Σχόλια
Γιατί δεν μπαίνουν τα κολωνάκια;
29/9/2024

Στάση Σισμανογλείου και Πεντέλης, πόσος καιρός χρειάζεται για να μπουν τα κολονάκια...όχι φοβερά επικίνδυνο για να περνούν ηλικιωμένοι αλλά και για μητέρες με μικρά παιδιά ή και με καροτσάκια, ποιον π

Ελένη Γεωργουλή
Καταστρέφουν το πράσινο στο όνομα του περιβάλλοντος!
18/6/2024

Πολύ ενδιαφέρουσα η παρέμβαση της Δράσης για μια άλλη Πόλη. Πιστεύω ότι το πιο σημαντικό σημείο του άρθρου, το οποίο θα πρέπει να μας προβληματίσει όλους , είναι το παρακάτω: " ....Είναι γνωστό το φαι

Τασία Μάρη
Ο πολίτης απέναντι στον Μινώταυρο μέσα στο κράτος - λαβύρινθο
15/5/2024

Έχω ανάλογη δυσάρεστη εμπειρία από την ΑΑΔΕ, την αυθαιρεσία των υπηρεσιών της, τις δυσλειτουργικές πλατφόρμες της ,τα ηλεκτρονικά αδιέξοδα και την "απρόσωπη" "από μηχανής" ταλαιπωρία που περιμένει τον

Γιώργος Θωμάκος
Τα Βριλήσσια στο μέτωπο των Δήμων που αντιδρούν
7/5/2024

Πρόκειται για ένα υδροκέφαλο κράτος και ένα επίσης υδροκέφαλο λεκανοπέδιο. Η ζήτηση κατοικιών είναι ασφυκτική και οι "αρμόδιοι" όπως πάντα καλούνται να την αντιμετωπίσουν άρον άρον, (τηρουμένου βεβαί

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
Εξαώροφα: Νέα δεδομένα απαιτούν επανεκτίμηση της κατάστασης
27/4/2024

Δυστυχώς έτσι είναι η κατάσταση...

Πόπη Αυγερινού

Κοινόχρηστο Πράσινο και Kλαδεύσεις

του Αντώνιου Καπετάνιου

«Πόσες γενεές γυρεύανε, και μεις, νομίζω, φάγαμε τα νιάτα μας γυρεύοντας την περίφημη ελληνική πραγματικότητα. Η ελληνική πραγματικότητα ήταν μπροστά μας. Ένα βελόνι πεύκου». («Αλληλογραφία» Γιώργου Θεοτοκά και Γιώργου Σεφέρη, 1930‐1966) * Οι κλαδεύσεις δένδρων των πάρκων και αλσών πόλεων ή οικισμών, κύρια δε των δενδροστοιχιών αυτών, που κλαδεύονται περιοδικά, δηλαδή των δένδρων που εντάσσονται στους «κοινόχρηστους χώρους πρασίνου», πολύ απασχολεί και, σ’ ό,τι τουλάχιστον με αφορά, πολύ ενοχλεί. Καθότι κατά το πλείστον παρατηρείται μια προχειρότητα και άγνοια μπορώ να πω από τις υπεύθυνες (αρμόδιες) υπηρεσίες που τις εκτελούν, που είναι οι οικείοι δήμοι, οι οποίοι έχουν την αρμοδιότητα της διαχείρισης αυτών των χώρων, με την εποπτεία της προστασίας τους ν’ ασκείται από την οικεία δασική υπηρεσία, σ’ ό,τι αφορά στα πάρκα και τα άλση, και τις πολεοδομικές υπηρεσίες, σ’ ό,τι αφορά στις δενδροστοιχίες. Δευτερευόντως παρεμβαίνουν και έτερες υπηρεσίες, όπως συμβαίνει με τον Διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ), στις περιπτώσεις διαχείρισης των γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας και βλαβών αυτών από δένδρα του αστικού και περιαστικού πρασίνου που παρεμβάλλονται στο δίκτυο (οπότε και αναλαμβάνει η εν λόγω υπηρεσία να διασφαλίσει ή ν’ αποκαταστήσει το ηλεκτρικό δίκτυο με κλαδεύεις ή κοπές δένδρων που πραγματοποιεί). Υπάρχει δε και το «ελληνικό φαινόμενο», που πολίτες παρακείμενων οικιών, επιχειρήσεων ή οικοπέδων στους παραπάνω χώρους πρασίνου, στις δενδροστοιχίες κυρίως, να πραγματοποιούν οι ίδιοι τις κλαδεύσεις που τους βολεύουν, ή τις ολικές κοπές δένδρων ακόμα, είτε γιατί οι δήμοι δεν τους εξυπηρετούν είτε γιατί οι ίδιοι θεωρούν την πρωτοβουλία τους απαιτητή για την εξυπηρέτηση του προσωπικού τους συμφέροντος. Περιττό να πούμε ότι η εν λόγω αυτόβουλη ενέργεια μόνο ζημιά παράγει στο αστικό πράσινο. Βέβαια είναι προφανές από την εισαγωγική αναφορά αρμοδιοτήτων, το άστοχο της διαμοίρασής τους σ’ ό,τι αφορά στις δενδροστοιχίες, ως προς το ζήτημα της προστασίας τους. Καθώς η προστασία αυτών έως και το έτος 2003 ασκείτο από τη δασική υπηρεσία, όμως με το νόμο 3208/2003 εξήχθησαν της προστασίας που τους παρείχετο με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, και τούτο αποτελεί πρόβλημα ως προς το ενιαίο της προστασίας και της διαχείρισης του κοινόχρηστου αστικού πρασίνου, στα πλαίσια της ολιστικής αντιμετώπισής του (δηλαδή να προστατεύονται ενιαία όλες οι μορφές του, κατά τον τρόπο που προστατεύονται τα πάρκα και τα άλση). Από την παραπάνω κατάσταση προκύπτει το εξής παράδοξο: να έχουμε μια μορφή κοινόχρηστου αστικού πρασίνου, τις δενδροστοιχίες, οι οποίες να μην εντάσσονται στο πλαίσιο της διαχείρισης του πρασίνου αυτού. Διότι, είναι βασικό και καθοριστικό συνάμα οι μορφές του αστικού πρασίνου να διασυνδέονται και να συνδυάζονται στον αστικό ιστό, για να υπάρχει αποτελεσματική προστασία και περιβαλλοντική απόδοσή τους, που κάτι τέτοιο όμως, με τις δενδροστοιχίες να έχουν εξαχθεί της δασικής προστασίας, δεν υφίσταται, καθώς αυτές αντιμετωπίζονται ξέχωρα, με τη διοίκηση και τη διαχείρισή τους να μην ασκείται ενιαία από μία υπηρεσία, τη δασική, που θα έχει τη σύνολη εικόνα της προστασίας και της εποπτείας διαχείρισης του κοινόχρηστου αστικού πρασίνου, αλλά από διαφορετικές (είναι, εξάλλου, μια πάγια τακτική στην Ελλάδα να διαμοιράζονται αρμοδιότητες αντικειμένων, για να υπάρχει λειτουργικό «χάος», διάχυση ευθυνών κι εντέλει μη αποτελεσματική, αρνητική κατά το πλείστον, διαχείριση των καταστάσεων!) Για την ανάλυση του θέματος απαιτείται να οριστεί το τι εστί κλάδευση (κλάδεμα) δένδρων. Είναι «η επιλεκτική απομάκρυνση τμήματος της βλάστησης αυτών με σκοπό τη βελτίωση της υγείας και σφριγηλότητας, τον έλεγχο της ανάπτυξης, την αύξηση της άνθησης και της καρποφορίας και τη βελτίωση της εμφάνισής τους» [ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ (ΕΤΕΠ) ΕΛΟΤ ΤΠ 1501-1006-04-01]. Αναγκαιούν οι κλαδεύσεις; Προβληματιζόμαστε για το γεγονός της αναγκαιότητας ή μη των κλαδεύσεων σε δένδρα του κοινόχρηστου πρασίνου που εκ της φύσης τους δεν απαιτούν την εν λόγω ενέργεια. Αναφερόμαστε στα δασικά δένδρα του κοινόχρηστου αστικού πρασίνου, που κατά βάσιν το συγκροτούν κι εστιάζουμε σε αυτά, καθώς εμφανίζουν και τα τραγικά προβλήματα ως προς τη διαχείρισή τους. Τα δε οπωροφόρα, καρποφόρα (μη δασικά) ή τα διάφορα καλλωπιστικά είδη του αστικού πρασίνου θεωρούνται «ευκόλως διαχειρίσιμα» λόγω της κεκανονισμένης διαχείρισής τους, αν και, όπως διαπιστούται, και αυτών η διαχείριση στην πράξη είναι προβληματική (στα οπωροφόρα και στα περισσότερα καρποφόρα μη δασικά δένδρα, δευτερευόντως στα καλλωπιστικά, η κατάλληλη κλάδευση διασυνδέεται με την αναζωογόνησή τους και τη βελτίωση των περιβαλλοντικών προσφορών τους). Κι είν’ αλήθεια ν’ απορείς για το γεγονός ότι το δασικό αστικό πράσινο, που έχει και τις μικρότερες (τις ελάχιστες έως καθόλου...) ανάγκες περιποίησης και ειδικότερης διαχείρισης, σε σχέση με τα οπωροφόρα, τα καρποφόρα και τα καλλωπιστικά δένδρα, να δημιουργεί, εξαιτίας της κακής διαχείρισής του, τα μεγαλύτερα προβλήματα στον άνθρωπο και γενικότερα στην πόλη όπου εντάσσεται και την εξυπηρετεί ως προς τη λειτουργία της – παράλογα, αλήθεια, πράγματα˙ ελληνικά! Ως προς την κλάδευση των δασικών δένδρων του κοινόχρηστου πρασίνου εξετάζουμε την αναγκαιότητα ή μη των κλαδεύσεων στη βάση της οικολογικής τους διαχείρισης και για αισθητικούς λόγους ή γιατί οι ανθρώπινες και οι εν γενεί λειτουργικές ανάγκες της πόλης το απαιτούν κι έχουν να κάνουν με την ασφάλεια των πολιτών και των υποδομών. Ως προς τις κλαδεύσεις των δασικών δένδρων υποστηρίζουμε πως κάτι τέτοιο είναι ανυπόστατο, ενόσω δεν προκύπτει ως οικολογική απαίτηση ή τέλος πάντων είναι μη χρειαζούμενο, ενόσω δεν είναι απαιτητό ως χρηστική ανάγκη. Τα δασικά δένδρα δεν κλαδεύονται, δεν αφαιρείται μέρος της κόμης τους για την καλλίτερη ανάπτυξή τους, όπως γίνεται π.χ. στα βραχύβια οπωροφόρα δένδρα. Η κλάδευση των δασικών δένδρων, των πάρκων, αλσών και δενδροστοιχιών, δεν αποτελεί τον κανόνα αλλά την εξαίρεση στο πλαίσιο της ορθολογικής κι επιστημονικά βασισμένης διαχείρισης του αστικού πρασίνου. Η γενική οικολογική αρχή που ισχύει για την υγεία των δασικών δένδρων είναι ότι, όσο υγιέστερο είναι ένα δασικό δένδρο τόσο πληρέστερη είναι η κόμη του και αντιστρόφως. Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η φυλλική επιφάνεια των δασικών δένδρων αποτελεί το παραγωγικό τους δυναμικό και την πηγή όλων των ευεργετικών τους επιδράσεων στον άνθρωπο. Αφαιρώντας μέρος της κόμης των δένδρων, περιορίζεται η λειτουργική τους δυνατότητα κι αναστέλλεται ή αναιρείται η παραπάνω ευεργετική τους προσφορά. Τα κλαδεμένα δασικά δένδρα, μετά τον χειμερινό λήθαργο είναι αποδυναμωμένα καθώς έχουν χάσει μέρος από το παραγωγικό τους δυναμικό στην ανασταλτική χειμερινή τους λειτουργία, μια κατάσταση που τα οδηγεί σε περαιτέρω εξασθένιση στην προσπάθεια τους ν’ αναλάβουν από το σοκ της αφαίρεσης παραγωγικών μερών τους. Οι πληγώσεις που δημιουργούνται με την αποκοπή κλάδων οδηγούν στην ενεργοποίηση τραυματοπαρασίτων των φλοιών, που με τη σειρά τους οδηγούν σε προσβολές και τελικά σε ξηράνσεις. Η αυστηρή δε κλάδευση εξασθενεί το δένδρο αντί να το αναζωογονεί, όπως υποστηρίζεται ότι γίνεται, αφού αυτό χάνει σημαντικό μέρος των αποθηκευμένων σακχάρων του, που είναι πολύτιμα για την ανάπτυξή του. Και τούτο διότι, τ’ αποθέματα των θρεπτικών του ουσιών χρησιμοποιούνται αμυντικά, για την αντιμετώπιση των παρασίτων, για την επέκταση του ριζικού συστήματος του δένδρου, καθώς και για τη δημιουργία φυλλικής επιφάνειας. Σημείωνε σχετικά ο εμβληματικός καθηγητής Δασοκομίας της σχολής Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. Σπύρος Ντάφης, σχετικά με τις κλαδεύσεις που πραγματοποιούνται και τις αποκοπές κλάδων από τα δασικά δένδρα (ποιος αμφισβητεί την επιστημονική κρίση του «σοφού καθηγητή»;): «Όσο υγιέστερο είναι ένα δένδρο τόσο πληρέστερη είναι η κόμη του και αντιστρόφως. Η κόμη με το φύλλωμά της είναι το «εργοστάσιο» του δένδρου και πηγή όλων των ευεργετικών επιδράσεων στον άνθρωπο. Συνεπώς οποιαδήποτε αφαίρεση της κόμης του είναι σφάλμα. Μειώνει τη ζωτικότητα του δένδρου ως συνόλου διότι απομακρύνεται ένα σημαντικό μέρος των αφομοιωτικών οργάνων. Όσο πιο συχνές είναι οι αποκοπές κλάδων και όσο πιο έντονα γίνονται, τόσο περισσότερες πληγές δημιουργούνται στα δένδρα με αποτέλεσμα να δίνεται η ευκαιρία σε χιλιάδες μύκητες και βακτήρια να προσβάλλουν αυτά. Το μη κλάδεμα συμβάλλει στον μακρύτερο χρόνο που διατηρούνται τα δένδρα υγιή». Επιπροσθέτως, τα πλατύφυλλα μεσογειακά