Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Καθισμένη παράμερα, σε μια άθλια αναπηρική καρέκλα στην άκρη του δρόμου, με το δεξί της πόδι κομμένο μέχρι το γόνατο, η Φατιμέ έτεινε το χέρι της κρατώντας ένα αδειανό κυπελάκι από βούτυρο, προσμένοντας καρτερικά ν" ακούσει τον ζωογόνο ήχο του μετάλλου να σκάει στο πλαστικό - γκλαγκ, γκλαγκ - διανθίζοντάς τον καμιά φορά και από συγκρούσεις μετάλλων - πράμα σπάνιο. Πάντοτε αμίλητη - ακόμα και στο απρόσμενο ξάφνιασμα του ήχου, αρκούνταν στο να κουνήσει ευλαβικά το κεφάλι - περνούσε εκεί όλη της την ημέρα, ανατολή με δύση, συγκεντρώνοντας συνήθως τα απαραίτητα για να τραφεί. Για τα άλλα... Ποιος νοιαζόταν, οι υπόλοιπες ανάγκες είχαν σιωπήσει προ πολλού. Όσο ο καιρός μοίραζε καλοσύνη οι ώρες κυλούσαν ευκολότερα, αλλά όταν έπαιρνε τ' απάνω χέρι ο βοριάς, η Φατιμέ κλονίζονταν συθέμελα σα χαμόσπιτο στα κύματα του σεισμού. Χρόνια τώρα κρατούσε το πόστο της στο χείλος της πόλης. Οι περισσότεροι κάτοικοι την ήξεραν σαν η μουγκή, μιας και δεν είχαν ακούσει ποτέ κανέναν λόγο από το στόμα της. Εκείνο το παγερό, χειμωνιάτικο πρωινό, πονούσε αφόρητα σ' όλο της το κορμί. Τα μάτια της έκαιγαν και το απλωμένο χέρι της έτρεμε αβέβαιο στον δυνατό αέρα. Οι λιγοστοί διαβάτες έτρεχαν κουκουλωμένοι να χωθούνε γρήγορα στις δουλειές τους. Κανένας δεν άκουσε - θα μπορούσαν να ορκιστούν γι' αυτό - ούτε γύρισε να κοιτάξει το κυπελάκι, που έπεσε στο πεζοδρόμιο μαζί με το μοναδικό του κέρμα. Το γερμένο κεφάλι της Φατιμέ έμεινε ακίνητο, με τα μάτια ορθάνοιχτα να ερμηνεύουν τον κόσμο, θαρρείς και κάτι είχαν ακόμα να πουν. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Johh Atkinson Grimshaw, Νοέμβριος. 1879.
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Όταν τα μάτια παύουν να μιλούν, τίποτε δεν μένει...