Συμβαίνουν στην πόλη μας
Του Αντώνιου Καπετάνιου (το άγνωστο έργο της δασικής υπηρεσίας στον ορεινό χώρο)
«Η λάσπη στο ρέμα φέρνει πάντοτε μαζί της την εικόνα ενός δάσους που δεν έχει αναπτυχθεί σωστά». («Midsommer valley», Harry Martinson) Ο Ιταλός δασολόγος-μηχανικός Glauco Vallentini, γνωστός στην εποχή του χειμαρρολόγος, σημείωνε στο «Περί χειμάρρων» σύγγραμμά του στις αρχές του 20ου αιώνα την εξής επιστημονική άποψη: «Είναι σπατάλη εργασίας το να διευθετήσει τις έναν ποταμόν, εφ’ όσον οι χείμαρροι δύνανται να φέρωσι προς αυτόν υλικά, άτινα συσσωρεύονται εκεί και άτινα ούτος δεν δύναται να παρασύρει. Ούτως, εάν θέλωμεν να αφαιρέσωμεν από τους χειμάρρους την καταστρεπτικήν δράσιν των, είναι ανάγκη να αγωνισθώμεν επί των ορέων». Οι αρχαίοι Έλληνες, πολύ πριν από τους ειδήμονες των νεότερων χρόνων, είχαν κατανοήσει το χειμαρρικό πρόβλημα της χώρας μας και, λίγο έως πολύ, είχαν εντοπίσει τη θεραπεία του: να στραφούν στα «υψώματα», όπως συνιστούσε ο Πλάτωνας, γιατί απ’ εκεί χάνονταν το χώμα. Η δασική υπηρεσία από εκεί ξεκίνησε το τιτάνιο έργο της χειμαρρικής διευθέτησης της χώρας. Ξεκίνησε από τα ορεινά για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα (που υπήρξε...) και στα χαμηλά. Γιατί από τα ψηλά «ξεκινά το κακό», από τη λεκάνη απορροής όπου συγκεντρώνονται τα ύδατα που δε διηθούνται στο έδαφος, και κινούνται επιφανειακά προς τις χαμηλότερες περιοχές. Η κίνηση αυτή πραγματοποιείται δι’ ενός δικτύου ρευμάτων, που συνιστούν το υδρογραφικό δίκτυο της λεκάνης απορροής. Το αποτελούν η κεντρική κοίτη (το κύριο ρεύμα), με τους συμβάλλοντες σε αυτήν αγωγούς και τους συμβάλλοντες των συμβαλλόντων αγωγούς. Η κίνηση των υδάτων εκεί χαρακτηρίζεται από μεγάλη ταχύτητα, με ανώμαλη και μη ορθολογική κυκλοφορία (από αιφνίδιες πλημμυρικές παροχές, κυρίως το χειμώνα, και πλήρη σχεδόν έλλειψη ροής το θέρος), κατά την εκδήλωση κι εξέλιξη της οποίας υπάρχει απόσπαση στερεών υλικών από τα ορεινά (λόγω διαβρώσεων, αποσαθρώσεων, γεωκατακριμνήσεων και γεωλισθήσεων), που μεταφέρονται κι αποτίθενται στα πεδινά. Γενικώς, στα γραμμικά υδάτινα συστήματα (ρέματα/χειμάρρους, ποτάμια) συμβαίνει διάβρωση, που είναι τριών τύπων: επιφανειακή, αυλακωτή και πρανική. Αυτή αποτελεί φυσικό φαινόμενο, μια διαδικασία δηλαδή φυσική, που χαρακτηρίζεται ως φυσιολογική όταν το υδάτινο σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση δυναμικής ισορροπίας. Η κατάσταση αυτή προσδιορίζεται από τη δυνατότητα του υδάτινου συστήματος να μεταφέρει φερτές ύλες που προκύπτουν από την παραγόμενη φυσικώς διάβρωση της εδαφικής επιφάνειας της υδρολογικής λεκάνης, διατηρουμένης όμως της φυσικής λειτουργίας του. Η επέμβαση στον ορεινό χώρο από τους δασολόγους-χειμαρρολόγους, κι ειδικότερα στη λεκάνη απορροής των χειμάρρων, συνίστατο στην αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και στην εξάλειψη των συνεπειών της διάβρωσης, με ταυτόχρονη αναβάθμιση του φυσικού συστήματος. Τούτα επιτυγχάνονταν με έργα φυτοτεχνικά και γεωσυγκρατητικά που πραγματοποιούνταν στη λεκάνη απορροής, και με τη δημιουργία έτσι υδρονομικού (ή υδρογεωνομικού) δάσους, καθώς και με έργα τεχνικά [με τοίχους στήριξης των ασταθών εδαφών και των γεωμαζών που ολισθαίνουν (τοίχοι αντιστήριξης), με μικρά φράγματα συγκράτησης στους κλάδους του κυρίου ρεύματος, με κύρια φράγματα, με προβόλους, με μικρής κλίμακας λιθεπενδύσεις όπου απαιτούνταν, με αντιδιαβρωτικούς τοίχους κοίτης κι άλλα τεχνικά έργα στην κυρίως κοίτη], όπως τέλος και με αγροτεχνικά έργα (κλαδοπλέγματα, δραίνες, βαθμίδες, πασσάλους συγκράτησης κ.