θερμοξηρόβια φυτικά είδη, όπως για παράδειγμα η δρυς, καταστέλλουν την πολλαπλασιαστική τους ικανότητα για σκοπούς αναπαραγωγής σε συνθήκες ακραίων ξηροθερμικών συνθηκών, τις οποίες συνθήκες πλέον βιώνουμε ως συνήθη κατάσταση, κι αυτό το κάνουν ως άμυνα του φυτού στο ακραίο φαινόμενο (τα μεσογειακά θερμοξηρόβια κωνοφόρα δε διαθέτουν καν την παραπάνω πολλαπλασιαστική ικανότητα). Αποτέλεσμα τούτου είναι ν’ αδυνατούν να παράγουν νέα ικανοποιητική παραγωγική βλάστηση από αδρανείς ή τυχαίους οφθαλμούς (στην περιοχή αποκοπής του κλάδου). Για το λόγο αυτό, εάν υποβληθεί το δένδρο σε αφαίρεση κλάδων, τότε δε θα είναι σε θέση να υποκαταστήσει επαρκώς τη χαμένη βλάστηση στην ίδια θέση, παρά μόνο θα το κάμει με την αντιδραστική έκπτυξη επιπόλαιων τραυματικών βλαστών [βλπ σχετικά: Οδηγίες κλάδευσης των δένδρων από τη Διεθνή Ένωση Δενδροκομίας (International Society of Arboriculture, https://www.isa‐arbor.com/)]. Η λογική των κλαδεύσεων Φταίει το πεύκο για τα «δεινά» της πόλης; Βέβαια, υπάρχουν ουκ ολίγες περιπτώσεις που απαιτείται η κλάδευση δασικών δένδρων του κοινόχρηστου πρασίνου για λόγους, όπως προείπαμε, λειτουργικούς της πόλης, ανθρώπινης ασφάλειας και ασφάλειας των υποδομών. Αρκεί οι εν λόγω ανάγκες να είναι πραγματικές, θεμελιωμένες σε μια βάσιμη χρηστική πραγματικότητα, και να μην προκύπτουν από δικαιολογητικούς λόγους μιας κατάστασης άγχους για το επαγωγικό αιφνίδιο γεγονός (το καιρικό/κλιματικό), για τ’ οποίο ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος, κι επιδιώκει δια των εκτεταμένων κλαδεύσεων να δείξει μια θετική δραστηριότητα στην αντιμετώπιση της επερχόμενης κλιματικής κατάστασης. Στις περιπτώσεις αυτές έχει αποδειχθεί ότι το ένα λάθος στη διαχείριση των καταστάσεων διαδέχεται το άλλο, και δημιουργείται εντέλει διαχειριστική κρίση με απρόβλεπτα αρνητικά αποτελέσματα για την ίδια την κοινωνία των ανθρώπων, για την προστασία της οποίας κινητοποιείται ο κρατικός και αυτοδιοικητικός μηχανισμός. Ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο προβάλλονται ως απαιτητές οι κλαδεύσεις είναι ότι δεν επαρκεί ο ελεύθερος χώρος που δίδεται στο δένδρο για ν’ αναπτυχθεί στην πόλη, καθώς είναι στενόχωρο το λειτουργικό του πεδίο και προσκρούει αυτό κατά την ανάπτυξη του σε ανθρώπινες κατασκευές και υποδομές (αυτό συμβαίνει κατά βάσιν στις δενδροστοιχίες). Ως λύση σε τούτο το πρόβλημα προτάσσεται η αποκοπή κλάδων του και η περιοδική κλάδευσή του. Ο λανθασμένος σχεδιασμός του πρασίνου στην πόλη, με την επιλογή ακατάλληλων για τον προσφερόμενο χώρο δενδρωδών ειδών, ή ο λανθασμένος σχεδιασμός της πόλης, με τη δημιουργία κλειστών αστικών περιβαλλόντων, στενών πεζοδρομίων κ.λπ., οδηγεί εν προκειμένω στην κακοποίηση των δένδρων του αστικού κοινόχρηστου πρασίνου, με τις εν προκειμένω μη ενδεδειγμένες, συνεχείς, αυστηρές και αρνητικές κλαδεύσεις που πραγματοποιούνται. Πριν υπεισέλθουμε στην εξήγηση των κλαδεύσεων, θέτουμε την εξής διερώτησή μας, τον εξής προβληματισμό: Τα δασικά δένδρα του αστικού πρασίνου τα βρήκε η πόλη (η οικιστική περιοχή) εντάσσοντάς τα στο σύστημά της, με τη δόμηση που επήλθε στη φυσική περιοχή (όπως συμβαίνει με πολλές περιοχές των βόρειων προαστίων του αττικού λεκανοπεδίου, που επεκτάθηκαν στα αττικά πευκοδάση) ή τα δένδρα αυτά φυτεύτηκαν στον αστικό χώρο για ν’ αποτελέσουν το εξ επιτούτου αστικό του πράσινο; Στη μεν πρώτη περίπτωση αναγνωρίζεται ο λανθασμένος εξ αρχής σχεδιασμός στη δημιουργία της πόλης, αφού αυτή έπρεπε να λογίσει το πράσινο που βρήκε και με την κατάλληλη σχεδίασή της να το εντάξει λειτουργικά κι ασφαλώς στη δομή της –κάτι που εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε πως δεν έγινε, με τις ζημιές σε δίκτυα και υποδομές που συμβαίνουν εξαιτίας του, με κάθε ακραίο καιρικό φαινόμενο που συμβαίνει. Στη δε δεύτερη περίπτωση, η δημιουργία πρασίνου επί της δομημένης πόλης κατά τρόπο που το καθιστά ανασφαλές και ενδεχομένως μη λειτουργικό γι’ αυτήν, καταδείχνει την ανορθόδοξη και μάλλον πρόχειρη αντιμετώπισή της σε σχέση με την κατοίκηση του πολίτη. Όμως και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις ο πολίτης, παρά το γεγονός ότι επιθυμεί το πράσινο, βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να το στερηθεί στο βαθμό που μέρος του απώλλεται είτε προληπτικά είτε κατασταλτικά λόγω του φυσικού (καιρικού/κλιματικού) φαινομένου. Και τούτο συμβαίνει όχι με ευθύνη του, ούτε φυσικά με ευθύνη του πρασίνου ή του ιδίου του φυσικού φαινομένου, αλλά με ευθύνη των σχεδιαστών της πόλης, των σχεδιαστών του πρασίνου σε αυτήν, καθώς και, μετέπειτα, των διαχειριστών του αστικού πρασίνου (οι οποίοι, εγνωσμένοι όντας στο πρόβλημα της διαχείρισής του, δεν αλλάζουν τα δεδομένα του, παρά συνεχίζουν την αρνητική του διαχείριση). Και εν προκειμένω υπεισέρχεται η λογική των κλαδεύσεων των δένδρων του κοινόχρηστου πρασίνου ως διαχειριστικό μέτρο στον τρόπο που τα αντιμετωπίζουμε, πώς δηλαδή σκεφτόμαστε και λειτουργούμε σε σχέση με αυτά, έχοντας ως δεδομένη μια συγκεκριμένη διαμορφωμένη