Συμβαίνουν στην πόλη μας
Του Γιάννη Τσούτσια *
6 σημεία 1) Η συνθετότητα, η πολλαπλότητα και η δυσκολία της συγκυρίας Στην εποχή μας, τόσο η θεωρία, όσο και η εμπειρία, έχουν επιβάλει το πρωτείο του ατόμου στην κοινωνική διαδικασία. Με τρόπο εντεινόμενο, μάλιστα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, από αυτό... Ο κλασσικός φιλελευθερισμός προϋπέθετε ένα άτομο ρωμαλέο, δημιουργικό, τολμηρό, πολυτάλαντο. Το άτομο αυτό σήμερα δεν υπάρχει. Στη θέση του έχει αναδυθεί ένα υποκείμενο νευρωσικό, σμικρυσμένο, φτιαγμένο από στιγμές και θραύσματα μιας πραγματικότητας που τροφοδοτεί ασταμάτητα τη διαφοροποίηση και την αποδόμηση. Κυρίαρχο μοτίβο γίνεται η ενίσχυση και η ανακάλυψη νέων διαφορών. Η ίδια η καθημερινότητα, η ζώσα εμπειρία, ρευστοποιείται σε μια αλληλουχία παραστάσεων και εμπειριών μιας χρήσης, ασύνδετων μεταξύ τους, με τρόπο που στο τέλος να μην υπάρχει κανένας λόγος, κάποιος να προσπαθεί να σχεδιάσει ή να προγραμματίσει. Αφού ο κόσμος συγκροτείται από θραύσματα, τότε όλα μπορούν να ειδωθούν ως μια εφήμερη κατασκευή γιατί το μόνο πραγματικό είναι η μεταβαλλόμενη μορφή του λατομείου. Αν έτσι έχει η εικόνα, αυτή πάντως δεν προκύπτει αυτόματα ή αναπόφευκτα. Τεράστιοι και πανίσχυροι μηχανισμοί χειραγώγησης και αποδιοργάνωσης επιβλέπουν και ενισχύουν τη διαδικασία ρευστοποίησης, η οποία έχει καταστεί προϋπόθεση της ενσωμάτωσης, αφού ο μηχανισμός ενσωμάτωσης μέσω της κατανάλωσης δεν λειτουργεί, αφορά λίγους. Η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία οδηγείται στον ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ του διαδικτύου, έναν κόσμο νέο, πλήρη, ολοκληρωμένο, συνεχή και αυθύπαρκτο, όπου η κατανάλωση γίνεται «σερφάρισμα», δηλαδή ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΩΝ, ένας περίπλους στον εικονικό κόσμο, που παράγει μια επίπλαστη κοινωνικοποίηση και μια μετάλλαξη της σύγκρουσης σε επικοινωνία. Σ’ αυτόν τον κόσμο καλούμαστε να παρέμβουμε. 2) Η κοινωνική εικόνα και η δυναμική της Η διεργασία που περιγράψαμε επεκτείνεται διαρκώς, αλλά δεν έχει ακόμα εδραιωθεί. Συναντά αντιδράσεις. Και συνοδεύεται πάντα από καταστολή και κυριαρχία. Ο κόσμος θέλει να ακούγεται και να μετέχει, γι’ αυτό αντιδρά. Αντιδρά, όχι καθολικά, όχι απόλυτα, αλλά αναζητώντας χαραμάδες παρουσίας εκεί όπου τα κόμματα δεν μπορούν να ιδιοποιηθούν την αντίδρασή του. Το ακηδεμόνευτο παραμένει βασικό κριτήριο για το εάν θα εκδηλωθεί ή όχι κοινωνική αντίδραση. Από την άλλη μεριά, η ήττα του αντιμνημονιακού κινήματος και στη συνέχεια, το φιάσκο των πολιτικών της διαχείρισης, μεγιστοποίησαν την απώθηση για την πολιτική. Συνέβαλαν στη μεταστέγασή της στο κοινωνικό, μια μετατόπιση που υπονοεί ότι η πολιτική μπορεί να παραμεριστεί υπέρ της κοινωνίας των πολιτών. Οι αγώνες έγιναν έτσι ολοένα και λιγότερο πολιτικοί και ολοένα και περισσότερο κοινωνικοί. Στράφηκαν στο επιμέρους και το συγκεκριμένο, παραβλέποντας τη σύνδεση με το γενικότερο, με το αύριο και βεβαίως με την πολιτική. Διεκδικούν όμως τη διασύνδεσή τους, στο πλαίσιο μιας συστημικά δημοφιλούς ατζέντας που προβάλλεται διαρκώς στην επικαιρότητα. Όπως και να έχει, οι κοινωνικές δράσεις που επιδιώκουν την αυτονομία των κινημάτων ή των ΜΚΟ, ενισχύουν την εικόνα πως η πολιτική είναι κάτι το παρωχημένο και ότι η κοινωνία μπορεί να έρθει στο προσκήνιο από «μόνη της», δεν έχει ανάγκη από πολιτικοποίηση, από μετουσίωση, ούτε καν από διαμεσολάβηση. Αν αυτό το συμπέρασμα συνδυαστεί με την βουλιμία του πολιτικαντισμού της άλλης πλευράς, τότε κανείς καταλαβαίνει ότι η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό γίνεται εξαιρετικά δυσπρόσιτη. 