Άρθρα
Άρθρο της Ιωάννας Τσιβάκου στο slpress.gr
Παραμονές εκλογών είναι φυσικό το ενδιαφέρον να στρέφεται στις διακηρύξεις και αντιπαραθέσεις των κομμάτων και όχι σε θέματα πολιτικής θεωρίας. Όμως, μια αιτία που το κοινωνικό σώμα αλλά και τα ίδια τα κόμματα δεν αντιλαμβάνονται τις ουσιαστικές διαφορές που τα χωρίζουν, είναι ακριβώς επειδή δεν έχουμε συλλογιστεί εμβριθέστερα τις έννοιες «Πολιτική», με «Π” κεφαλαίο (στα αγγλικά politics) και «πολιτικές» (policies). Βεβαίως υπάρχει και ένας άλλος, βαθύτερος όρος, που συνδέεται με την οντολογία της Πολιτικής, αυτό που ο Παναγιώτης Κονδύλης αποκαλεί «πολιτικό». Μια σύντομη διευκρίνιση των σχετικών όρων, ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε τις συγγένειες και τις διαφορές των κομμάτων στον τρέχοντα προεκλογικό αγώνα. Προφανώς, η ανάλυση που εδώ επιχειρείται, δεν έχει ως αντικείμενο να αναδείξει το εύρος των αιτιών υπέρ της προτίμησης του ενός κόμματος έναντι των άλλων, επιχειρεί ωστόσο να προσφέρει μια νέα οπτική για τη μύχια στάση των ψηφοφόρων. Σύνδεση με την κοινωνία Το «πολιτικό» συνδέεται αναπόσπαστα με την ουσία της κοινωνίας. Αν η κοινωνία είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, τότε το “πολιτικό” είναι το συγκολλητικό υλικό των σχέσεων. Εάν οι σχέσεις διαμεσολαβούνται μέσα από κοινωνικά αίτια ή παράγοντες (για παράδειγμα οι σχέσεις εργασίας διαμεσολαβούνται μέσα από το εργασιακό περιβάλλον, τους κανόνες και τις διαδικασίες της εργασίας), το “πολιτικό” είναι το κοινωνικό πλαίσιο που φροντίζει ώστε οι κοινωνικές σχέσεις να διεξάγονται ομαλά και να μην οδηγούν σε διαταράξεις του κοινωνικού ιστού. Η «Πολιτική» είναι το σύνολο των εν γένει κανονιστικών ρυθμίσεων που λαμβάνουν σε κάθε ιστορική περίοδο οι φορείς εξουσίας (και κυρίως η κυβέρνηση) μιας κοινωνίας. Είναι το προγραμματικό της σχέδιο για τη συγκεκριμενοποίηση του “πολιτικού”, για το πώς δηλαδή σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο μπορεί να πραγματωθεί η κοινωνική συνοχή και ευταξία. Γι αυτό, η Πολιτική περιλαμβάνει τη συγκρότηση και εξάπλωση της ιδεολογίας των φορέων εξουσίας, τη λειτουργία ή αλλαγή των θεσμών, την κατανομή της πολιτειακής εξουσίας αλλά και την κατανομή των πόρων, την προστασία των συνόρων, όπως και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η υλοποίηση του «πολιτικού» Όταν μια κοινωνία βρίσκεται σε επαναστατική κατάσταση, όταν αμφισβητείται ο τρόπος υλοποίησης του «πολιτικού», τότε πράγματι αλλάζει άρδην η Πολιτική. Όσο η κοινωνία πορεύεται με τις κατεστημένες αρχές, τότε τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν στρέφουν την αμφισβήτησή τους προς την Πολιτική παρά προς τις πολιτικές. Οι πολιτικές, με τη σειρά τους, αποτελούν συγκεκριμένες εκφάνσεις της Πολιτικής. Δεν είναι παρά οι αποφάσεις και οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο φορέας διακυβέρνησης ενός κοινωνικού συστήματος ─και στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, πολιτικού συστήματος─ προκειμένου να επιλύσει ένα κοινωνικό πρόβλημα του παρόντος ή του αμέσου μέλλοντος. Ύστερα από τις διευκρινήσεις των όρων που παραθέσαμε, ας έρθουμε στον τρέχοντα προεκλογικό λόγο των τριών πολιτικών κομμάτων τα οποία, τουλάχιστον δημοσιογραφικά και δημοσκοπικά, κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο: της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Το ζήτημα του “πολιτικού” δε θίγεται και ούτε μεταβάλλεται από κανένα κόμμα, διότι συνδέεται οντολογικά με το Είναι της κοινωνίας. Κατ’ αρχάς, ας παραδεχτούμε πως η Πολιτική ενός πολιτικού φορέα εξουσίας δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί στη σύντομη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου. Το αντικείμενο της κριτικής κατά την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας περιορίζεται στις εφαρμοσθείσες πολιτικές (policies) του