κατάσταση στην πόλη, αυτήν που προαναφέρθηκε. Ας αναφερθούμε στον συνήθη «ύποπτο» και υπαίτιο, όπως θεωρείται, για τα «δεινά» στην πόλη, από τα δασικά δένδρα του κοινόχρηστου πρασίνου (και δη στην ελληνική πρωτεύουσα), που είναι το πεύκο. Μιλούμε ειδικότερα για τα θερμόβια πεύκα της πόλης (κύρια για τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη, και λιγότερο για την κουκουναριά), που μας απασχολούν ιδιαίτερα στις περιόδους των «κλιματικών κρίσεων» (των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως συνέβη με τη «Μήδεια» τον χειμώνα του 2021 ή με την «Ελπίδα» τον χειμώνα του 2022). Διαπιστώνουμε ότι τα λάθη των κλαδεύσεων κατά τη διαχείριση του κοινόχρηστου αστικού πρασίνου, συντελούν στην επιδείνωση των επιπτώσεων του κλιματικού φαινομένου στον άνθρωπο, στα μέσα και τις υποδομές του. Τα πεύκα εντάχθηκαν στην πόλη ως αρμόζον πράσινο, καθόσον το αττικό περιβάλλον δηλοποιείται διά του θερμόβιου αττικού πεύκου, της χαλεπίου πεύκης. Εντάχθηκαν όμως χωρίς προγραμματισμό και επιστημονική σκέψη, για τη δημιουργία του αστικού τούτου πρασίνου. Η απαίτηση μετά τούτων που δημιουργείται είναι η διαχείριση του πεύκου να πραγματοποιείται στη βάση είτε της αποκοπής και της απώλειάς του είτε των κλαδεύσεών του για λόγους ασφάλειας, κι όχι για την οικολογική του λειτουργία. Η αντιμετώπισή του σε αυτή τη διττή βάση είναι υποβαθμιστική ή και καταστροφική γι’ αυτό. Και πάντως υπάρχει μιαν απομειωτική αντιμετώπισή του και μη σεβαστική, αφού ως πράσινο δεν τυγχάνει της αξιοπρεπούς θεώρησης που πρέπει ν’ αποδίδεται στο πράσινο ως αξία και ως πρόταξη ζωής. Στο βασικό ερώτημα που τίθεται, εάν πρέπει το θερμόβιο πεύκο να χρησιμοποιείται στο αστικό πράσινο, δεδομένου όλων των «προβλημάτων» που δημιουργούνται σε σχέση με τη διαχείρισή του, απαντούμε χωρίς δεύτερη σκέψη πως «ναι» –ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις που αυτό διασυνδέεται φυσικά, κοινωνικά και πολιτιστικά με το περιβάλλον της περιοχής όπου αναφέρεται. Πού, όμως, και πώς δύναται να χρησιμοποιείται στις αστικές διαρρυθμίσεις πρασίνου; Πάρκα και άλση με την παρουσία του θερμόβιου πεύκου στην πόλη (στην ελληνική πρωτεύουσα εν προκειμένω) μπορούν (ή και πρέπει) να δημιουργούνται. Δε συνιστάται όμως για δενδροστοιχίες, ιδιαίτερα στις κλειστού τύπου. Δηλαδή όχι σε δενδροστοιχίες περίκλειστες από κτήρια, ιδιαίτερα από ψηλά κτήρια (πολυκατοικίες). Και τούτο διότι το πεύκο ως φωτόφιλο είδος επιδιώκει το φως, και επί κλειστών περιβαλλόντων, όπως τα περίκλειστα των ψηλών κτηρίων, θ’ αναγκαστεί ν’ ανέλθει σε ύψος για να το βρει, σε ύψος όμως που είναι αφύσικο για τη βιολογική του δυναμική, μη αρμοστό με την οικολογία του. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις κλαδεύσεις ανύψωσης που του γίνονται, και που επιδεινώνουν το πρόβλημά του, καθώς και λόγω του επιφανειακού ριζικού του συστήματος, στις περιπτώσεις που αυτό αναπτύσσεται επί εδαφών αβαθών, καλυμμένων από σκληρά υλικά, υδροφορτισμένων ή χαλαρών, δημιουργεί πτώσεις δένδρων ή και θραύσεις κορμών, όταν ένας φυσικός ή μηχανικός παράγοντας επιδράσει πάνω του. Σημειώνεται ότι το θερμόβιο πεύκο δημιουργεί μια κεντρική πασαλώδη ρίζα με ανεπτυγμένες οριζόντιες, οι οποίες παρέχουν και τη στήριξη του. Αυτές, όταν αναπτύσσονται επιφανειακώς και όχι εκτενώς, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό και με τη δημιουργία ακανόνιστης κόμης, δε βοηθούν στη στήριξη του δένδρου. Γενικώς το πεύκο, αναπτύσσει οριζόντιες ανοικτές ρίζες στους αρχικούς εδαφικούς ορίζοντες, καθώς εκεί βρίσκει τις κατάλληλες συνθήκες σε νερό και θρεπτικές ουσίες, γι’ αυτό και κάποιοι το χαρακτηρίζουν ως «τεμπέλικο είδος»! Και το κακό, σ’ ό,τι αφορά στην κατάσταση του πεύκου επιδεινώνεται με τις κλαδεύσεις που του γίνονται, είτε για λόγους ασφάλειας (των ανθρώπων και των υποδομών) είτε για καλαισθητικούς λόγους, όχι όμως για λόγους οικολογικούς! Και στο σημείο αυτό στεκόμαστε˙ τι συμβαίνει με τις κλαδεύσεις των πεύκων; Με την αυστηρή καθ’ ύψος κλάδευση των πεύκων, την κλάδευση ανύψωσης για την απελευθέρωση π.χ. γραμμών ηλεκτρικών δικτύων ή για λόγους ανθρώπινης ασφάλειας, ωθούμε το πεύκο στην ανάπτυξη ενός κυρίαρχου επικόρυφου, που θα δώσει κόμη σχηματισμένη στο ανώτερο δυνατό ύψος του δένδρου, με γυμνή την υπόλοιπη κορμική του επιφάνεια. Ένας τέτοιος σχηματισμός του δένδρου δεν υποστηρίζεται μηχανικά στο επίπεδο του κορμού, αλλά ούτε και της ρίζας, με επόμενο τη μηχανική διάρρηξη του ξύλου σε μέρος του κορμού (θραύση ξύλου) ή την εκρίζωση του δένδρου λόγω της αστάθειάς του. Γενικώς, κείνο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι, το πεύκο (όπως εξάλλου και κάθε δένδρο), διαμορφώνει φυσικώς το κέντρο βάρος του σύμφωνα με την ανάπτυξή του, που επηρεάζεται από τις φυσικές συνθήκες του τόπου όπου αναπτύσσεται, καθώς και από το ευρύτερο ανθρωπογενές περιβάλλον, με τις (αλληλ)επιδράσεις που υπάρχουν σε/από αυτό. Επεμβαίνοντας με τις κλαδεύσεις που του γίνονται, του αλλάζουμε τη στατική του, την ισορροπία του, λόγω