφοιτοι με μεγάλη επιρροή αμφισβήτησαν τις ηγετικές της ικανότητες, πλούσιοι χρηματοδότες απέσυραν τις δωρεές τους και δημόσιοι αξιωματούχοι πολιόρκησαν το πανεπιστήμιο για να την εκδιώξουν58. Επίσης, τo University of Southern California (επίσης ιδιωτικό) απαγόρευσε στον καθηγητή οικονομικών John Strauss να διδάσκει στην πανεπιστημιούπολη για το υπόλοιπο του εξαμήνου ως απάντηση στα σχόλια κατά της Χαμάς που έκανε σε φιλοπαλαιστινιακούς διαδηλωτές στις 9/11/2023 και τον υποχρέωσε να ολοκληρώσει το εξάμηνο διδάσκοντας μαθήματα μέσω διαδικτύου. Ανεξαρτήτως, λοιπόν, απόψεων είναι προφανές ότι η ελευθερία στη διδασκαλία, την έρευνα και στον δημόσιο λόγο βρίσκεται σε κίνδυνο όταν δεν υπάρχει διοικητική αυτοτέλεια, και αυτό συμβαίνει κατά κόρον στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αντί επιλόγου Είναι, λοιπόν, απαραίτητη η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, κατά παράβαση μάλιστα του Συντάγματος; Η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Η ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων (που ήδη λειτουργούν με το σχήμα των συνεργασιών που επικαλείται η κυβέρνηση υπό τη μορφή κολεγίων) δεν θα συμβάλει ούτε στην αύξηση των δαπανών συνολικά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, της έρευνας και της φοιτητικής μέριμνας, ούτε στη στήριξη του δημόσιου πανεπιστημίου με αύξηση της χρηματοδότησης και του διδακτικού και λοιπού προσωπικού, ούτε καν στην αντιστροφή του ρεύματος της φοιτητικής μετανάστευσης ή της προσέλκυσης ξένων φοιτητών. Αντιθέτως, θα προκαλέσει σοβαρές κοινωνικές και, ενδεχομένως, δημοσιονομικές αρνητικές επιπτώσεις σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να σταματήσει οποιαδήποτε συζήτηση για την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και να ξεκινήσει ένας ειλικρινής διάλογος για την ουσιαστική στήριξη των δημόσιων πανεπιστημίων, τα οποία - σε πείσμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν λόγω της εγκατάλειψής τους από τις κυβερνήσεις διαχρονικά - συνεχίζουν να επιτελούν υψηλής στάθμης εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο χάρη στην υπερπροσπάθεια του διδακτικού και διοικητικού προσωπικού, έχοντας ως πυξίδα το όφελος της κοινωνίας και όχι κάποιων ιδιωτών μετόχων. 23/01/2024 Το πλήρες άρθρο με πίνακες, υποσημειώσεις, αναφορές, στη σελίδα του Ε.Μ.Π.
ΣΧΟΛΙΑ