κυβερνώντος κόμματος. Όμως, όσο δεν έχει τεθεί στο τραπέζι της αμφισβήτησης η Πολιτική της κυβέρνησης καθόλη τη διάρκεια της πολιτικής της δράσης, τότε η κριτική στις πολιτικές αποβαίνει ατελέσφορη. Δεν είναι άμοιρο σημασίας ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας μιλά για κοινωνική σταθερότητα και τάξη, διότι έτσι, ως κυβερνώσα πολιτική παράταξη, έρχεται σε αρμονία με το ισχύον στην εποχή μας “πολιτικό” στις χώρες των δυτικών δημοκρατιών. Τα άλλα κόμματα, συγκεκριμένα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ενώ αμφισβητούν έντονα τη Νέα Δημοκρατία, δεν αναφέρονται στις κατευθύνσεις της Πολιτικής, διότι τότε θα έπρεπε να προτείνουν άλλους τρόπους διακυβέρνησης, οι οποίοι όμως είναι πιθανόν να διαταράξουν την κοινωνική συνοχή, εξ ου και προτιμούν να μιλούν μόνον εμμέσως για Πολιτική, με αφορμή την κριτική τους σε δεδομένες πολιτικές. Συγκεκριμένα, στον προεκλογικό λόγο και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, επί ένα χρόνο που η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την εξουσία, δεν ακούσαμε καμία διαφορετική άποψη ως προς την κυρίαρχη ιδεολογία που διασπείρει η Νέα Δημοκρατία. Τί να κάνει η αντιπολίτευση Την κατηγορούν για νεοφιλελευθερισμό, υπονοώντας πως πρόκειται για επιβλαβή Πολιτική, χωρίς όμως να κάνουν καταληπτό τον όρο “νεοφιλελευθερισμός”, ούτε με τι μέσα αυτός εξαπλώνεται στις ατομικές συνειδήσεις. Ο όρος ακούγεται ως επιθετικός προσδιορισμός που δηλώνει τη μη επέμβαση του κράτους στη λογική της αγοράς και χρησιμοποιείται από τα κόμματα μόνο σε σχέση με συγκεκριμένες πολιτικές λήψεως αποφάσεων στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης. Ο νεοφιλελευθερισμός, όμως, ως ιδεολογία, είναι κάτι πολύ ευρύτερο, διότι εκτείνεται σε όλα τα πεδία του συλλογικού βίου. Διαχέεται στο ανθρώπινο φαντασιακό, στη βούληση και στο νόημα που δίνουμε στα πράγματα. Κάτι τέτοιο δεν έχει τύχει επεξεργασίας εκ μέρους των αντιπολιτευομένων κομμάτων. Περισσότερο δημόσιο αντί για ιδιωτικό, δεν αποτελεί αλλαγή Πολιτικής, αλλά διορθωτική της κίνηση. Γι’ αυτό, και η προσπάθεια μετεκλογικής συνεργασίας της Αριστεράς με την Κεντροαριστερά θα πρέπει να διεξαχθεί στο πεδίο της Πολιτικής, όχι των πολιτικών. Οι δυνατότητες συνεργασίας θα πρέπει να αναζητηθούν στη δυνατότητα ύπαρξης μιας Πολιτικής με διαφορετικό, μη νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο, στο πλαίσιο βεβαίως του σύγχρονου καπιταλισμού αφού δεν γίνεται αναφορά σε επανάσταση. Η Πολιτική στην κατανομή των πόρων Επίσης, δεν έχει τεθεί στο δημόσιο διάλογο η ασκούμενη κυβερνητική Πολιτική ως προς την κατανομή των πόρων και της εξουσίας. Όσον αφορά την κατανομή των πόρων δεν αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία μια ανοιχτή συζήτηση για τη διαφορά εχόντων και μη εχόντων. Η διαπίστωση της ανισότητας και η επιβολή διορθωτικών μέτρων δεν αλλάζει το τοπίο της οικονομικής ανισότητας. Η επισήμανση της αντιπολίτευσης για την ύπαρξη και λειτουργία καρτέλ στην ελληνική αγορά και η πρόσφατη παραδοχή της εν λόγω κατάστασης από την κυβέρνηση, ήταν ίσως η χρυσή ευκαιρία για να ανοίξει η συζήτηση για την ισχύουσα Πολιτική αναφορικά με την κατανομή του εισοδήματος. Όμως, το όλο ζήτημα περιορίστηκε στο γιατί οι πολυεθνικές προσφέρουν διαφορετικές τιμές στις λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι, πρώτον, στο πώς η σύγχρονη οικονομική πολιτική είναι βαθύτατα συνδεδεμένη και ελεγχόμενη από τις πολυεθνικές και, δεύτερον, εάν είναι δυνατόν να υπάρξει μια άλλη Πολιτική στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο παρατηρείται και ως προς την κριτική των κομμάτων για την αλλοίωση της κατανομής της εξουσίας ανάμεσα στις τρεις, συνταγματικά κατοχυρωμένες λειτουργίες της σύγχρονης δημοκρατίας, δηλαδή στην εκτελεστική, κοινοβουλευτική και δικαστική. Η απήχηση