αλλαγών στο κέντρο βάρος που του δημιουργούμε, και επέρχεται έτσι μια ασταθής κατάσταση λειτουργίας του, με συνέπειες στην υγεία του, στη στατικότητα του, καθώς στην εν γενεί παρουσία του. Έχει αποδειχθεί ότι η απελευθέρωση του κορμού δένδρου από τους κλάδους του και η αναγωγή καθ’ ύψος της κόμης του, παράλληλα με την ύπαρξη κλειστού αυξητικού χώρου του δένδρου, δημιουργεί αυξητικές ακανονιστίες σε αυτό, που συνίστανται σε ελαττώματα της δομής του ξύλου του. Συγκεκριμένα στα κωνοφόρα, στο θερμόβιο πεύκο που εξετάζουμε, εμφανίζεται μείωση της φυσιολογικής τάσης του κορμού προς κωνικομορφία, αύξηση της τάσης του κορμού για κλίση και κάμψη, αύξηση της στρεψοΐνιας του κορμού (της στρέψης-σπειροειδούς διάταξης των ινών του ξύλου γύρω από τον άξονα του δένδρου), δημιουργία ασυνεχών αυξητικών δακτυλίων στο δένδρο, δημιουργία θλιψιγενούς ξύλου, διακοπή της συνέχειας των ιστών, καθώς και δημιουργία τραυματικών ακανονιστιών λόγω της αποκλάδωσης, με τη δημιουργία επουλωτικώς τραυματικών ρητινοφόρων αγωγών. Όλα τα εν προκειμένω ελαττώματα της δομής του ξύλου του κορμού δημιουργούν μειωμένη μηχανική αντοχή σε αυτό, με αποτέλεσμα την αυξημένη πιθανότητα θραύσης του από κάποιον εξωγενή φυσικό ή μηχανικό παράγοντα. Ο καθηγητής Σπύρος Ντάφης παραθέτει τις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητη η κλάδευση δασικών δένδρων: 1. Kλαδεύσεις για την αποκατάσταση ζημιών κόμης. 2. Κλαδεύσεις για τη μείωση του βάρους της κόμης μετά από απώλεια ριζών. 3. Κλαδεύσεις για λόγους ασφάλειας γέρικων δένδρων (για λόγους σταθερότητας, αλλά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις) και κλαδιών κόμης που εκτείνονται πέραν των επιτρεπτών ορίων προς κεντρικούς δρόμους μειώνοντας το φωτεινό προφίλ κάτω των 4,5 μ., και σε περιπτώσεις υπερκείμενων καλωδίων της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ. 4. Χαλαρωτικές κλαδεύσεις σε περιπτώσεις πολύ πυκνής κόμης και πολύ στενού φυτευτικού συνδέσμου. 5. Ειδικές κλαδεύσεις σε περιπτώσεις δενδροχειρουργικών επεμβάσεων. 6. Κλαδεύσεις νεκρών ή νεκρούμενων κλάδων, αδηφάγων βλαστών και κλαδιών που διασταυρώνονται και αλληλομαστιγώνονται με κλαδιά γειτονικών δένδρων. (Πηγή: Ντάφης Σπ., «Δασοκομία πόλεων», εκδόσεις Art of Text, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 166). Θα μου πείτε: στις περιπτώσεις που επιβάλλονται οι κλαδεύσεις, πώς αυτές θα πραγματοποιούνται χωρίς το δένδρο να θιγεί, επιτυγχάνοντας παράλληλα τον επιδιωκτέο χρηστικό σκοπό; Η απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα προκύπτει από τον τρόπο που διαχειρίζεσαι αρμοδίως το κοινόχρηστο πράσινο. Πρέπει γνώστες και ειδικοί του αντικειμένου να σχεδιάζουν και να ενεργούν, έχοντας την κατάλληλη επιστημονική και πρακτική κατάρτιση, και με γνώμονα την υγεία και ορθή οικολογική λειτουργία του δένδρου, στη βάση πάντα της ασφάλειας των πολιτών. Κείνο που εν προκειμένω πρέπει να γίνεται είναι ν’ αποφεύγεται ότι επιδεινώνει τη λειτουργική κατάσταση του δένδρου, αλλά ταυτοχρόνως εξυπηρετεί τη λειτουργική του παρουσία στο ανθρωπογενές περιβάλλον όπου αυτό υφίσταται. Η επέμβαση στην κόμη του δένδρου αποτελεί το κρίσιμο στοιχείο της διαχείρισής του, καθώς από αυτήν εξαρτάται ο τρόπος τής μετέπειτα συμπεριφοράς του. Αφαιρώντας από την κόμη ύλη, αλαφραίνοντάς την και ταυτόχρονα απελευθερώνοντας με τρόπο μέρη της που δημιουργούν προβλήματα σε υφιστάμενες π.χ. εναέριες υποδομές, μπορούμε να διαχειριστούμε λειτουργικά το δένδρο χωρίς να το θίξουμε οικολογικά. Θέλει μολοντούτο την τέχνη του επεμβάτη αυτή η ενέργεια, που είναι τέχνη διαχειριστική, προκύπτουσα από τη γνώση, την επιστημονική και την πρακτική˙ γνώση γεωτεχνική˙ που όμως, ως φαίνεται, λείπει… Καλή πρακτική κλαδεύσεων Οι κλαδεύσεις δασικών δένδρων για καλλωπιστικούς σκοπούς στην πόλη, εξυπηρετώντας παράλληλα και την περιβαλλοντική αποστολή του αστικού πρασίνου, αποτελούν μια συνήθη πρακτική επεμβάσεων στο αστικό πράσινο. Ο καλλωπισμός της πόλης βεβαίως και θα πρέπει να εξυπηρετείται, χωρίς όμως να παραβλέπεται ή να παραβλάπτεται η αποστολή του αστικού και περιαστικού πρασίνου, η οποία είναι συγκεκριμένη και υψηλή. Αυτή συναρτάται με την ψυχική και σωματική υγεία του κατοίκου της πόλης, και τούτο θα πρέπει να λογίζεται ως πρώτιστο, πέρα από το όποιο αισθητικό αποτέλεσμα. Διά τούτο, θα πρέπει να γίνονται κείνες οι ενέργειες και ν’ ακολουθούνται κείνοι οι οικολογικοί και αισθητικοί κανόνες, που θα βοηθήσουν στην επίτευξη και επιτέλεση της τοιαύτης αποστολής, καθώς και στην προαγωγή της. Το αντίθετο μολοντούτο διαπιστώνεται ότι γίνεται. Βλέπουμε για παράδειγμα, για λόγους καλλωπισμού κυρίως, δημάρχους να κλαδεύουν συστηματικά και αυστηρά τα δένδρα των αλσών, των πάρκων και κυρίως των δενδροστοιχιών της πόλης τους, ακόμα και κείνων των ειδών που δε συνιστώνται για κλάδευση (όπως, π.χ., των πεύκων ή των κυπαρισσιών!), φτάνοντας σε πολλές περιπτώσεις στην ξήρανσή τους, μ’ αποτέλεσμα έτσι ν’ αναιρούνται ή να μη γίνονται αντιληπτές οι οφειλόμενες από το πράσινο προσφορές. Τα δασικά δένδρα δεν είναι π.