3) Το αίτημα της πολιτικής και η παράκαμψή του Ζούμε σε καιρούς συγχυτικούς και αντιφατικούς. Το πολιτικό σκηνικό γίνεται μια ερειπωμένη σκηνή με υποκείμενα του χθες, όπου κανένα από «τα θέλω» του κόσμου, (από όσα τουλάχιστον αντιμάχονται την ερήμωση), δεν μπορεί να βρει σημείο επαφής μαζί του. Η σήψη που αποπνέει αυτό το πολιτικό σύστημα οδηγεί σε απόρριψή της πολιτικής ή σε αποστασιοποίηση, που κι αυτή, αργά ή γρήγορα, εξελίσσεται σε πεποίθηση αδιεξόδου. Ακόμη και όσοι έχουν κουράγιο για συλλογική παρουσία στα κοινά, διστάζουν να έρθουν σε ώσμωση με το πολιτικό σκηνικό γιατί θα λερωθούν. Με αποτέλεσμα, δίπλα σε μια τεράστια γκάμα υπαρκτών στάσεων και συμπεριφορών που φτωχαίνουν την πολιτική, όπως είναι οι μικροκομματισμοί, η αναπαραγωγή ταυτολογιών, (π.χ. «να πάψει να λειτουργεί έτσι το πολιτικό σύστημα»), η εργαλειοποίηση, οι τακτικισμοί κλπ., να προστίθενται και εκείνοι, που λιγότερο ορατά και πιο εκλεπτυσμένα, εγκλωβίζονται σε κοινωνιολογικές επισημάνσεις, οι οποίες μπορεί να είναι πολύ αξιόλογες, πλην όμως παραμένουν τυχαίες, στο βαθμό που δεν ενσωματώνονται σε μια ευρύτερη στόχευση. Από πολλές πλευρές λοιπόν, ζούμε την παράκαμψη της πολιτικής. Την αποφυγή του να σταθούμε απέναντι στα καίριά ή με καίριο τρόπο. Αλλά αυτή η παράκαμψη είναι δεσπόζον ζήτημα. Και αν δεν αναιρεθεί, η κατιούσα της χώρας δεν πρόκειται να σταματήσει. Αλλά πώς να εννοήσουμε την πολιτική κάπως διαφορετικά από αυτό που είναι σήμερα; Δεν έχω να προτείνω έναν έγκυρο πολύπλευρο ορισμό. Όμως, μιας και η συζήτηση γίνεται σε υπαρξιακή βάση, θα έλεγα ότι πολιτική είναι το ανάπτυγμα της λαϊκής διαθεσιμότητας προς μια ορισμένη απελευθερωτική κατεύθυνση. Μέσα από αυτό το ανάπτυγμα φωτίζονται και αποκτούν νόημα οι συνθήκες, το πεδίο των ρήξεων, οι κοινωνικοοικονομικοί καταναγκασμοί. Και τότε η πολιτική δεν μοιάζει μόνο μια σύγκρουση ανάμεσα στους «πάνω και τους κάτω», τους κυρίαρχους και τους υποτελείς ή μια μάχη για τη δημοκρατία, αλλά γίνεται και μια μάχη για όσα ευρύτερα τα πλαισιώνουν όλα αυτά. Δηλαδή μια μάχη και για την μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων και δεσμών. 4) Η πολιτική μέσα από τη στρατηγική Αν θελήσουμε να κινηθούμε έξω από την τρέχουσα πολιτική αθλιότητα, τα σόου, την επικοινωνιακότητα, αλλά και τις εύκολες απορρίψεις μιας ευκαιριακής αντιπολίτευσης με προκατασκευασμένες βεβαιότητες, τότε ίσως μπορούσαμε να επισημάνουμε ως κεντρικό χαρακτηριστικό των τελευταίων δεκαπέντε μνημονιακών χρόνων, όχι την καχεξία των αγώνων και των αντιστάσεων, αλλά την πολιτική τους αδυναμία. Γιατί αγώνες είχαμε, αλλά ισχύ δεν είχαν. Και έτσι, ίσως διακρίνουμε, ότι αποκαλύπτεται μια ουσιαστική αδυναμία κριτικής από την μεριά αυτών των αγώνων, καθώς η κριτική προϋποθέτει σκοπιά, μέσα από την οποία ασκείται. Όταν λοιπόν η σκοπιά είναι αδύναμη, τότε και οι αντιστάσεις είναι ισχνές. Βέβαια, «το πέρασμα από την