Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Γιώργου Σκιάνη
Με κάλεσαν στο αναθεματισμένο πάρτι. Αυτοί που με κάλεσαν το ξέρουν. Ότι δεν πάω σε πάρτι. Δηλαδή; Δηλαδή με κάλεσαν επί τούτου. Για να αρνηθώ. Μου έστησαν παγίδα. Τους την έσκασα και πήγα. Με το κουστούμι που μού ‘μπαινε με το ζόρι και ξυπόλητος γιατί δεν έχω κατάλληλα υποδήματα. Οι άτιμοι είχαν εναλλακτικό σχέδιο. Πώς; Μουσική. Θα μου πείτε υπάρχει πάρτι χωρίς μουσική; Με ενοχλεί η μουσική αλλά ήξερα ότι θα την υποστώ. Αυτοί όμως είχαν διαλέξει και τον ντι-τζέι. Το κωλόπαιδο που είχα πλακωθεί μαζί του πριν μερικά χρόνια σε ανάλογη περίσταση. Έβαζε μουσική μόνο για να με εκνευρίζει. Με το που μπήκα μέσα τον είδα. Με κοίταξε ειρωνικά. Συγκρατήθηκα. Του απάντησα με το πιο βλοσυρό μου βλέμμα. Μπορεί και να τον τρόμαξα. Όσο νά ‘ναι , θά ‘παιξε ρόλο και η ξυπολησιά μου. Ήρθε ο σερβιτόρος με τα ποτήρια της σαμπάνιας. Έκανα πως δεν τον είδα. Μετά με πλεύρισε ο παραγωγός. Αύριο γυρίζουμε, μου είπε. Ψύχραιμα, σχεδόν αδιάφορα, του είπα ότι δε μου έχουν δώσει να διαβάσω το σενάριο. Δεν έχω ιδέα τι σκηνή θα γυριστεί. Ακριβώς, μου είπε. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτα. Εντολή του σκηνοθέτη. Καλά έκανες και ήρθες ξυπόλυτος, πρόσθεσε. Έτσι θα χορέψεις πιο άνετα. Ξέρεις ότι δε χορεύω, του είπα. Αλλά ποιος είναι ο σκηνοθέτης; Κι αυτό είναι μυστικό, μου είπε. Άκρη δεν έβγαινε. Άρχισε να μου τσαμπουνάει κάτι για Ταρκόφσκι και τον Καθρέφτη που η πρωταγωνίστρια δεν ήξερε αν θά ‘ρθει και ποιος θα ‘ρθει. Μου χτύπησε ο ελεεινός φιλικά την πλάτη. Πήρες την προκαταβολή; Κάτι πήρα, του είπα κοφτά. Εντάξει τότε. Ήθελα να φύγω. Χρησιμοποίησα το συνηθισμένο κόλπο μου που το ήξεραν όλοι. Πήγα στο μπαρ και ζήτησα το μοναδικό ποτό που «πίνω». Μαύρο ρούμι Καραϊβικής, μάρκα που έχουν χαθεί τα ίχνη της εδώ και περίπου εκατόν πενήντα χρόνια. Γνωστό ότι τέτοιο ρούμι πίνανε κι οι πειρατές. Μπορεί λοιπόν να σαπίζουν μερικά βαρέλια στον πάτο της θάλασσας. Εγώ πάντως το ζητούσα κι όταν μου έλεγαν ότι δυστυχώς δεν τους βρίσκεται απ’ αυτό σηκωνόμουνα καί ‘φευγα. Τώρα ήταν αλλιώς. Όλα στημένα σου λέω. Στο μπαρ μου λένε, δε μας βρίσκεται κύριε αλλά περιμένετε να το φέρουμε. Πλάκα μου κάνετε; Πού θα το βρείτε; Εκεί που το βρίσκετε κι εσείς. Τόμπολα. Πάω στον παραγωγό και τον τραβάω απ’ το μανίκι. Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις τον προσωρινό τίτλο; Ιστορία χωρίς αύριο, μου λέει. Τι είναι αυτές οι σαχλαμάρες; Του λέω. Δηλαδή αύριο θα είναι ιστορία χωρίς σήμερα; Άρα δεν υπάρχει καθόλου ιστορία; Με δουλεύετε; Τράβηξα από τη μέση ένα πιστόλι, από εκείνα τα ψεύτικα της παραγωγής που όσο νά ‘ναι τη ζημιά την κάνουν. Πυροβόλησα φωτιστικά, μπουκάλια, ποτήρια, ήμουνα καλός σε αυτό. Ξαναπέρασα το πιστόλι στη μέση και έφυγα από το γαμωπάρτι. Βγαίνοντας στο δρόμο βλέπω ένα σερβιτόρο να έρχεται τρέχοντας ανεμίζοντας ένα μπουκάλι. Το έφερα, μου λέει λαχανιασμένος. Αποκλείεται, του λέω. Γιατί αποκλείεται; Δοκιμάστε το. Τότε δεν κρατήθηκα. Τον χαστούκισα. Έβγαλε ένα πιστόλι και μου έριξε. Απ’ όσο κατάλαβα, αυτό το πιστόλι ήταν αληθινό. Στο νοσοκομείο μου είπαν πώς τη γλίτωσα ακριβώς παρά τρίχα. Έτσι ακριβώς. Ώστε ιστορία χωρίς αύριο. Λαμόγια! Ο Γιώργος Σκιάνης είναι Φυσικός – Γεωφυσικός. Ζει στα Βριλήσσια.
ΣΧΟΛΙΑ