χ. μουριές, για να υπόκεινται σε ετήσια, έντονη/αυστηρή κλάδευση, οπωσδήποτε αρνητική και κατασταλτική για τη βιολογική τους λειτουργία. Επιπλέον παρατηρείται να πραγματοποιούνται κλαδεύσεις σε χρόνο οικολογικά απαγορευτικό για δένδρο, όπως συμβαίνει με τις κλαδεύσεις που πραγματοποιούνται την άνοιξη (προχωρημένη μάλιστα άνοιξη…) ή, ακόμα χειρότερα, στις αρχές καλοκαιριού! Τότε που τα δένδρα έχουν «χυμώσει» και εκπτύξει τους αναπαραγωγικούς οφθαλμούς τους, καθώς και τους βασικούς για την ανάπτυξή τους πρώτους κλάδους, με αποτέλεσμα να οδηγούνται με την κλάδευση σε οικολογικό σοκ, που είναι καθοριστικό για τη συνέχειά τους (όταν μάλιστα ακολουθεί η δύσκολη θερμή θερινή περίοδος). Η αφαίρεση κλάδων, οφθαλμοφόρων βλαστών και φυλλώματος από τα δένδρα, ιδιαίτερα στην κρίσιμη περίοδο της άνοιξης, δεν βοηθάει στη «φυσική ανάπτυξή τους», όπως αυτά προορίζονται οικολογικά, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η φυσιολογική ανάπτυξή τους. Ακόμα παρατηρείται ότι οι κλαδεύσεις πραγματοποιούνται πρόχειρα, βιαστικά και «κατά το δοκούν» ή «κατά το βολεύειν», από προσωπικό που δεν έχει τις απαιτούμενες βοτανικές, φυσιολογικές, οικολογικές και βιολογικές γνώσεις για την εργασία αυτήν. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούμαστε σε κακοποιήσεις των δένδρων και σε «ανήκεστο» βλάβη τους. Επίσης, έργα ή εργασίες που πραγματοποιούνται σε στοιχεία, σε μέρη ή υποδομές της πόλης είναι δυνατό να οδηγούν σε βλάβες ή και σε απώλειες δένδρων των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου. Όπως συμβαίνει συνήθως με τα έργα που πραγματοποιούνται επί υπογείων δικτύων ύδρευσης, αερίου κ.λπ., κατά τα οποία δημιουργείται αποκοπή ριζών, πληγώσεις και βλάβες των εκεί δένδρων των δενδροστοιχιών (επί των πεζοδρομίων), κάτι που επιφέρει απώλεια της ισορροπίας στήριξής τους και πτώση τους, με ζημιές π.χ. σταθμευμένων αυτοκινήτων, μαντρότοιχων κ.λπ., ή ακόμα βιολογική εξασθένιση και ασθένειες των δένδρων. Η ανεύθυνη κλάδευση των δασικών δένδρων της πόλης αναστέλλει ή αναιρεί την περιβαλλοντική αποστολή του κοινόχρηστου αστικού πρασίνου, κατά στοιχείο του και κατά το όλον. Η διαχείριση του κοινόχρηστου αστικού πρασίνου πριν από το νόμο 4280/2014 ασκείτο χωρίς κανόνες από τους αρμοδίους ΟΤΑ. Εισηγήθηκα το έτος 2013, συμμετέχοντας στην επιτροπή σύνταξης του δασικού νομοσχεδίου, τη δημιουργία διάταξης που να προβλέπει ότι στο εξής η διαχείριση του εν λόγω πρασίνου θ’ ασκείται κατόπιν σχετικών διαχειριστικών σχεδίων (δηλαδή σύμφωνα με συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο διαχείρισης των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου). Και επίσης, εισηγήθηκα, τη δημιουργία εξουσιοδοτικής διάταξης για την έκδοση υπουργικής απόφασης που να καθορίζει τις προδιαγραφές σύνταξης των διαχειριστών αυτών σχεδίων. Εισακούσθηκα και στο νόμο 4280/2014 συμπεριελήφθη σχετική διάταξη στο άρθρο 36, ως παράγραφος 2 στο άρθρο 58 του νόμου 998/1979. Επόμενα, ως αρμόδιος προϊστάμενος για το κοινόχρηστο αστικό πράσινο στη Διεύθυνση Προστασίας Δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας συνέταξα την υπουργική απόφαση των προδιαγραφών διαχείρισης πάρκων και αλσών της χώρας, η οποία εκδόθηκε με την ΥΑ αριθμ. πρωτ. 133384/6587/23-12-2015, δημοσιευμένη στο ΦΕΚ 2828/Β΄/2015 (είχε προηγηθεί η ΥΑ αριθμ. 125837/726/2013, δημοσιευμένη στο ΦΕΚ 1528/Β ́/2013, την οποία εισηγήθηκα, πλην όμως υπήρξαν παρεμβάσεις που τη μετέβαλλαν, και επί των οποίων διαφώνησα και δε συμμετείχα στην έκδοσή της). Ενόσω δε ήμουν προϊστάμενος της Διεύθυνσης Προστασίας Δασών της Γενικής Διεύθυνσης Δασών & Δασικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας (περίοδος πριν το 2019), της Διεύθυνσης δηλαδή που είχε στην αρμοδιότητά της την προστασία και εποπτεία διαχείρισης των χώρων κοινόχρηστου πρασίνου (των πάρκων και αλσών της χώρας), ανελήφθη πρωτοβουλία σύνταξης ενός εγχειριδίου καλής πρακτικής στη διαχείριση του εν λόγω πρασίνου, στο οποίο θα περιλαμβάνονταν κεφάλαιο με μεθόδους, τρόπους και κανόνες που θ’ αφορούσαν στις κλαδεύσεις των δένδρων των εν λόγω χώρων. Η σύνταξή του προσέκρουσε στο γεγονός ότι δεν υπήρχε εξουσιοδοτική διάταξη που να δίδει τη δυνατότητα σύνταξης του εγχειριδίου. Αντέτεινα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί η γενική εξουσιοδοτική διάταξη της δασικής νομοθεσίας, της παραγράφου 14 του άρθρου 78 του νόμου 998/1979, όπως ισχύει με το άρθρο 42 νόμου 4280/2014, που προβλέπει ότι, «Με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ρυθμίζονται οι λοιπές αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος νόμου». Μου απάντησαν ότι εξ αυτής δεν προκύπτει η ειδική εξουσιοδότηση που απαιτείται. Επανήλθα ζητώντας το εγχειρίδιο ν’ αποτελέσει παράρτημα στην ΥΑ 133384/6587/23-12-2015, των προδιαγραφών διαχείρισης πάρκων και αλσών της χώρας. Μου απάντησαν και πάλι αρνητικά. Και τέλος ζήτησα να δημιουργηθεί σχετική εξουσιοδοτική διάταξη. Δεν έγινε... Η