αντίσταση στην αντεπίθεση», που κάποιοι διακηρύσσουν, από την άρνηση στην προοπτική, δεν γίνεται αυτόματα. Μεσολαβεί ένα χάσμα, που δεν καλύπτεται βουλησιαρχικά. Αυτό πλέον, πολλοί το έχουν εντοπίσει και διατυπώσει. Ότι δηλαδή, χρειαζόμαστε πολιτική και σχέδιο. Χρειαζόμαστε μια πολιτική αντάξια του ονόματός της, που θα στηρίζεται σε ευρύτερες προϋποθέσεις, γνωστικές, φιλοσοφικές, ηθικές, πολιτισμικές, εμπειρίας, μεθόδου κοκ. Τέτοιες, για τις οποίες ήδη υπάρχουν αξιόλογες αναζητήσεις και συμβολές, που με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να αποκτήσουν και την εμβέλεια που τους αξίζει. Όμως το κλειδί είναι εδώ, πώς όλα αυτά μαζί, θα συναιρεθούν εντός μιας στρατηγικής. Πώς οι αναζητήσεις θα πακτωθούν σε ένα σχέδιο, εντός του οποίου, και οι ίδιες θα αποκτούσαν υπόσταση αλλά και η στρατηγική θα νευρώνονταν. Όταν μιλάμε για στρατηγική δεν εννοούμε κάποιο μυθικό όραμα που παραπέμπει στην άλλη ζωή, ούτε κάτι πολύ μακρινό. Η στρατηγική αφορά στόχους και ένα σχέδιο επίτευξής τους. Μια μετάβαση που τα κομβικά της σημεία έχουν συλληφθεί νοητικά και εκτίθενται δημόσια. Επειδή όμως στη σημερινή διαλυτική συγκυρία αυτά μοιάζουν μια ανυπόστατη απαίτηση, μπορούμε να επικεντρωθούμε σε κάτι λιγότερο φιλόδοξο: Να αναδειχτούν ορισμένα στρατηγικά ζητήματα και να τεθούν στην επικαιρότητα. Δεν εννοούμε εδώ τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα (παιδεία, υγεία, εργασία, περιβάλλον κλτ), αλλά εκείνα τα ζητήματα που βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουν εξέχουσα σημασία σε ένα στρατηγικό σχέδιο. Αυτά που αναπαράγονται επίμονα και κατά προτεραιότητα, ορίζοντας τη συνοχή του σχεδίου και όλες τις διαστάσεις του. Αυτά που δεν μπορούν να παρακαμφθούν. Ας δούμε κάποια από αυτά... 5) Να έρθει το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής στο προσκήνιο Πριν κάποιοι βιαστούν να θεωρήσουν το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής ως ανεπίκαιρο, απομονωτικό ή κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν, ας το ξανασκεφτούν. Δεν λέμε αυτό το ζήτημα να τεθεί ιδεολογικά, να λέμε δηλαδή, «είμαι κομμουνιστής, αντιεξουσιαστής ή πιστεύω στο σοσιαλισμό» κλπ. Λέμε να τεθεί στρατηγικά ως ζήτημα διεξόδου. Από το σήμερα, για το αύριο. Άραγε, από την αριστερά μέχρι την Ν.Δ. ποια άλλη πρόταση, πέραν του φιλελεύθερου καπιταλισμού, σε 100 παραλλαγές, προσφέρεται σήμερα στην ελληνική κοινωνία; Το συστημικό ιδεολόγημα «δεν υπάρχει εναλλακτική», φαντάζει έτσι πανίσχυρο όταν αναφέρεται στη γενική προοπτική της κοινωνίας. Και ποιος σε εποχές ακραίου ατομισμού, όπου όλοι «δικαιούνται», όλοι «επιθυμούν», θα αναφερθεί σε ένα ΜΗ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ σύστημα, όπου οι προτεραιότητες δεν θα αναδεικνύονται από το άτομο αλλά από τον κοινό λόγο και την πρακτική; Οι δυσκολίες βέβαια είναι μεγάλες και κατανοητές: Σε μια ξεθεμελιωτική πραγματικότητα που κινείται με φρενήρεις ρυθμούς, αλλάζοντας διαρκώς την καθημερινότητα, πώς να εξηγήσεις ότι είναι άλλο πράγμα η ΑΛΛΑΓΗ και άλλο οι αλλαγές; Πώς να γίνει αποδεκτό, ότι ζητείται μια παρεμβολή στη ροή των αλλαγών που συντελούνται και ότι η πολιτική είναι μια μέθεξη με την αλλαγή, αλλιώς δεν θα υπήρχε; Συνοψίζοντας αυτό το σημείο, δανείζομαι ένα σύνθημα του «ΔΡΟΜΟΥ», «πειράζοντάς» το κάπως: Η χώρα χρειάζεται ένα σχέδιο εθνικής κυριαρχίας και κοινωνικής αλλαγής. 