Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
" Γιατί βροντούν βιολιά και σήμαντρα σήμερα; Γιατί θα κάνει μπάνιο η Μαίρη... Τι έχουν τα πουλιά και σπουν τον κόσμο απ' το τραγούδι τους; Θα κάνει μπάνιο η Μαίρη... Γιατί χαίρεσαι και συ κυρ αστυνόμε μες τη σκληρή στολή σου; Μα, γιατί θα κάνει μπάνιο η Μαίρη...! " Και τι δεν της έλεγε μέχρι να την καταφέρει. Ποιος θα το πίστευε ότι θα ντάντευε σαν μωρό τη μάνα του, που 'χε αποκοπεί απ' τα κοινά κι αλώνιζε στα λιβάδια τ' ουρανού της. Αυτό ήταν, να την πείσει να σηκωθεί. Με το που έμπαινε στη μπανιέρα η κυρά Μαίρη γελούσε και χτύπαγε τα χέρια της σαν παιδί, νιώθοντας ίσως μια ελευθερία που την ένωνε με τον απόλυτο κόσμο της ρευστότητας. Έπειτα άρχιζε η αντίστροφη πορεία. Έκανε αμάν να την βγάλει απ' το νερό και να την πάει στο κρεβάτι της. Χρησιμοποιούσε κάθε τρόπο, κάθε μέσο που μπορούσε να τον βοηθήσει, ανασύροντας λέξεις και εικόνες απ' το κοινό παρελθόν τους, τότε που εκείνη τον κυνήγαγε να φάει και να ντυθεί: " Έλα το καλό μου, έλα το χρυσό μου, έλα το, να φάμε και να ξαπλώσουμε... Ναι, το παιδί, θα φάει όλο το φαΐ του να μεγαλώσει...Να δεις τι του ' χω φτιάξει εγώ του παιδιού..." Και η κυρά Μαίρη μεγάλωσε, μεγάλωσε τόσο που δεν την χωρούσε πια ο τόπος μας. Ένα πέπλο απλώθηκε στο σπίτι, βαρύ, σαν χειμωνιάτικο απόγευμα Κυριακής. Η κυρά Μαίρη έμεινε χαμογελαστή στις φωτογραφίες, τα γέλια στο μπάνιο έπαψαν, και το φαγητό έχασε τη νοστιμιά του, παρόλη την πληρότητα της συνταγής. ΠΊΝΑΚΑΣ: Γεώργιος Ιακωβίδης, Αντιστροφή ρόλων. 1892. ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