κλάδευση των δασικών δένδρων, ιδία των πεύκων, αποτελεί μια δασοκομικού χαρακτήρα εργασία, προκύπτουσα από την οικολογία του δένδρου. Δεν πρέπει το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής νάναι ενάντιο στην οικολογία του δένδρου, να είναι ενάντιο σε ό,τι από αυτήν υποδεικνύεται σε σχέση με τη διαχείρισή του, για να μην υπάρξουν προβλήματα στην ανάπτυξη και τη συνέχειά του. Η τοιαύτη απαίτηση υποδεικνύει την ύπαρξη ειδικού επιστήμονα που θα διαχειριστεί την κατάσταση και θα υποδείξει τον τρόπο της διαχείρισης. Και αυτός ο επιστήμονας είναι ο γεωτεχνικός, με γνώσεις οικολογίας, φυσιολογίας, βοτανικής και βιολογίας. Το αποτέλεσμα της ενέργειας κλάδευσης θ’ ακολουθεί το δένδρο στην πορεία του, εν σχέσει με τη βιολογική του κατάσταση. Είναι συνεπώς μια άκρως σοβαρή και κρίσιμη ενέργεια για την πορεία του δένδρου. Και σίγουρα για το πεύκο, η διαμόρφωσή του κατόπιν της κλάδευσης θα το φέρει σε κατάσταση που δε θα είναι ανακτήσιμο σε σχέση με την αρχική ή τη φυσικώς προοριζόμενη μορφή του! Σύμφωνα με τον Giovanni Morelli, ειδικό στη διαχείριση των πεύκων στην Ευρώπη, «Η χαλέπιος πεύκη είναι “σχεδιασμένη” για να αναπτύσσεται σε βράχια και προεξοχές, παρουσιάζει δε ένα είδος υπερ-αντιδραστικότητας στο κλάδεμα τ’ οποίο, όταν εκτελείται άσχημα, συχνά οδηγεί στην πλήρη αποδιοργάνωση του φυλλώματος. Το κάπως μακάβριο παράδοξο είναι ότι αυτή η παροξυσμική απόκριση ερμηνεύεται μερικές φορές ως απόδειξη ζωτικότητας» (κλπ σχετ.: «Ορθό κλάδεμα πεύκων», συνέντευξη με τον Giovanni Morelli, μετάφραση-απόδοση: Μανώλης Καπάνταης). Για το λόγο τούτο η κλάδευση δασικών δένδρων των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου πρέπει να είναι μερική, περιορισμένη και λελογισμένη. Να σχεδιάζεται από γεωτεχνικούς που έχουν την κατάλληλη επιστημονική κατάρτιση και να εκτελείται από γνώστες του αντικειμένου, με κατάλληλη πρακτική κατάρτιση. Συνιστάται κατ’ αυτήν ν’ απομακρύνονται τα κατεστραμμένα ή αποσυντεθειμένα μέρη της κόμης, καθώς και το μέρος της φυλλικής επιφάνειας που κρίνεται ότι πρέπει ν’ αφαιρεθεί για λόγους υγείας του δένδρου, ευστάθειας, φωτοσυνθετικής του λειτουργίας και της εν γενεί λειτουργικής συνέχειάς του. Επίσης, μπορεί ν’ αφαιρούνται τα παλιά πλευρικά κλαδιά του κορμού μέχρι του ύψους σχηματισμού της κόμης. Αναφέρεται ως γενική οικολογική αρχή για τις κλαδεύσεις ότι δι’ αυτών πρέπει ν’ αφήνεται το δένδρο ελεύθερο να καθορίσει το σχήμα του. Το πράσινο των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου των πόλεων και των οικισμών αποτελεί βασική αξιακή πηγή στο αστικό πρότυπο ζωής, αποτελεί μέρος του λειτουργικού γίγνεσθαι του πολίτη για το βίο του, την κοινωνία του και την πολιτεία του. Η περιβαλλοντική συνεισφορά τού εν λόγω πρασίνου είναι καθοριστική για την πόλη και τους πολίτες της, και δεν μπορεί γι’ αυτό το λόγο ν’ αντιμετωπίζεται αυθαίρετα, πρόχειρα ή ανεύθυνα, αλλά λογίζοντας τις επιπτώσεις των ενεργειών στο περιβάλλον και την κοινωνία. Οι μη θεωρημένες κλαδεύσεις δένδρων του κοινόχρηστου αστικού πρασίνου, αδικούν αυτό και το απομειώνουν σε σχέση με το ρόλο του, καθώς το υποβαθμίζουν οικολογικά και το αναιρούν λειτουργικά ως προς τις φυσικές δυνατότητές του. Το πρόβλημα στην πόλη, σε σχέση με την κατοίκηση του πολίτη σε αυτήν, μεγαλώνει με τις αρνητικές κλαδεύσεις που πραγματοποιούνται, οι οποίες μολοντούτο δε λογίζονται σε αυτή τους τη βάση. Το αποτέλεσμα είναι, με πράξεις τέτοιες, μη λελογισμένες, ν’ αναιρείται ο ρόλος στοιχείων της πόλης που είναι βασικά για τη συνέχειά τους. Οι κλαδεύσεις των δένδρων ως διαχειριστικό μέτρο συνιστά μέρος της σύνολης διαχείρισης της πόλης, που οφείλει να μην είναι αρνητική για την ίδια την πόλη ως σύστημα ζωής και τον πολίτη της ως οντότητα σε αυτό. Αντώνιος Β. Καπετάνιος (αδημοσίευτο κείμενο) Πηγή: https://www.facebook.com/profile.php?id=100005305723928 Φωτογραφία:: https://www.facebook.com/photo/?fbid=1819662578220582&set=pb.100005305723928.-2207520000 Ο Αντώνιος Β. Καπετάνιος γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60 σε μια γραφική κωμόπολη του Παγασητικού κόλπου, στη Νέα Αγχίαλο του νομού Μαγνησίας. Σπούδασε στη Δασολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την επιστήμη της Φύσης και ειδικεύτηκε στην προστασία των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος. Αφού εργάσθηκε επί σειρά ετών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ως Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος, στο τέλος κατέληξε στην Αθήνα, όπου πλέον ζει και εργάζεται μόνιμα. Έχει ασχοληθεί με την περιβαλλοντική αρθρογραφία, το κοινωνικό και ιστορικό δοκίμιο, το διήγημα και την ποίηση, με ανάλογες δημοσιεύσεις. Είναι παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τα δένδρα π' αγαπούμε, τα πληγώνουμε! Ωδή σε τρία δένδρα: στην ελιά, στη δρυ, στο πεύκο. * Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2022 Ο σχολικός κήπος Καλλιεργώντας, καλλιεργούμενοι ... Φυτεύοντας, παιδευόμενοι ... Ποιώντας, ποιούμενοι ... Παρελθόν, παρόν