Δημοτικό Συμβούλιο
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Μετά την κηδεία χύθηκαν μες τα ρουμάνια κι αλλάχθηκαν σα τα ζώα. Δε σεβάστηκαν μήτε νόμο μήτε θεό. Τους έσπρωχνε η φύση σα τις μέλισσες στο μέλι. Καρπός τους το Κρηνιώ, π' αλωνίζει πάνω κάτω το χωριό κι αναπαμό δε φτάνει. Πότε ξεχνά να πάρει ένα κουβάρι κλωστή, πότε ξαναγιομίζει τη στάμνα π' αδειάζει λίγο έξω απ' το σπίτι, άλλες σκαρώνει θελήματα της μάνας της κι ολημερίς λιέται στους δρόμους με φουντωμένα τα στήθια. Είναι Γιούνης θεριστάρης κι εργάτες παγαίνουν κι έρχονται σκορπώντας την αψάδα τους μ' ιδρώτα και κρασί. Το 'φερε η πορπατησιά της κι έπεσε μούρη με μούρη με τον Γιαννακό τον πραματεύτη τον ξενομερίτη όξω απ' το νεκροτάφι. Δυο μπηχτές άλλαξαν ματιές κι ένιωσε σα να της δάγκαναν τ' αχείλη. Για που το 'βαλες Κρηνιώ; Για όπου αγαπώ, λογαριασμό δε δίνω. Κι εδώ αγαπάς, ανάμεσα στ' αποθαμένους; Εδώ, κι άμα σκιάζεσαι τράβα στους ζωντανούς. Εσένα σκιάζομαι που δε κατέχω με ποιους κάνεις καλά, ζωντανούς γι' αποθαμένους; Μ' αυτούς που νικούνε. ΠΊΝΑΚΑΣ: Απόστολος Γεραλής, Το άναμμα του καντηλιού, 1923 ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
Νικος βυθουλκας
Ναι ΧΡηστακο!!!!