Δημοτικό Συμβούλιο
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Ο θάνατος γι' αυτόν είχε όνομα. Τον έλεγαν Κοκό. Γι' αυτό και μισούσε τις κότες. Μιά με τις πέτρες, μιά με κάτι μαντρόσκυλα, μιά τσ' αλεπούς, δεν είχε αφήσει κοτέτσι για κοτέτσι όρθιο στο χωριό. Έτσι του κόλλησε το παρανόμι ο Κοκός, που τον έκανε ν' αφρίζει ακόμα περισσότερο. Οι χωριανοί, μιά του τα μάζευαν και μιά τα ξεχνούσαν, χαλάλι στην παλαβομάρα του, στα χρόνια του, και στην καλή του την καρδιά. Το τι ραβδί είχε αρπάξει, όταν ξεχείλιζε το ποτάμι της υπομονής των νοικοκυραίων, δε λέγεται, τι κλάματα, τι φωνές και τι μετάνοιες ξεστόμιζε πάνω στην ανάγκη της φυγής... Αλλά η λόξα - Λόξα. Ένα απομεσήμερο τον έπιασε η κυρά Ρήνη, να κυνηγάει δυο πουλερικά μες στο περβόλι της... - Έι, αφορεσμένε, τι σου 'καναν μαθές πάλι οι όρνιθες και τρώγεσαι με δαύτες; - Αααα... Αυτές είναι ο έξω απ' δω, αυτές είναι ο Αρχάγγελος ο ίδιος με το δρεπάνι... - Μωρ' δε βουτάς το κεφάλι σου στο πηγάδι, μπας και συνέρτεις, και βρούμε και ' μεις και του λόγου τους λίγη ησυχία, να ιδούμε και κάνα αυγό που λύσσιαξε το μάτι μας; - Αχ, δε βαστώ κυρά Ρήνη, δε βαστώ τον Κοκό... - Ε, καλά λένε, σα δεις γέρο παλαβό, από τα νιάτα τ' ήνταν. Τον Κοκό και τον Κοκό... Που να κοκοριάσεις να ξεμπερδεύουμε. - Μη! Μη το λες, μη το λες και μας έβρει... Ελάτε σεις εδώ... Ελάτε δω... κο...κο... ΠΊΝΑΚΑΣ: Jean - Francois Millet, ο ξυλοκόπος κι ο θάνατος. ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