και μέλλον Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2021 Απεικάσματα Ποιήσεις Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2021 Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ποίησις Τρία δοκίμια για την ποίηση Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2021 Οικολογική σκέψη Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2020 Το δικαίωμα και η υποχρέωση στη φύση 6+1 κείμενα για τη φύση Ιδιωτική Έκδοση Αθήνα, 2020 Αναζητώντας την ενδοχώρα Αφήγημα για την ελληνική φύση και τις αξίες της Book Station, Αθήνα, 2020 Βίος ποιητικός Ποιήσεις Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2019 Μεγέθυνση Το κοσμοείδωλο της ανάπτυξης και το μέλλον της γης: Ποιες οι επιπτώσεις της οικονομικής μεγέθυνσης στο περιβάλλον και την κοινωνία; Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2019 Λίθινοι τοίχοι Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο…: Τα λιθόδμητα φράγματα των χειμάρρων και οι ξερολιθιές των αγρών. Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2018 Τα θέμελα Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2018 Το ελληνικό τοπίο Σπουδή του τόπου και θεώρηση του ελληνικού τοπίου Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2018 Τα ιδιόγραφα Κείμενα αειθαλή και φυλλοβόλα Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2017 Κλήρα Ποιήσεις Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2017 Φύσις έργον Νοώντας για τη φύση: Η ιδέα της φύσης και η διαχρονική της αξία Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2017 Η ιδιοκτησία στα δάση Αλήθειες για την γαιοκτησία στην Ελλάδα: Μύθοι και πραγματικότητα Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα, 2016 Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα... Το θάμα που λέγεται ελληνικό τοπίο! Φιλιππότη, Αθήνα, 2009 Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει... Φιλιππότη, Αθήνα, 2006 Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω... Φθορές και αυθαιρεσίες στη χώρα που προίκισε ο Θεός και αδίκησε ο άνθρωπος Ηλιοτρόπιο, Αθήνα, 2003 * «Πόσες γενεές γυρεύανε, και μεις, νομίζω, φάγαμε τα νιάτα μας γυρεύοντας την περίφημη ελληνική πραγματικότητα. Η ελληνική πραγματικότητα ήταν μπροστά μας. Ένα βελόνι πεύκου». («Αλληλογραφία» Γιώργου Θεοτοκά και Γιώργου Σεφέρη, 1930‐1966) Το θερμόβιο πεύκο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δένδρο της μεσογειακής Ελλάδας. Αυτής που τη βρέχει η Μεσόγειος και τη διαμορφώνει κλιματικά και φυσιογνωμικά / φυσιογνωστικά, δίνοντάς της το «χάρισμα» της θερμότητας, της φωτεινότητας, της ηπιότητας, μα και της ξηρότητας καθώς και της στέρησης –καθότι, υπό μιαν άλλη οπτική, ακόμα και η στέρηση ιδώνεται θετικά στην Ελλάδα, στο βαθμό που δημιουργεί τις συνθήκες για προσφορά στο επίπεδο του μπορετού, του «ολίγου», του «ελαχίστου». Σε αυτό το επίπεδο βρίσκει έκφραση το πεύκο και μπορεί στη στέρηση να φτιάχνει φύση μοναδική. Κάποιες φορές θα καμφθεί, θα συστριφτεί, θα νανοποιηθεί, θ’ απομυζηθεί, θ’ αποσκελετωθεί, μα δε θα λυγίσει και θα συνεχίσει να δίνει ζωή στην άστεργη γη. Σε μιαν αντίθετη πορεία με τα συνηθισμένα της ζωής, που θέλουν τον θαλλό νάν’ στα χλοερά, το πεύκο οστεώνεται, στεγνώνει, φυραίνει, για να σταθεί στ’ ασφριγή, στα έσχατα. Πα σε βράχους, πα σε ξερή λεπτή γη, σε τόπους «αδύνατους», ισχνούς στένεται. Με σισύφειους μόχθους κρατείται, έχοντας όμως τύχη αγαθή. Ο ανείπωτος τούτος, ο αΰμνητος άθλος του, δεν προσέσχθηκε, δεν ιδώθηκε στο σύγχρονο ζην, ακριβώς επειδή δεν εννοήθη και εφάνη μικρός ή και βλαβερός ο ρόλος του πεύκου στη ζωή του Νεοέλληνα! Το πεύκο δεν είναι «μίζερο» φυτό. Δε θα διαλέξει, δε θ’ απορρίψει. Εάν στα χλοερά και «γιομάτα γη» εδάφη βρει τόπο για να εγκατασταθεί, θα το κάνει –αυτός εξάλλου είναι κι ένας από τους λόγους που επικρίνεται και «κυνηγιέται». Το πεύκο θα ριζώσει όπου είναι δυνατό. Θα γαντζωθεί στο σκληρό βράχο, θα υψωθεί στην άνυδρη γη, μα και στην εύφορη, και κει θα υψωθεί. Κάτω απ’ τον καυτό ήλιο δε θα λυγίσει, θ’ αντέξει την κάθε κακουχία και θα σταθεί όρθιο, ως ήρως. Δε θα πει όχι στη ζωή, δε θα λυγίζει στις δυσκολίες ̇ εξόν κι αν ο άνθρωπος –ο μόνος που μπορεί να το κάμψει–, το εξαλείψει με τη γνωστή αυτό)καταστροφική του πρακτική!.. Διά τούτο και η πεύκινη γη είναι λατρευτή, επειδή φτιάχνεται σε αυτήν μια φύση μοναδική, στην οποία η πτωχεία αίρεται με την πεύκινη προσφορά και οι αισθήσεις εγερμένες από τη ρητινούχα παρόρμηση δεν ημπορούν να σταθούν απαθείς στο διάπυρο ζην και θα εκφραστούν ευτόνως και διεγερτικά στο φυσικό όλον. (Από το βιβλίο του Αντώνιου Καπετάνιου «Τα δένδρα π’ αγαπούμε, τα πληγώνουμε! Ωδή σε τρία δένδρα: στην ελιά, στη δρυ, στο πεύκο», έκδοση ιδίου, Αθήνα, 2022.

ΣΧΕΤΙΚΑ: Άρθρα
ΣΧΟΛΙΑ
Πείτε μας τη γνώμη σας
Τα σχόλια δημοσιεύονται άμεσα και είναι αποκλειστική ευθύνη του συντάκτη του σχολίου. Οι διαχειριστές της παρούσας ιστοσελίδας διατηρούν το δικαίωμα διαγραφής των σχολίων εκείνων που έχουν διαφημιστικούς σκοπούς, κρίνονται ως ρατσιστικά ή προσβάλλουν πρόσωπα.