Συμβαίνουν στην πόλη μας
Του Βασίλη Καραποστόλη *
... Αυτό που είναι σήμερα πρώτιστο καθήκον για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς είναι να φέρουν τη νέα γενιά μπροστά στο ερώτημα αν ζώντας στον τόπο τους παίρνουν κάτι ή χάνουν κάτι. Αν δεν καταφέρουν να τους δείξουν τι μπορούν να λάβουν, μοιραία θα υπερισχύσει η εντύπωση πως χάνουν. Είναι το παλιό, πικρό συμπέρασμα που σε τούτο τον τόπο ικανότητες χαραμίζονται. Ότι τα όνειρα ψαλιδίζονται, ότι και για τους καλύτερους ακόμα, επιούσιος είναι ένα κομμάτι «βρώμικο ψωμί». Αν όμως οι πρεσβύτεροι ήταν πιο διορατικοί και μελετημένοι, θα μπορούσαν να δείξουν στους νεότερους πως η γενέτειρα τείνει αδιάκοπα προς το μέρος της τις προσφορές της. Αρκεί να ξέρουν να τις δουν και να τις λάβουν. Τι τους δίνει; Τι άλλο από τη δυνατότητα να εμπνευστούν. Πρέπει να δείξουμε στους νεότερους ποια ζωτική αξία έχει το να πάρουν από το περιβάλλον τους συστατικά με τα οποία να πλάσουν κάτι που να κλείνει μέσα του, τόσο τον εαυτό τους, όσο και τους άλλους, καθώς και τους προγόνους τους. Κανείς δεν μπορεί να εμπνευστεί πραγματικά από τα εσώψυχά του. Χρειάζεται να ανοιχθεί προς τα έξω, στον κόσμο, υποβάλλοντας τον εαυτό του στην ιδέα ότι τα πράγματα γύρω του δεν είναι βουβά, ότι αν το θελήσει θα του μιλήσουν. Τα τοπία, τα κτίσματα, τα μνημεία είναι σαν να περιμένουν την έναρξη μιας συνομιλίας. Αυτή η αίσθηση δεν είναι παραίσθηση. Είναι η εσωτερική βεβαιότητα που μπορεί να σχηματιστεί σε ένα άτομο πως αποτελεί τον κρίκο μιας μακράς αλυσίδας, η οποία ξεκινά από πολύ παλιά και συνεχίζεται προς το μέλλον. Υπ’ αυτή την έννοια, η έμπνευση είναι η αίσθηση ότι η ατομική ή και η συλλογική ύπαρξη με μια κίνηση της προεκτείνεται, δεν καθηλώνεται σε χωρικά και χρονικά δεδομένα. Άρα μπορεί να ζήσει πέρα απ’ όσα ήδη ζει. Εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Για να συνεχίσει να ζει η Ελλάδα πρέπει να πάψει να ζει υποτυπωδώς. Πρέπει να πεθάνει για να ζήσει. Αλλά για να έχει το κουράγιο να απαρνηθεί τις μικρότητες τις οποίες συνήθισε και να επιδοθεί σε μείζονα και υψηλής τάξεως έργα, απαιτείται το ακμαιότερο τμήμα του πληθυσμού της να πιστέψει ότι το αξίζει. Για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητη η γνώση, η διαίσθηση, η παρατηρητικότητα εις βάθος. Εκτός από το να μελετηθεί, με πνεύμα απαλλαγμένο από δουλείες και εξαρτήσεις, η χώρα επιβάλλεται να γίνει πιο οικεία, πιο συγγενική με τους νεότερους κατοίκους της. Είναι αλήθεια τους η επαφή μεταξύ τους λιγοστεύει. Η Ελλάδα κατάντησε να είναι «εικόνα» στα μάτια αυτών που την κατοικούν. Δεν την αγγίζουν, δεν την αφουγκράζονται, δεν την οσφραίνονται, το μυαλό τους κολλάει σε ό,τι βλέπουν και δεν ανιχνεύει τίποτα πίσω από αυτό. Όσον αφορά τους νεότερους, η Γενική Εκπαίδευση οφείλει εδώ να παρέμβει άμεσα -ανάλογο είναι και το καθήκον της οικογένειας. Τόσο η μία όσο και η άλλη καλούνται να αντιτάξουν στο τεχνητό των εικόνων τη φυσική, απτή πραγματικότητα της χώρας. Είναι μια πραγματικότητα που δεν απαρτίζεται από νεκρά πράγματα -αντίθετα, είναι πολλά εκείνα που αναπνέουν και θα θελαν να καταθέσουν τη μαρτυρία τους. Αν