της Άκρα Δεξιάς και η Πολιτική Παράδειγμα, η παραβίαση από την ΕΥΠ των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, οδήγησε τα κόμματα σε προτάσεις μέτρων για την τήρηση της συνταγματικής συνθήκης, όπως για παράδειγμα, η ανεξαρτησία της ΕΥΠ από το πρωθυπουργικό γραφείο. Πρόκειται όμως για πολιτικές όχι για Πολιτική. Χωρίς αμφιβολία, όλα τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου δέχονται τον τριμερή διαχωρισμό της εξουσίας, ωστόσο γνωρίζουν, αφενός, τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας και τη χρήση της εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας και, αφετέρου, το μακροχρόνιο λειτουργικό έλλειμμα των κρατικών θεσμών στη χώρα μας. Όμως, τα ίδια πράγματα γνωρίζει και το κοινωνικό σώμα, με αποτέλεσμα να στέκεται επιφυλακτικά αν όχι αδιάφορα εμπρός στις σχετικές αντιπολιτευτικές κριτικές. Παρατηρείται, ότι ανέγγιχτη παρέμεινε και η υιοθετημένη Πολιτική αναφορικά με τους θεσμούς. Ο θεσμός της οικογένειας άλλαξε χωρίς την έγκριση του κοινωνικού σώματος, γεγονός με το οποίο συνέπλευσαν τα λοιπά δημοκρατικά κόμματα, οπότε σε ένα σοβαρό ζήτημα της Πολιτικής, το θεσμικό, αποδείχτηκε πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Πρέπει να πάμε προς την Πολιτική Το αίτημα για εκσυγχρονισμό των θεσμών το έχουν εγκολπωθεί όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Δημοκρατίας. Η εφαρμογή του συνεπώς δεν προϋποθέτει αλλαγή Πολιτικής, αλλά λήψη των κατάλληλων πολιτικών για την ευόδωσή του. Συνοψίζοντας, όσο η κριτική αρχίζει και τελειώνει στο πεδίο των πολιτικών θα είναι ανεπαρκής, χωρίς να τραυματίζει σημαντικά το υπάρχον καθεστώς διακυβέρνησης. Πάντοτε θα υπάρχει ένας αντίλογος στο επιχείρημα ότι η τάδε πολιτική (policy) θα είναι καλύτερη από μιαν άλλην. Είναι δύσκολο η κοινωνία να αλλάξει κομματικό προσανατολισμό από κριτικές που ασκούνται στο πεδίο των πολιτικών, αν δεν έχει κατανοήσει το υπόβαθρο της Πολιτικής. Ειδάλλως, οι εκλογικές προτιμήσεις της κοινωνίας θα ορίζονται από την προσωπικότητα του θεωρούμενου ως καλύτερου διαχειριστή. Μήπως η προηγηθείσα ανάλυση, εκτός των άλλων, μας βοηθά να κατανοήσουμε την απήχηση της Άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη; Μήπως αυτή οφείλεται εν πολλοίς στο ότι αναφέρεται σε αλλαγές επί της Πολιτικής και όχι επί των πολιτικών; --------------------------------------------------------------------------------- Πηγή: https://slpress.gr, 28-05-2024. Η Ιωάννα Τσιβάκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου. Πριν από την ακαδημαϊκή της καριέρα συνεργάστηκε με πολυεθνικές επιχειρήσεις στον τομέα της επιχειρηματικής ανάλυσης, οργάνωσης και προγραμματισμού, ενώ την περίοδο 1984-1990 ήταν μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Δίδαξε επί χρόνια Θεωρία και Κοινωνιολογία οργανώσεων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου αρχικά και Παντείου εν συνεχεία. Ως επισκέπτρια καθηγήτρια δίδαξε σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά κέντρα των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Χρημάτισε μέλος της επιστημονικής επιτροπής διεθνών περιοδικών. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή και ελληνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Έχει τιμηθεί με διεθνή βραβεία, ενώ έγκυροι ξένοι ακαδημαϊκοί έχουν αφιερώσει και επιστημονικό νόμο στη μεθοδολογία επίλυσης μέσω διαλόγου προβλημάτων στο πεδίο των κοινωνικών συστημάτων, με το όνομα “Tsivacou’s Law of requisite autonomy”. Τα πρόσφατα βιβλία της είναι: “Ατομικισμός και Φιλία: η ταυτότητα των Νέων Ελλήνων” (2017) “Συναίσθημα και Ορθολογικότητα: η ελληνική εμπειρία” (2019) και “Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος” (2023). Είναι δημότης Βριλησσίων και έχει συνεργαστεί με την ΔΡΑΣΗ στη διοργάνωση των εξαιρετικά επιτυχημένων «Μαθημάτων Κοινωνιολογίας».
ΣΧΟΛΙΑ