ά.) Σκοπός των φυτεύσεων που πραγματοποιούνταν στη λεκάνη απορροής ήταν να συγκρατείται το έδαφος και να μην αποπλένεται, ταυτόχρονα δε να δημιουργείται φυσικό σύστημα (δάσος), που δρα εξισορροπιστικά στη φυσική λειτουργία της περιοχής και συμβάλλει στη δημιουργία φυσικής ισορροπίας. Με τα φράγματα (εκ των κύριων τεχνικών έργων) αποσκοπούνταν να στερεωθεί η κοίτη και να συγκρατηθεί το έδαφος, να μην παρασυρθούν στερεά υλικά (αποσαθρώματα) στα κατάντη, να περιοριστεί η ταχύτητα των χειμαρρικών νερών και η συρτική τους δύναμη, ν’ αποτραπεί η στερεομεταφορά στον κώνο πρόσχωσης και να μην πλημμυρίζει ο υποκείμενος πεδινός χώρος. Τα χαμηλά αυτά λίθινα (λιθόδμητα) φράγματα είναι εκχυλιστές, επειδή το νερό διέρχεται από τη στέψη ή από τους υδατοχετούς και συνεχίζει στα κατάντη. Ταυτόχρονα πραγματοποιούνταν και παραγωγική διαχείριση των νερών, με τη δημιουργία μικρής κατά το πλείστον λεκάνης κατάκλυσης (λιμνοδεξαμενής) μέσω της φραγματικής απόφραξης του ρεύματος, το νερό της οποίας αξιοποποιούνταν για ύδρευση οικισμών, γι’ άρδευση εκτάσεων, για πότισμα ζώων κ.λπ. (πραγματοποιούνταν δηλαδή αξιοποίηση των χειμαρρικών νερών). Στην περίπτωση αυτή το φράγμα λειτουργεί ως ταμιευτήρας και κατά βάσιν όχι ως υπερχειλιστής. Το συγκεντρωμένο στον ταμιευτήρα νερό είναι καθαρό, αφού η βλάστηση στη λεκάνη απορροής και τα τεχνικά έργα που έχουν προηγηθεί, έχουν κατακρατήσει τα στερεά υλικά που μεταφέρει. Έργα τέτοιας μορφής −από τα μικρά κι ανείδωτα της ελληνικής υπαίθρου!− συνέβαλαν στην ανάπτυξη τοπικών οικονομιών κι εξυπηρέτησαν τις ορεινές κοινότητες σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που κρίθηκαν πολύτιμα από αυτές! Το έργο της αποκατάστασης στα ψηλά ξεκινούσε με τη μελέτη της λεκάνης απορροής και την αποτύπωση του υδρογραφικού της δικτύου, και συνεχίζονταν μέχρι τα χαμηλά κατά μήκος του χειμάρρου και των κλάδων του. Γίνονταν αναγνώριση της περιοχής, προσδιορίζονταν οι αιτίες του χειμαρρικού φαινομένου και καθορίζονταν το πεδίο της επέμβασης και το είδος των έργων που θα πραγματοποιηθούν. Ακολουθούσε σειρά μελετών για τη συνολική διευθέτηση του προβλήματος (τοπογραφική, υδρολογική, φυτογεωγραφική και φυτοκοινωνική μελέτη, μελέτες τεχνικών, φυτοτεχνικών και αγροτεχνικών έργων). Η μελέτη ήταν συνολική (ένα, περίπου, master plan έργων κι εργασιών στη λεκάνη απορροής) που περιελάμβανε επιμέρους μελέτες του κάθε έργου. Ποτέ το έργο δεν αντιμετωπίζονταν αποσπασματικά, αλλά πάντα ως σύνολο σ’ επίπεδο λεκάνης και χειμάρρων. Ήταν πολυεπίπεδο και πολυσχιδές, καθώς διαφορετικά δε θα υπήρχε ορθό αποτέλεσμα ̇ ίσως μάλιστα η φύση να ήταν σκληρότερη στο «μόνο» έργο, διότι το όλον δε θεραπεύτηκε! Γι’ αυτό κι έπαιρνε χρόνο η ολοκλήρωσή του, με κύκλους ζωής κι επεμβάσεων. Αναφέρεται σχετικά ότι η διευθέτηση του επικίνδυνου θεσσαλικού Πάμισσου, διήρκεσε από το 1932 έως το 1940, ενώ μεταπολεμικώς απαιτήθηκε να πραγματοποιηθούν πρόσθετα έργα! Τα έργα πραγματοποιούνταν με αυτεπιστασία της δασικής υπηρεσίας, για να υπάρχει πλήρης έλεγχος της πορείας τους κι επιτυχία ως προς το αποτέλεσμα σαν σύνολο. Από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα όμως, κυρίως από τη δεκαετία του 1970, επικράτησε η διά εργολαβίας κατασκευή τους, με την ποιότητά τους θα υποστηρίζαμε, να υστερεί σε σχέση με αυτή των έργων που προηγήθηκαν. Αντώνιος Β. Καπετάνιος (από το βιβλίο μου “ΛΙΘΙΝΟΙ ΤΟΙΧΟΙ. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2018, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=49135). (Φωτογραφία: αρχείο © Αντώνιος Β. Καπετάνιος. Διευθέτηση κλάδου ορεινού χειμάρρου από τη δασική υπηρεσία κατά τη δεκαετία του 1930 στην περιοχή των Τρικάλων, με την κατασκευή μικρών διαδοχικών λίθινων φραγμάτων ανάσχεσης της χειμαρρικής ροής και συγκράτησης φερτών υλών, καθώς και με σύνολη φυτοτεχνική διευθέτηση της λεκάνης απορροής του χειμάρρου).
ΣΧΟΛΙΑ