ένας νέος διδαχτεί όταν αντικρίζει ένα δέντρο στην εξοχή, μια σπηλιά, ένα βράχο, να διακρίνει μέσα τους τη σημασία που τους έδωσε η ιστορία, τα ήθη, οι θρύλοι, η τέχνη, τότε εγκαινιάζεται μια άλλη σχέση ανάμεσα στους γηγενείς και τον τόπο τους. Η φύση δεν είναι πια μόνο ένα σκηνικό για παιχνίδια και σχολικές ή οικογενειακές εκδρομές. Πίσω από τις φυλλωσιές ενός δέντρου σχηματίζεται η μορφή μιας νεράιδας, μέσα σε μια σπηλιά προβάλλει η σιλουέτα ενός αρχαίου μάντη, ενός ασκητή ή ενός οπλαρχηγού. Αρχίζει τότε μια συνομιλία με ό,τι έμψυχο φωλιάζει στα άψυχα. Πράγμα που σημαίνει πως, χάρη σε μια νέου τύπου σχέση με το ζωντανό παρελθόν, ανοίγεται για τη χώρα ένα μέλλον από το οποίο μπορεί να μη λείπει η αίγλη της μεγαλοσύνης. Συνεπώς θα δοθεί και ένα σήμα εκκίνησης στις φιλοδοξίες. Αν δεν συμβεί αυτό, αν δεν ενεργοποιηθεί ξανά η φαντασία των Ελλήνων, ο τόπος τους θα συνεχίζει να αγκομαχά κάτω από το ζυγό της ανάγκης. Μιας ανάγκης που το βάρος της θα γίνεται μεγαλύτερο, όσο οι κάτοικοι θα τη φοβούνται περισσότερο. Όλα λοιπόν εξαρτώνται από το πώς θα διαπαιδαγωγηθούν οι νέες γενιές. Στο μέτρο που θα γνωρίσουν και θα εγκολπωθούν τη φυσιογνωμία της χώρας τους, οι νεότεροι μπορούν να αρχίσουν και να την αγαπούν. Και εφόσον την αγαπήσουν μπορούν να την υπερασπιστούν, αν χρειαστεί. Οποίοι έχουν διδαχθεί το τι εστί ο Ελικώνας στη Βοιωτία, τι σημαίνει να έχουν βαδίσει στις κορυφές του οι Μούσες, θ αντιδράσουν αν δουν αν ανεμογεννήτριες να υψώνονται ασύδοτες στις κορυφές του ιερού βουνού. Η αντίδρασή τους θα είναι απόρροια της παιδείας τους, θα είναι η απόφαση να αγωνιστούν αποτίνοντας φόρο τιμής στις Μούσες. Αν η Ελλάδα διατρέχει έσχατο κίνδυνο σήμερα, είναι γιατί από αμάθεια και νωθρότητα ο λαός της δεν τη βιώνει ως πηγή απ’ όπου έρχονται ισχυρές προτροπές, σήματα ενθάρρυνσης, διεγερτικά που θα έβαζαν τη φαντασία σε στρατηγική τροχιά. Λείπει η έμπνευση, ναι. Δίνουν όμως στη λέξη ένα νόημα αόριστο, που μοιάζει με ανίσχυρη ποιητική διάθεση. Δεν πρόκειται για αυτό. Η οικογένεια, το σχολείο, η πολιτεία οφείλουν να πείσουν τους νεότερους πως η έμπνευση είναι τροφή. Και πως όταν έχεις ζήσει μια χώρα με τόσο πλούσιο παρελθόν στη φτώχεια, ο μεγαλύτερος πλούτος για αυτήν στο μέλλον δεν είναι να βάζει στη θέση του Λίγου το Περισσότερο, είναι να βάζει το Εκλεκτότερο. Βασίλης Καραποστόλης. * Μικρό απόσπασμα από την εισήγησή του με τίτλο «Παιδεία, μια δύναμη σε αναστολή» - πρακτικά του συνεδρίου «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα», σ.155 (Α/συνέχεια) που έγινε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών στις 18 και 19 Μαΐου 2024. (Η επιλογή και οι υπογραμμίσεις δικές μας). Ο συγγραφέας, από τους σημαντικότερους διανοητές της εποχής μας, θα είναι μαζί μας την Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025, στις 7.30μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Βριλησσίων, (Κισσάβου 11), προσκεκλημένος της ΔΡΑΣΗΣ, για να συζητήσουμε με αφορμή το νέο του βιβλίο, Όταν η γνώση είναι ζωή. Για την παιδεία, την οικογένεια, τους νέους. (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ).
ΣΧΟΛΙΑ