6) Η γείωση με την πραγματικότητα και τις ανάγκες της Αναφερόμενοι στη γείωση ερχόμαστε κατευθείαν στο χώρο των προσπαθειών: Τι είδους προσπάθειες χρειάζονται; Όλοι γνωρίζουμε ότι οι σκέψεις για τη δημιουργία φορέων, μετώπων ή πόλων, δηλαδή των οιονεί σωστών πολιτικών συσπειρώσεων, είναι διαρκώς παρούσες. Νομίζω όμως ότι είμαστε αρκετά μακριά από τέτοια ενδεχόμενα. Αντί να ψάχνουμε σε κάθε βήμα των γεγονότων οργανωτικές μορφές επένδυσης και αυτοεπένδυσης, θα ήταν πιο γόνιμο να μας απασχολήσουν οι όροι γείωσης των προσπαθειών. Η γείωση που όλοι φαίνεται πως επιδιώκουν, δεν αφορά μια τεχνική, μια μέθοδο προς εφαρμογή μέσα από ντιρεκτίβες. Παραπέμπει στην ουσία της πολιτικής και της δράσης, στη σχέση που διαμορφώνεις με τις συνθήκες. Και μόνο να αποκτήσει κανείς αίσθηση των πραγμάτων, δηλαδή να αιχμαλωτίσει σε μια εικόνα την πραγματικότητα που διαρκώς αλλάζει, είναι άθλος. Και από όλες τις μεταβλητές της πραγματικότητας, η πιο μεταβαλλόμενη είναι η μαζική διαθεσιμότητα. Αυτό κάνει τις παρεμβάσεις αφενός αστάθμητες αλλά και τους αφήνει διαρκώς περιθώρια. Ενδεικτικά, αν ισχύει ότι οι αντιστάσεις συνδέονται πάντα με μειοψηφίες, που με το παράδειγμα και με τον αγώνα τους μαζικοποιούνται, η διαμόρφωση εναλλακτικής θέτει στο επίκεντρο μια πολιτειακή αντίληψη που εκ των πραγμάτων συνδέεται με πλειοψηφικές ανάγκες και στρατηγικές, δηλαδή ανά περίπτωση οι ανάγκες της γείωσης αλλάζουν ριζικά. Ούτως ή άλλως, μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, υπάρχει κάτι που έγινε πλέον σαφές: Ότι σε κάθε ελπιδοφόρο εγχείρημα η παρουσία του κόσμου δεν είναι ανάγκη μόνο ως ακολούθημα, σε ρόλο εκτελεστικό, αλλά επειδή οι άνθρωποι είναι ο φάρος και ο ελκυστής των εξελίξεων και συχνά προηγούνται των όποιων πολιτικών σχεδιασμών. -------------------------------------------------- * Το άρθρο αυτό αποτελεί εισήγηση του Γιάννη Τσούτσια που έγινε στο πλαίσιο του συνεδρίου με τίτλο Το «υπαρξιακό πρόβλημα του χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα» που διοργανώθηκε το Σαββατοκύριακο 18 και 19 Μαΐου στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με πρωτοβουλία της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Δρόμος της αριστεράς». Το συνέδριο είχε στόχο να τεθεί και να τεκμηριωθεί το «υπαρξιακό» ζήτημα στον δημόσιο βίο της χώρας, ως συμβολή στην ανάγκη θεμελίωσης μιας νέας ανορθωτικής συνείδησης και μιας χειραφετητικής οπτικής για τη σύγχρονη πορεία του Τόπου, του ελληνισμού, της χώρας, σε μια περίοδο που πάρα πολλά σημάδια προμηνύουν πως θα είναι ταραγμένη και τα ταρακουνήματα διόλου ασήμαντα. Στην ίδια συνεδρία, όπως φαίνονται στη φωτογραφία απο αριστερά, Βαγγέλης Χωραφάς , διευθυντής Geoeurop, Γιάννης Τσούτσιας, Μαρία Καραμανώφ, αντιπρόεδρος ΣτΕ ε.τ. Πρόεδρος Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος & Βιωσιμότητας, Ρούντι Ρινάλντι , εκδότης εφημερίδας Δρόμος, Βασίλης Ασημακόπουλος, δικηγόρος – πολιτικός επιστήμων, διδάσκων Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, Βαγγέλης Πισσίας, διδάκτωρ Μεταφοράς Τεχνολογίας από αναπτυγμένες σε αναπτυσσόμενες χώρες, Λαοκράτης Βάσσης, φιλόλογος – συγγραφέας.
ΣΧΟΛΙΑ